του Χριστόδουλου Δολαψάκη
«Ο κύριος λόγος που έκανα την ταινία «Ζ» ήταν φυσικά το γεγονός ότι είμαι Έλληνας. Δεν μπορώ να φανταστώ κάποιον που δεν έχει ελληνικές ρίζες να πραγματοποιεί τέτοια ταινία.»
(Συνέντευξη του Κ. Γαβρά στο περιοδικό Cinéaste, 1970)
Οι ταινίες «Ζ» και «Ενήλικες στο δωμάτιο» μοιράζονται σχεδόν την ίδια –μικρή- χρονική απόσταση μεταξύ των γεγονότων και της κινηματογραφικής τους μεταφοράς. Από τη δολοφονία του Γ. Λαμπράκη μέχρι την προβολή του «Ζ» μεσολάβησαν 6 χρόνια και από την υπουργεία Γ.Βαρουφάκη μέχρι τους «Ενήλικες» 4 χρόνια. Η χούντα ανάγκασε το ελληνικό κοινό να δει το «Ζ» για πρώτη φορά 12 χρόνια μετά τη δολοφονία που το ενέπνευσε, σε τοπικές και διεθνείς συνθήκες διαφορετικές. Οι «Ενήλικες» αναφέρονται σε μια «περίοδο» που τη ζούμε ακόμα (τα αφηγήματα για την έξοδο από την κρίση και την επιτροπεία προκαλούν πικρό γέλιο) και οι ήρωες της ταινίας εξακολουθούν να είναι πρωταγωνιστές της ελληνικής και ευρωπαϊκής πολιτικής ζωής.
Επιπλέον, κάποιος θα μπορούσε να πει ότι δεν είμαστε συνηθισμένοι να αντικρίζουμε την ρεαλιστική κινηματογραφική μεταφορά ιστορικών μας Τραυμάτων ή Συμβάντων (ας διαλέξει ο καθένας τη λέξη που επιθυμεί) σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα από την τέλεσή τους, ειδικά αν δεν κυριαρχεί η αλληγορία (που είναι σαν να μοιράζει την «ευθύνη» τόσο στο θεατή όσο και στον δημιουργό).
Τελευταίο αλλά ίσως πιο σημαντικό είναι η εκκωφαντική απουσία ουσιαστικής συζήτησης και απόπειρας απολογισμού για την περίοδο στην οποία αναφέρονται οι «Ενήλικες» ακόμα και με τη στοιχειώδη μορφή χρονικού ή απομνημονευμάτων.
Μπορούμε να κλείσουμε τα μάτια και να φανταστούμε μία προβολή του «Ζ» εν μέσω χούντας ή μιας προβολής των «Ενηλίκων» σε γιγαντοοθόνη τη βραδιά του δημοψηφίσματος στο Σύνταγμα. Ή ακόμα να ονειρευτούμε τους «Ενήλικες» σαν έναυσμα συζητήσεων, προβληματισμών, διαλόγου αλλά και συναισθηματικής φόρτισης, συγκίνησης και οργής. Ή αντιθέτως –αλλά ουσιαστικά το ίδιο φαντασιακά- να «φορτώσουμε» στον 86χρονο σκηνοθέτη καθήκοντα που τον ξεπερνούν και να απαιτήσουμε «αντικειμενικότητα», ακριβή ανάλυση των πολιτικών και οικονομικών δεδομένων, ακριβή διήγηση, πολιτικό απολογισμό και όλα αυτά με την απαραίτητη υψηλή καλλιτεχνία –χολιγουντιανού τύπου αν είναι δυνατό.
Εν έτει 2019, με την ΤΙΝΑ ως κυρίαρχη ιδεολογία και ψυχοσύνθεση, ο Γαβράς θυμίζει «οικεία κακά», λαμβάνει ξεκάθαρη πολιτική θέση και δημιουργεί ουσιαστικά ένα ντοκουμέντο για την ιστορία της Ελλάδας. Το βασανιστικό ερώτημα είναι ποιους συγκινεί πλέον αυτή η σελίδα της ιστορίας ακόμα και ως «περασμένα μεγαλεία». Ο πόλεμος ενάντια στην ταινία και τα «πανηγύρια» των κονδυλοφόρων κριτικών κινηματογράφου για τον Joker που «έσκισε» τον Γαβρά πέρα από την κακεντρέχεια αποτελούν σε αρκετές περιπτώσεις και στεναγμό ανακούφισης.
Όμως δεν παύουν να στηρίζονται στο γεγονός ότι οι «Ενήλικες» δεν έκαναν «πάταγο» –ιδίως στους νέους– και αυτό δεν οφείλεται απλά στις ατέλειες της κινηματογραφικής δημιουργίας του Γαβρά ή στον πρωταγωνιστικό ρόλο του Βαρουφάκη σε αυτήν. Τα τέσσερα χρόνια που μεσολάβησαν από το δημοψήφισμα έως τους «Ενήλικες» μπορεί να φαντάζουν λίγα, αλλά σε επίπεδο συνείδησης και ψυχολογίας έγιναν μεγάλα βήματα προς τα πίσω. Εάν «there is no alternative» ποιος ο λόγος αναπόλησης, εξιστόρησης και προβληματισμού για το παρελθόν; Οι «Ενήλικες στο δωμάτιο» ήταν μία ταινία που έπρεπε να γυριστεί και ας ελπίσουμε ότι θα συνοδευτεί στο μέλλον και από άλλες απόπειρες να διαβαστούν τα γεγονότα που καθορίζουν προς το παρόν την πολιτική ζωή της χώρας.