Το καθεστώς Ερντογάν έχει κάθε λόγο να «γιορτάσει» την πρώτη επέτειο από το αποτυχημένο πραξικόπημα του περυσινού Ιουλίου. Όσον αφορά το εσωτερικό μέτωπο, μέσα σ’ ένα χρόνο κατάφερε –χωρίς ουσιαστικές αντιδράσεις από τη Δύση– να «εκκαθαρίσει» τον κρατικό μηχανισμό, περιλαμβανομένου του στρατού και των αστυνομικών σωμάτων, από εξαψήφιο αριθμό αντιφρονούντων. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ίδιας της τουρκικής κυβέρνησης, μόνο από τους οπαδούς του Γκιουλέν (πρώην στενού συμμάχου και νυν μισητού εχθρού του Ερντογάν, που ζει στις ΗΠΑ και κατηγορήθηκε ως ενορχηστρωτής του πραξικοπήματος), 86.000 δημόσιοι υπάλληλοι απολύθηκαν και 35.000 συνελήφθησαν μέχρι πέρυσι τον Οκτώβριο. Σ’ αυτούς πρέπει να προστεθούν περίπου άλλοι τόσοι Τούρκοι υπήκοοι που απολύθηκαν ή/και συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν ως ύποπτοι για συμπάθεια προς τον άλλο μεγάλο αντίπαλο του Σουλτάνου: το κουρδικό κίνημα και την τουρκική Αριστερά που έχει συμμαχήσει μαζί του.

Μεταξύ των φυλακισμένων περιλαμβάνονται οι δύο συμπρόεδροι του Δημοκρατικού Κόμματος των Λαών (HDP), καθώς και δεκάδες βουλευτές και δήμαρχοι που πρόσκεινται σ’ αυτό – στην τρίτη δηλαδή κοινοβουλευτική δύναμη του τουρκικού κράτους. Και πάλι, με τους Ευρωπαίους να περιορίζονται να ψελλίσουν κάποιες τυπικές κριτικές. Εξάλλου με την ίδια ουσιαστική ανοχή της Δύσης, αλλά και της Ρωσίας, ο Ερντογάν συνέχισε την πολιτική περικύκλωσης-ισοπέδωσης ολόκληρων κουρδικών οικισμών και εν ψυχρώ εξόντωσης αμάχων. Ακόμη κι όταν η αντιπαράθεσή του με το Βερολίνο ή άλλες πρωτεύουσες οξύνεται, εξαιτίας των περιφερειακών βλέψεών του, ο Ερντογάν παραμένει στο απυρόβλητο όσον αφορά την «εκκαθάριση» της Τουρκίας από τους «τρομοκράτες». Επιστέγασμα των επιτυχιών του Ερντογάν στο εσωτερικό μέτωπο ήταν η νίκη του στο δημοψήφισμα του περασμένου Απριλίου. Αν και οριακή παρά το όργιο τρομοκρατίας και νοθείας, με μόλις 51% υπέρ του, η νίκη αυτή του επέτρεψε να ολοκληρώσει την προσπάθεια που κατέβαλε επί χρόνια – να περιβληθεί δηλαδή πρωτοφανείς υπερεξουσίες, υλοποιώντας έναν ιδιόμορφο συνδυασμό σουλτανοποίησης και ισλαμοποίησης της Τουρκίας.

Σε ό,τι αφορά το «εξωτερικό» μέτωπο, το καθεστώς Ερντογάν επίσης κατάφερε πολλά. Όχι μόνο δεν συνετρίβη σε μια περιοχή όπου παρεμβαίνουν και δρουν άμεσα όλες οι μεγάλες και περιφερειακές δυνάμεις αλλά, ακολουθώντας μια επιθετική πολιτική ενεργητικής εμπλοκής και διεκδίκησης (καθώς και απόπειρας «εκπροσώπησης» όλων των σουνιτικών πληθυσμών), προώθησε τους σχεδιασμούς του και έγινε αποδεκτός, έστω και προσωρινά, από τους δύο κύριους συνομιλητές (Τραμπ και Πούτιν) εκμεταλλευόμενος και τις μεταξύ τους αντιθέσεις. Στη δε αντιπαράθεσή του με την Ευρώπη, αδιαφόρησε για τις απειλές της, γνωρίζοντας ότι η Ε.Ε. δεν έχει την πολυτέλεια να ρισκάρει τόσο στο προσφυγικό ζήτημα όσο και στις εμπορικές σχέσεις με την Τουρκία. Ενώ ταυτόχρονα δεν έπαψε στιγμή να κοιτά και στα δυτικά του σύνορα: πέρα από τη «δράση» του στον άξονα Θράκη-Αιγαίο-Κύπρος, ενέτεινε τις άμεσες παρεμβάσεις του και στα Βαλκάνια, «υιοθετώντας» μεταξύ άλλων την Αλβανία και τους συμμάχους της και ιδρύοντας δικά του κόμματα σε μια σειρά χώρες της περιοχής…

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!