Του Ρούντι Ρινάλντι

 

Στις 21 Φεβρουαρίου 1986, ο βουλευτής τότε Μανώλης Γλέζος, κατά τη συζήτηση για τη συγκρότηση εξεταστικής επιτροπής για το άνοιγμα του φακέλου της Κύπρου (που ποτέ δεν άνοιξε…), αναρωτήθηκε: «Λοιπόν, το ερώτημα είναι ποιος εμπόδισε και εμποδίζει να εφαρμοστεί η αρχή της αυτοδιάθεσης για το δύσμοιρο λαό της Κύπρου. Αυτό είναι το καίριο πρόβλημα». Μετά από 30 χρόνια το ερώτημα που τίθεται – αποτέλεσμα της κυριαρχίας μιας κοσμοπολίτικης και συγχρόνως ραγιάδικης στην ουσία λογικής – μπορεί να διατυπωθεί ως εξής: «Γιατί να ενδιαφερόμαστε για την Κύπρο;».

Όντως, γιατί να μας ενδιαφέρει, σήμερα, το ονομαζόμενο «κυπριακό ζήτημα»; Επειδή τυχαίνει να μιλάμε την ίδια γλώσσα; Μπορεί να είναι αυτός ένας σημαντικός παράγοντας; Έχει τίποτα κοινό η Ελλάδα με την Κύπρο; Κι αν έχει, αυτό μάλλον αφορά – όπως θα πούνε καθαρόαιμοι αριστεροί και αντιεξουσιαστές – ότι υπάρχει αστισμός και στις δύο μεριές με ιδιαίτερες επιδόσεις και επίσης ότι το θέμα το αναμασούν και το συντηρούν δεξιοί και ακροδεξιοί κύκλοι, εδώ και εκεί. Θα μπορούσαμε να παραθέσουμε σωρεία τέτοιων «επιχειρημάτων» που απλώς είναι το μεταμοντέρνο αποτέλεσμα της συστηματικής πολιτικής που άσκησε ο εδώ και ο εκεί αστισμός για την απόκλιση των δύο λαών, των δύο χωρών, των πολιτικών μορφωμάτων. Αυτή η απόκλιση ήταν συστηματική και διαχρονική από το 1960 και δώθε και επισημοποιήθηκε μετά τα τραγικά γεγονότα του 1974.

Ο ελλαδικός αστισμός θεωρούσε το Kυπριακό ως βαρίδι, ως πονοκέφαλο γιατί υπονόμευε διαρκώς την πολιτική ζωή της χώρας και πολλές φορές συμπεριφέρθηκε με τη λογική «δεν πα’ να βουλιάξει το νησί να ησυχάσουμε…». Ο ελληνοκυπριακός αστισμός απέκτησε μεγάλη ευλυγισία και κινητικότητα παίζοντας σε πολλά ταμπλό μετατρέποντας το έστω συρρικνωμένο νησί (37% υπό τουρκική κατοχή) σε παράδεισο πολλαπλών χρηματιστικών δραστηριοτήτων και επωφελήθηκε από εξελίξεις στην Μέση Ανατολή (π.χ. μεταφορά επιχειρήσεων κατά τον πόλεμο του Λιβάνου), στη Βαλκανική (με τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας) και με τις σχέσεις που είχε με την ΕΣΣΔ αρχικά και τη Ρωσία στη συνέχεια. Χωρίς ποτέ να κόψει τις σχέσεις με το Σίτυ του Λονδίνου κατόρθωσε να γίνει μέλος της ΕΕ, αναβαθμίζοντας το γερμανικό ενδιαφέρον για μια περιοχή στην οποία κυριαρχούσαν αποκλειστικά οι ΗΠΑ και οι Άγγλοι, από τις δυτικές δυνάμεις.

Τώρα, αφού γεύτηκε μια κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος με τις συνταγές Σόιμπλε, επιδίδεται σε αγοραπωλησίες ενεργειακών οικοπέδων (ΗΠΑ, Ισραήλ) και νομίζει ότι με την ενδοτικότητα στις προτάσεις ΗΠΑ-Αγγλίας για τη δημιουργία μεταβατικού κράτους (προτεκτοράτο) θα καταφέρει να ελιχθεί και να αποφύγει την τουρκική πίεση ή να φθάσει σε κάποιον αξιοπρεπή συμβιβασμό βάζοντας φρένο στην τουρκοποίηση του νησιού.

Οι Ελλαδίτες πολιτικοί νομίζουν ότι τώρα μπορούν να προωθήσουν μια παράλληλη διαπραγμάτευση: οικονομική και εθνική. Να συνδυάσουν τα θέματα της αξιολόγησης και των μνημονίων με το ζήτημα της Κύπρου. Αφού όλα έχουν μια τιμή, γιατί να μην προβούν και σε τέτοιους ακροβατισμούς, νομίζοντας ότι έχουν να κάνουν με το κυλικείο της Κουμουνδούρου ή τον ραδιοσταθμό «Κόκκινο» και την «Αυγή»; Είναι ήδη τυλιγμένοι σε μια κόλλα χαρτί σε αμφότερες τις διαπραγματεύσεις… Αν κανείς μπορεί να κάνει λόγο στην κυριολεξία για διαπραγμάτευση.

 

Το ερώτημα όμως παραμένει

Γιατί να μας ενδιαφέρει η Κύπρος; Η απάντηση δεν είναι δύσκολη αλλά ο σύγχρονος στρουθοκαμηλισμός θέλει να αποσυνδέσει όλα τα άλυτα εθνικά ζητήματα, να τα καταργήσει ως «ιδεολογικές κατασκευές», καταπίνοντας όλες τις ψευδαισθήσεις της παγκοσμιοποίησης. Η Ελλάδα και η Κύπρος έχουν ακατάλυτους δεσμούς, κατοικούνται από ένα ενιαίο έθνος, που αισθάνεται την ελληνικότητα σαν κοινή συνείδηση και μοίρα, που βρήκε αντιμέτωπες στην προσπάθεια ανέλιξής του τις ισχυρές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, με κολοβή ανεξαρτησία και έντονη εξάρτηση, με κοινούς αγώνες και κοινό πολιτισμό. Ως προς την Ελλάδα το Κυπριακό είναι ένα εθνικό ζήτημα, ως προς τον λαό της Κύπρου είναι πρόβλημα αυτοδιάθεσης και ελεύθερης επιλογής, και για τους δυο λαούς είναι πρόβλημα αντίστασης στη συρρίκνωση της όποιας εθνικής κυριαρχίας υπάρχει και στις δύο χώρες, με μνημόνια, με εισβολές, με γκριζάρισμα εδαφών, με κουτσούρεμα κυριαρχικών δικαιωμάτων, με απειλή πολέμου από την Τουρκία και κατοχή ενός σημαντικού μέρους της Κύπρου.

Όσοι ακόμα δεν έχουν καταλάβει, η γραμμή που νοητά συνδέει τη Θράκη, το Αιγαίο, το Καστελλόριζο και την Κύπρο πρόκειται να διαλυθεί σε μεγάλο βαθμό και η κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας σήμερα, σημαίνει ότι έπεται το Αιγαίο και ιδιαίτερα τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, που με πρόσχημα το προσφυγικό ήδη έχουν γκριζάρει, με την πλήρη συνενοχή όλου του πολιτικού κόσμου.

Η απάντηση είναι απλή για έναν ακόμα λόγο: δεν υπάρχει δυνατότητα στην εποχή του ιμπεριαλισμού να αποσυνδεθούν τα ταξικά από τα εθνικά ζητήματα ιδιαίτερα σε χώρες, όπως η Ελλάδα και η Κύπρος. Δεν υπάρχει περίπτωση προώθησης ενός καθαρού ταξικού κινήματος που θα αμελεί εθνικά ζητήματα ή εθνικές απειλές και δρώντες επεκτατισμούς. Το εθνικό ζήτημα δεν καταργείται ετσιθελικά. Υπάρχει ως ιστορική κατηγορία, μια υπαρκτή κοινωνική οντότητα που εξελίσσεται και δεν μπορεί να παρακαμφθεί.

Αν θέλουμε λίγο να διευρύνουμε το θέμα, θα ισχυριστούμε πώς το έθνος ορίζεται ως ένα σύνολο δυναμικών εξελισσόμενων σχέσεων που απορρέουν από την κοινότητα του εδάφους, της γλώσσας, της οικονομικής και πολιτικής ζωής, του πολιτισμού, και της ψυχοσύνθεσης των ανθρώπων που το απαρτίζουν. Καθοριστικός παράγοντας της διαδικασίας συγκρότησης του έθνους, αυτό που τελικά του προσδίδει την κοινωνική του αυθυπαρξία , είναι η συνείδηση της εθνικής ταυτότητας που αναπτύσσουν οι άνθρωποι σε μια δεδομένη στιγμή.

Το εθνικό ζήτημα συνδέεται με την κρατική υπόσταση, τείνει προς αυτή και ολοκληρώνεται μέσα από αυτήν. Αλλά σε καμία περίπτωση δεν αρχίζει και δεν τελειώνει με την κρατική συγκρότηση. Η ταύτιση κράτους-έθνους είναι μια γενίκευση, που λειτουργεί ως κατασκευή για να εδραιωθούν παγκοσμιοποιητικά ισοπεδωτικά χαρακτηριστικά, που θεωρούν το κράτος-έθνος αναχρονιστικό και εντελώς κατασκευασμένη την κατηγορία του έθνους που γι’ αυτό πρέπει ως τέτοια να εκλείψει. Ο σύγχρονος ιστορικός αναθεωρητισμός έχει αναλάβει πολλές και μεγάλες εργολαβίες στον τομέα αυτόν.

Για πολλούς στερεοτυπικούς, η «αδελφοποίηση» δεν σημαίνει εντελώς τίποτα. Η γαλλική επανάσταση είχε ένα τρίπτυχο: «Ελευθερία, ισότητα, αδελφοσύνη». Τι ήθελαν να πουν με το «αδελφοσύνη» όταν πραγματοποιούσαν την επανάσταση; Αναρωτήθηκε κανείς;

Στην πορεία σύμφωνα με την αστική αντίληψη, η ελευθερία και η ισότητα εμπίπτουν στη σφαίρα των δικαιωμάτων, και κυρίως στα ατομικά δικαιώματα. Η αδελφοσύνη δεν είναι τόσο αφομοιώσιμη στο αστικό σύμπαν, γιατί εμπεριέχει μια βασική αξία, αυτήν της κοινότητας. Και τούτο είναι ενοχλητικό.

Η Ελλάδα και η Κύπρος έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά. Ο λαός σε Ελλάδα και Κύπρο αντιμετωπίζει ίδιους εχθρούς, κοινές απειλές, έχει κοινή ιστορία, κοινή παράδοση και πολιτισμό, κοινή γλώσσα. Οι άρχουσες τάξεις, από κοινού με τις μεγάλες δυνάμεις προώθησαν συστηματικά μιαν απόκλιση των δύο λαών, των δύο χωρών, μια κατάσταση αποξένωσης και απόστασης ανάμεσά τους. Αυτό βόλευε κάθε επιδίωξη και στη βάση του υπογράφονταν διάφορα γραμμάτια. Επανα-αδελφοποίηση, γιατί κάποτε στη συνείδηση των Ελλήνων αυτή η αίσθηση υπήρχε. Ατόνησε κάτω από συγκεκριμένους όρους και χρειάζεται να ξαναδυναμώσει, να γίνει παράγοντας ενεργητικής υποκειμενοποίησης και αντίστασης στους αντιδραστικούς σχεδιασμούς και μεθοδεύσεις. Σήμερα είναι επιτακτική ανάγκη, ανεξάρτητα από το τι θα γίνει στη Γενεύη τις επόμενες μέρες, να προωθηθεί η αναστροφή εκ θεμελίων του κλίματος που αφορά την απόκλιση αυτή.

Η επαναδελφοποίηση αποτελεί κεντρική κατεύθυνση και πολιτική που αφορά πολλά επίπεδα. Δεν είναι μια αναφορά στους «αδελφούς Κυπρίους» που δοκιμάζονται. Αφορά στο να ξαναγίνει η απελευθέρωση από τα σύγχρονα δεσμά κοινή υπόθεση του λαού σε Ελλάδα και Κύπρο. Ο λαός σε Ελλάδα και Κύπρο πρέπει να ξαναέρθει σε συντονισμό σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής απέναντι στην κοινή μοίρα που του προετοιμάζουν, να γίνει ένα σώμα απέναντι στους εχθρούς κι όχι να αδιαφορεί ο ένας για τον άλλο, γιατί πρόκειται για κοινή υπόθεση. Ακόμα και σε κρατικό επίπεδο, μια κοινή στάση δύο χωρών, μελών της Ε.Ε. απέναντι σε μνημόνια, χρεοκοπίες, επεμβάσεις, κυριαρχικά δικαιώματα, απειλές κ.λπ. θα μπορούσε να δημιουργήσει άλλα δεδομένα και άλλους συσχετισμούς.

Η αντίσταση στον ιμπεριαλισμό και τους σχεδιασμούς του, η αντιμετώπιση του τουρκικού επεκτατισμού και των απειλών του, επιβάλλουν την επαναδελφοποίηση.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!