Της Ματίνας Παπαχριστούδη
Η ξαφνική, είναι αλήθεια, παρέμβαση του Εποπτικού οργάνου της Ένωσης Συντακτών την περασμένη εβδομάδα που προειδοποιούσε πως, κυρίως στα ραδιοτηλεοπτικά Μέσα, οι δημοσιογράφοι λειτουργούν «ως οιονεί κυβερνητικοί εκπρόσωποι» συγκίνησε και άγγιξε περισσότερο την κοινωνία απ΄ότι κάποια άλλη συνδικαλιστική παρέμβαση τις τελευταίες μέρες. Το δεύτερο, παντελώς άγνωστο γεγονός για τους πολίτες που έμαθαν την παρεμβατική προειδοποίηση των πειθαρχικών συμβουλίων, είναι ότι παραδόθηκε από το αρμόδιο υπουργείο ο κατάλογος των δημοσιογράφων οι οποίοι εργάζονται παράλληλα και στο δημόσιο.
Στο πλαίσιο των υποχρεώσεων της «διαύγειας» η κυβέρνηση δεν δημοσιοποίησε τα ονόματα, επιλέγοντας την αδιαφάνεια και τη συν-ενοχή, αλλά εκχώρησε την ευθύνη αυτή στο επαγγελματικό σωματείο των συντακτών. Δυο φαινομενικά άσχετα μεταξύ τους γεγονότα από τα οποία προκλήθηκαν, επίσης άσχετες αντιδράσεις.
Η καταγγελία του Εποπτικού οργάνου, διατηρώντας χίλιες μύριες ισορροπίες στο χώρο, απλά υπενθύμισε πως «πρωταρχικό καθήκον είναι η αντικειμενική ενημέρωση, ο πλουραλισμός στην παρουσίαση θέσεων και απόψεων και ο σεβασμός στην είδηση, ώστε να μην εμφανίζεται ο δημοσιογράφος ως φερέφωνο, προκαλώντας την αγανάκτηση του κοινωνικού συνόλου». Έννοιες δηλαδή τόσο γενικές που σε διαφορετική περίπτωση, θα περνούσαν απαρατήρητες. Δεν πέρασαν αδιάφορες ούτε για τη δημοσιογραφική αγορά και για την κοινωνία.
Στη μεν τηλεόραση, στους σχολιαστές δηλαδή του Mega και του Alter, η υπενθύμιση ενόχλησε. Τι να πουν όμως; Όταν οι ίδιοι οι πολίτες τους χαρακτηρίζουν ευθέως ως «μέλη του επικοινωνιακού μηχανισμού της κυβέρνησης Παπανδρέου», όταν κυκλοφορεί ως ανέκδοτο ότι «αντιπρόεδρος του Mega είναι ο Θόδωρος Πάγκαλος». Παραδόξως οργισμένα αντέδρασαν δημοσιογράφοι εφημερίδων που ξιφούλκησαν εναντίον της πρωτοβουλίας του Εποπτικού οργάνου, διεκδικώντας ευθέως το δικαίωμα τους να προπαγανδίζουν –και όχι να ενημερώνουν- υπέρ της κυβερνητικής πολιτικής ως τη μόνη διέξοδο για τη χώρα. Προφανώς και είναι δικαίωμα τους η άποψη αυτή. Αλλά τότε δεν είναι δημοσιογράφοι, πέρασαν απέναντι και λειτουργούν στα Μέσα τους ως «φερέφωνα» αυτής της πολιτικής. Σε ακριβώς αντίθετο άξονα κινήθηκαν οι εκτός δημοσιογραφικού κλάδου, οι αναγνώστες και τηλεθεατές που αντέδρασαν θετικά. «Είναι κι αυτό κάτι», είπαν εκτιμώντας πως επιτέλους η εξοργιστική τηλεοπτική καταστολή θα βρεί αντίπαλους και στο εσωτερικό σώμα της ενημέρωσης.
Παρόλο που εκ πρώτης όψεως όλα τα παραπάνω δεν συνδέονται με τον κατάλογο των απασχολούμενων συντακτών στο δημόσιο, θα έφθανε και μόνο να παραδεχθεί δημόσια η ΕΣΗΕΑ ότι τον έχει στα χέρια της για να εμφανιστεί ένας ακόμη παρανομοστής στη διαπλεκόμενη σχέση της πολιτικής με τη μιντιακή εξουσία. Ας ανοίξει επιτέλους η συζήτηση, δημόσια και ενώπιον της κοινωνίας την οποία πολεμάνε οι «διαχειριστές» της πληροφορίας, για τις συνθήκες και τους όρους εργασίας των πολλών δημοσιογράφων, τις σχέσεις και τα όρια στην παρουσίαση των ειδήσεων και των ρεπορτάζ. Γιατί όπως καταλαβαίνω η ενεργή κοινωνία μπουκωμένη ήδη από την βαρβαρότητα των δελτίων των 8 είναι έτοιμη να συζητήσει για τη «δεοντολογία». Ανέτοιμοι εμφανίζονται, δυστυχώς, οι επαγγελματίες δημοσιογράφοι. Όχι οι «οιονεί κυβερνητικοί εκπρόσωποι». Όλοι οι υπόλοιποι, που δεν έχουν συνδέσει ακόμη τις άθλιες συνθήκες εργασίας και την αυξανόμενη εργοδοτική επίθεση με τον χαρακτήρα της ίδιας τους της δουλειάς.
Η καταγγελία του Εποπτικού οργάνου, διατηρώντας χίλιες μύριες ισορροπίες στο χώρο, απλά υπενθύμισε πως «πρωταρχικό καθήκον είναι η αντικειμενική ενημέρωση, ο πλουραλισμός στην παρουσίαση θέσεων και απόψεων και ο σεβασμός στην είδηση, ώστε να μην εμφανίζεται ο δημοσιογράφος ως φερέφωνο, προκαλώντας την αγανάκτηση του κοινωνικού συνόλου». Έννοιες δηλαδή τόσο γενικές που σε διαφορετική περίπτωση, θα περνούσαν απαρατήρητες. Δεν πέρασαν αδιάφορες ούτε για τη δημοσιογραφική αγορά και για την κοινωνία.
Στη μεν τηλεόραση, στους σχολιαστές δηλαδή του Mega και του Alter, η υπενθύμιση ενόχλησε. Τι να πουν όμως; Όταν οι ίδιοι οι πολίτες τους χαρακτηρίζουν ευθέως ως «μέλη του επικοινωνιακού μηχανισμού της κυβέρνησης Παπανδρέου», όταν κυκλοφορεί ως ανέκδοτο ότι «αντιπρόεδρος του Mega είναι ο Θόδωρος Πάγκαλος». Παραδόξως οργισμένα αντέδρασαν δημοσιογράφοι εφημερίδων που ξιφούλκησαν εναντίον της πρωτοβουλίας του Εποπτικού οργάνου, διεκδικώντας ευθέως το δικαίωμα τους να προπαγανδίζουν –και όχι να ενημερώνουν- υπέρ της κυβερνητικής πολιτικής ως τη μόνη διέξοδο για τη χώρα. Προφανώς και είναι δικαίωμα τους η άποψη αυτή. Αλλά τότε δεν είναι δημοσιογράφοι, πέρασαν απέναντι και λειτουργούν στα Μέσα τους ως «φερέφωνα» αυτής της πολιτικής. Σε ακριβώς αντίθετο άξονα κινήθηκαν οι εκτός δημοσιογραφικού κλάδου, οι αναγνώστες και τηλεθεατές που αντέδρασαν θετικά. «Είναι κι αυτό κάτι», είπαν εκτιμώντας πως επιτέλους η εξοργιστική τηλεοπτική καταστολή θα βρεί αντίπαλους και στο εσωτερικό σώμα της ενημέρωσης.
Παρόλο που εκ πρώτης όψεως όλα τα παραπάνω δεν συνδέονται με τον κατάλογο των απασχολούμενων συντακτών στο δημόσιο, θα έφθανε και μόνο να παραδεχθεί δημόσια η ΕΣΗΕΑ ότι τον έχει στα χέρια της για να εμφανιστεί ένας ακόμη παρανομοστής στη διαπλεκόμενη σχέση της πολιτικής με τη μιντιακή εξουσία. Ας ανοίξει επιτέλους η συζήτηση, δημόσια και ενώπιον της κοινωνίας την οποία πολεμάνε οι «διαχειριστές» της πληροφορίας, για τις συνθήκες και τους όρους εργασίας των πολλών δημοσιογράφων, τις σχέσεις και τα όρια στην παρουσίαση των ειδήσεων και των ρεπορτάζ. Γιατί όπως καταλαβαίνω η ενεργή κοινωνία μπουκωμένη ήδη από την βαρβαρότητα των δελτίων των 8 είναι έτοιμη να συζητήσει για τη «δεοντολογία». Ανέτοιμοι εμφανίζονται, δυστυχώς, οι επαγγελματίες δημοσιογράφοι. Όχι οι «οιονεί κυβερνητικοί εκπρόσωποι». Όλοι οι υπόλοιποι, που δεν έχουν συνδέσει ακόμη τις άθλιες συνθήκες εργασίας και την αυξανόμενη εργοδοτική επίθεση με τον χαρακτήρα της ίδιας τους της δουλειάς.
Σχόλια