Το πρώτο αφορούσε τα φανταστικά προλεγόμενα μιας μέλλουσας καταστροφής ή αλλιώς ιδωμένο, τα φυσικά ερείπια της ενθάδε πραγματικότητας. Τοπία με ανεσταλμένη αύρα, δάση με ίσκιο βαρύ και ασήκωτο. Μια φύση διόλου λεπτή και καλλιτεχνημένη σαν να τη βλέπεις πίσω από κανένα γιαπωνέζικο στόρι, αλλά τραχιά, τρομερή και παραβιασμένη. Μια αίσθηση που επιτείνεται από το οργιώδες της χρωματικής σπατάλης, μια αφθονία εξώκοσμη και αυτο-καταβροχθιστική».
Έχοντας δει την έκθεση, διαβεβαιώνω ότι περί αυτού ακριβώς πρόκειται…. Μήπως όμως, απ’ την άλλη μεριά αυτά τα δορυφορικά βιβλία, όπου έχουν αναπαραχθεί φωτογραφικά οι πίνακες, είναι σαν βιβλία με μεταφράσεις ποίησης; Μήπως εγείρουν από κάθε άποψη ζήτημα μεταφρασιμότητας; Μια τέτοια προσέγγιση θα τα μετέθετε ευθέως πια στο δικό μου πεδίο, της γραφής και της ανάγνωσης… Στα Προλεγόμενα του βιβλίου, υπό τον τίτλο Μετασχηματισμοί, ο συνεργάτης (αραιά και πού) αυτών των σελίδων Γιώργος Κοροπούλης θέτει, αν κατάλαβα καλά, μεταξύ άλλων, αυτό το ερώτημα. Επέλεξα, λοιπόν, να δημοσιεύσω εδώ ένα μεγάλο απόσπασμα του κειμένου του.
Μετασχηματισμοί
Τη δουλειά που συγκέντρωσε ο Αχιλλέας Χρηστίδης υπό τον τίτλο Ζωγραφική 2007-2009 δεν κατάφερα να τη δω – πώς να το πω; αν επρόκειτο για ποίημα, θα λέγαμε: «στο πρωτότυπο». Την είδα στο ομώνυμο βιβλίο που συνόδευε την έκθεση. Δεν είναι το ίδιο, ασφαλώς, αλλά, ακόμη και έτσι, θα μπορούσα να ελέγξω εξαρχής το ουσιώδες, όπως το ουσιώδες όσον αφορά ένα ποίημα το ελέγχεις, απ’ τη μια πλευρά του και σε μια (καλή, εννοείται) μετάφραση: Θα μπορούσα να θέσω υπό έλεγχο ξανά την πεποίθησή μου ότι ο Αχιλλέας έχει κάτι να πει.
Φυσικά, αυτό που έχεις να πεις είναι αξεχώριστο απ’ τον τρόπο με τον οποίο το λες – αφού αυτό που έχεις να πεις μπορεί και να είναι, όλο κι όλο, ο τρόπος που θα το πεις ακριβώς. Κι αν το λες έτσι που να το συλλαμβάνει η όρασή μου, πρέπει να μάθω «ν’ ακούω με τα μάτια μου» την παραμικρή υλική λεπτομέρεια. Αλλά και όσοι ερωτεύονται το ίδιο δεν κάνουν, ανεπιγνώστως αυτοί; «To hear with eyes belongs to love’s fine wit». Και δεν βασίζονται κι αυτοί τελικά σε μεταφράσεις κι αναπαραγωγές; Ό,τι ισχύει για την αγάπη χωρίς να το ψιλολογάει κανείς, θα ‘ταν γελοίο να το ψιλολογήσω όταν πρόκειται για τέχνη και μόνον. Άλλωστε, η ζωγραφική γεννήθηκε, λένε, όταν κάποιος συγκράτησε στον τοίχο τη σκιά της αγαπημένης του που θα έφευγε – απλώς τη σκιά…
Καθυστερώντας επί πολύ και δικαίως στο φορμαλιστικό πεδίο, εκτιμώντας βαθιά και δικαίως κάθε λογής ακραία πειράματα, είδα, μετά είκοσι έτη, τον κόσμο αυτόν να εκτοπίζεται από «λεπτά ομοιώματα», να φυλλορροεί – και στην ποίηση, στην πεζογραφία, εντέλει παντού, να επανέρχεται το απωθημένο «θέμα». Πρέπει κάτι να έχεις να πεις, αναπαλλοτρίωτα δικό σου, πιεστικό, απειλητικό, θελκτικό, που να αναδιατυπώνεται διαρκώς – μορφοποιημένο ήδη, κατ’ ανάγκην, και έμμονο σαν το βουητό του αχόρταγου Αχέροντα. Κι αυτό (το ότι κάποιος έχει κάτι να πει: τις αναμνήσεις από τη ζωή καθενός αναγνώστη ή θεατή της δουλειάς του ενδεχομένως), υπό κανονικές συνθήκες, εφόσον δηλαδή η καλλιεργημένη σου αίσθηση δεν έχει νοθευτεί λόγω της συρροής προσομοιώσεων και εμπορευμάτων που παρατηρείται παντού, γίνεται ακαριαία αντιληπτό όπως αντιλαμβάνεσαι ότι κάποιος στο τρένο σε κοιτάει και στρέφεσαι. Δεν σας έχει συμβεί; Απλώς, όταν πρόκειται για έργο τέχνης, στρέφεσαι σπάνια…
Διάβασα, λοιπόν, αυτό το «βιβλίο με μεταφράσεις» υπό τον τίτλο Ζωγραφική 2007-2009, δηλαδή το φυλλομέτρησα lento. Αποτυπώθηκε ακαριαία στο νου μου η έμμονη, μοναχική φιγούρα που υπήρχε παντού – και η διαβρωτική εντύπωση ερημίας και έντασης.
Εδώ λεγόταν κάτι αυθεντικό, βασανιστικό, επείγον, σχεδόν ανεικόνιστο: είχα να κάνω με ενεργειακό πεδίο μάλλον, που παρακολουθούσα τις διαδοχικές διαμορφώσεις του. Μου θύμισε, τηρουμένων όλων των αναλογιών, τα ποιήματα που έγραφε στο Βορονέζ ο εξόριστος Μαντελστάμ. Δεν πρόκειται κατ’ ουσίαν για λυρικές μονάδες, αλλά για στιγμιαίες μορφοποιήσεις ενός ιονισμένου πλάσματος, φτιαγμένου με φόβους και ήχους κι ερήμωση, καθώς ο Μαντελστάμ περιπλανιόταν στους δρόμους και μουρμουρίζοντας επαναλάμβανε ξανά και ξανά στον εαυτό του άλλοτε άλλο τετράστιχο, τελειοποιώντας το και απομνημονεύοντάς το μαζί, δουλεύοντας γλυπτικά τη μνήμη του, για να το υπαγορεύσει επιστρέφοντας, και να καταστρέψει τον γλυπτό του την άλλη μέρα ξαναδουλεύοντάς το, συνδέοντάς το με άλλα κι αλλιώς…
Στα δύο χρόνια που κύλησαν, κάθε εκκρεμότητα μετασχηματίστηκε· κι εντέλει, συναιρέθηκαν όλες· έτσι ώστε πηγαίνοντας να δω, αυτή τη φορά στο «πρωτότυπο», την καινούργια δουλειά του Αχιλλέα Χρηστίδη, Ζωγραφική 2009-2011, δεν ξέρω τι πήγα να ελέγξω ακριβώς. Θ’ ακουγόταν μελοδραματικό αν έλεγα ότι, από κάθε άποψη, πήγα να δω πώς και σε τι μετασχηματίστηκε η μοναχική φιγούρα, αφού και η ίδια η υφή της μοναξιάς μετασχηματίστηκε. […]
Στην καινούργια δουλειά του Αχιλλέα Χρηστίδη, αυτοί οι μετασχηματισμοί αποτυπώνονται με ακραία ενάργεια. Κάτω απ’ το ζώδιο των αποτρελαμένων άστρων της Αρλ, η μοναχική φιγούρα εμφανίζεται μια-δυο φορές, μες στο αδιαβάθμητο χιόνι – κι έπειτα απορροφάται στο ερημωμένο τοπίο, που, με τη σειρά, του, μετασχηματίζεται, αναδιαμορφώνεται ξανά και ξανά… Ναι, αλλά πάνω από τις απορφανισμένες παραλίες, τις μοναχικές πλαγιές, τα ακατοίκητα σπίτια, τα εγκαταλελειμμένα εργοστάσια ή στρατόπεδα, που θύμιζαν σε μένα Ασλάνογλου, μέσα σε εκτυφλωτικές περιδινήσεις χρωμάτων, σ’ έναν ίλιγγο υλικότητας (άγγιξα, ως μη όφειλα, μερικούς πίνακες: ήσαν τραχείς…), το άφαντο χέρι μιας μάνας μοιάζει να έριξε σπόρους -στον αέρα- και έπιασαν… Φτάνει! Δεν έχει νόημα να μεταφράσω τι είδα, μια και, από την άλλη πλευρά του, βρίσκεται όλο στις παρηχήσεις και τα ομοιοτέλευτα: δείτε το πρωτότυπο· το πολλαπλάσιας ισχύος ενεργειακό πεδίο, μες στο οποίο ξαναβρέθηκα, δεν αναπαράγεται με τίποτα εδώ. Και πώς θα μπορούσε άλλωστε; Ο Αχιλλέας Χρηστίδης είναι ζωγράφος – αυθεντικός: διαθέτει δηλαδή τρόπο δικό του κι αμεταγλώττιστο να καθιστά κοινοποιήσιμη μιαν εμπειρία που αφ’ ης στιγμής κοινοποιηθεί δεν είναι πια μόνο δική του.
Κι αυτό, το ανέκαθεν σπουδαίο, είναι τώρα πια πολλαπλά κρίσιμο […].