Του Κώστα Ν. Μπαραμπούτη*
Θα ήθελα να εκθέσω εδώ κάποιες σκέψεις που μου γεννήθηκαν κατά την ανάγνωση του Άμλετ στη λέσχη λογοτεχνίας της πόλης μου, του Αμάρυνθου Ευβοίας. Περιορίζομαι στην κεντρική ιδέα του έργου, δηλώνοντας εξ αρχής πως ο ερμηνευτικός πυρήνας της ανάγνωσής μου είναι η θυσιαστική θεωρία του Ρενέ Ζιράρ για το «εξιλαστήριο θύμα». Μια επιστημονική υπόθεση που στηρίζεται στην εθνολογική, ανθρωπολογική, θρησκειολογική κλπ ανάλυση των διαισθήσεων μεγάλων συγγραφέων, μεταξύ αυτών και του Σαίξπηρ.
Ο Άμλετ θεωρείται η τέταρτη από τις τραγωδίες του Σαίξπηρ. Είναι εμπνευσμένος από έναν μεσαιωνικό μύθο για έναν Δανό πρίγκιπα, που τον βασιλιά πατέρα του είχε δολοφονήσει ο αδερφός του για να σφετερισθεί τον θρόνο του. Όταν ο Σαίξπηρ έγραψε τον Άμλετ, πριν από τετρακόσια χρόνια, το αγγλικό κοινό βαρυνόταν από παρόμοιες αναμνήσεις από την πρόσφατη και απώτερη ιστορία του, με τη φαντασία του εξημμένη από τα φονικά με τα οποία οι διάφοροι μνηστήρες καταλάμβαναν την εξουσία. Κι έχουμε κατά νου πως το θέατρο είναι το κατ’ εξοχήν λογοτεχνικό είδος που επηρεάζεται και επηρεάζει την λαϊκή ψυχή. Όλοι θυμόμαστε πως οι δραματικοί αγώνες στην αρχαία Ελλάδα γίνονταν ενώπιον πλήθους θεατών που ψήφιζαν για να εκφράσουν τις προτιμήσεις τους. Παρόμοιο ήταν και το περιβάλλον του Σαίξπηρ. Όφειλε, επομένως, αφ’ ενός να ομιλεί στο πλήθος από την καρδιά του –τη δική του καρδιά– αφ’ ετέρου να λαμβάνει στα σοβαρά την ψυχή του θεατή. Σ’ αυτή την ψυχή απευθυνόταν επιδιώκοντας τη γιατρειά της, την κάθαρση των φοβερών και οικτρών συναισθημάτων που τη διακατέχουν.
Αν είναι σωστή η θεωρία του εξιλαστηρίου θύματος, τα παθήματα της ψυχής έχουν αρχέγονη την καταβολή τους, και είναι η βία, απότοκος της συγκρουσιακής μίμησης, η κύρια αιτία που τα προκαλεί. Από τη βία, λοιπόν, ξεκινάμε. Και ακολουθεί η εκδίκηση. Αν όμως η βία είναι η «μήτηρ της εκδικήσεως», η εκδίκηση, όπως κάθε καλή κόρη, φροντίζει να μοιάζει στη μητέρα της. Είναι και αυτή βία, ίδια και απαράλλαχτη: ένας επί πλέον κρίκος σε μια ατέρμονη αλυσίδα που μεταδίδεται προς όλες τις κατευθύνσεις και κυριολεκτικά καθίσταται η πιο επικίνδυνη ασθένεια για το ανθρώπινο γένος. Το αίμα που χύθηκε ζητάει εκδίκηση. Και όπως για τους μακρινούς προγόνους μας, έτσι και για μας τους σημερινούς, είναι τα αντίποινα, στην οποιαδήποτε εκδοχή τους, που συνιστούν την κωδικοποιημένη συμπεριφορά του ανθρώπου ως αυτόνομης μονάδας στην προσωπική και κοινωνική του ζωή. Με μια διαφορά. Στις διαπροσωπικές σχέσεις, φραγμούς στην εκδίκηση θέτει ο φόβος που επιβάλλει το θετό Δίκαιο – κατόρθωμα, οπωσδήποτε, του καϊνικού μας πολιτισμού. Υπάρχουν όμως και οι σχέσεις μεταξύ των κρατών και των μεγάλων συνασπισμών δύναμης. Εκεί είναι και πάλι ο φόβος που συγκρατεί τα πράγματα, αλλά είναι ένας άλλος φόβος. Είναι η ισορροπία τρόμου που επιβάλλουν οι επιστημονικές ανακαλύψεις. Φόβος που, αν και δεν έχει εμποδίσει τη θυσία εκατομμυρίων θυμάτων, τουλάχιστον έχει προς το παρόν αποτρέψει την εξαφάνιση του ανθρώπινου γένους.
Αυτά όλα, ο Σαίξπηρ, θα πρέπει να τα είχε στην καρδιά και το μυαλό του. Έτσι από τη μια μεριά, ως θεατρικός συγγραφέας, παραγωγός και ηθοποιός, συστοιχείται με το φορτίο που πίεζε τη λαϊκή ψυχή και που έπρεπε να εκτονωθεί. Από την άλλη ως πνευματικός άνθρωπος έβλεπε το αδιέξοδο της εκδίκησης και έπρεπε να αποφασίσει, αν όχι την καταγγελία της, μια αποστασιοποίηση από την κυριαρχία της, που είχε περίπου αναχθεί σε ηθικό νόμο με καθολική ισχύ. Διότι, αντίθετα προς τις ρητές οδηγίες του Ευαγγελικού λόγου, που είναι το να απέχει ο άνθρωπος από τον φαύλο κύκλο της εκδίκησης, οι χριστιανικές αρχές τον καιρό του Σαίξπηρ συμφωνούν με την αριστοκρατική ηθική της τιμής και της ιδιωτικής εκδίκησης. Πρόκειται γι’ αυτή τη διαστρεβλωμένη ερμηνεία του «λόγου της αγάπης», σύμφωνα με τα κοσμικά συμφέροντα της διοικούσας Εκκλησίας, που ο Ζιράρ ονομάζει θυσιαστική ερμηνεία των Ευαγγελίων.
Του Άμλετ έχουν προηγηθεί οι τραγωδίες «Τίτος Ανδρόνικος» και «Ιούλιος Καίσαρ». Στην πρώτη το εκδικητικό μένος εκδηλώνεται με τέτοια ένταση που οι διαδοχικοί φόνοι μεταφέρουν στον θεατή τον τρόμο, νιώθοντας ότι όπου νάναι έρχεται και η δική του σειρά. Ο Ιούλιος Καίσαρ είναι ο αποδιοπομπαίος τράγος μιας ιεραρχίας που ευρίσκεται σε διάλυση και ο συλλογικός φόνος του θα συντελέσει στην έναρξη ενός άλλου πολιτιστικού κύκλου. Τον Άμλετ διαπερνά μια ένταση, την οποία ήδη επισημάναμε παραπάνω. Ο Σαίξπηρ φτιάχνει ένα έργο με το οποίο, και την τραγική γνώση για την πορεία του κόσμου δεν αρνείται, ενώ από την άλλη αισθάνεται την ανάγκη να θέσει την πορεία αυτή υπό κρίση, αφού η πνευματική του θέση τον εμποδίζει, επαναλαμβάνουμε, να την αποδεχθεί. Βάζει, για παράδειγμα, τον νεαρό Άμλετ να μην εκμεταλλεύεται την ευκαιρία που του δίνεται να σκοτώσει τον αδελφοκτόνο θείο του, τον Κλαύδιο. Δικαιολογείται μάλιστα στον εαυτό του γι’ αυτή του την ψυχική αδυναμία με το αιτιολογικό πως αν ο Κλαύδιος πεθάνει την ώρα της προσευχής θα εξιλεωθεί από το Θεό για την πράξη του, και άρα η εκδίκηση θα είναι τελικά ατελής. Φαίνεται όμως έτσι πως ο Άμλετ αναγνωρίζει την απαγόρευση του φόνου από το θείο νόμο ακόμα και στην περίπτωση που ο φόνος συνιστά δίκαια τιμωρία – ο Θεός δεν εκδικείται. Συμμετρική, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε, είναι και η στάση του Κλαύδιου απέναντι στον νεαρό Άμλετ. Τα συναισθήματα του είναι αμφίσημα. Καταστρώνει σχέδια με το χαρακτηριστικό της αναβλητικότητας και ενοχλείται από την ερώτηση του Λαέρτη, γιατί δεν τιμωρήθηκε ο φόνος του πατέρα του. Παρ’ όλα αυτά στο τέλος ο Κλαύδιος και ο Άμλετ σκοτώνουν ο ένας τον άλλον.
Κρίνοντας από την κατάληξή του, το έργο μοιάζει να καταφάσκει στην εκδίκηση. Και έτσι έχει, πράγματι, διαβαστεί από πολλούς. Σαν μια τραγωδία της εκδίκησης, με όλες τις προδιαγραφές του είδους. Όμως, κατά τη γνώμη μου, υπάρχει ένα άλλο, ανώτερο επίπεδο ανάγνωσης του έργου, σύμφωνα με το οποίο ο Σαίξπηρ θέτει το ερώτημα για τα διηνεκή αντίποινα και τις συνέπειές τους στην κοινωνική ευταξία. Στους καιρούς βέβαια του Σαίξπηρ δεν υπήρχαν ακόμη τα μαζικά όπλα καταστροφής που προοιωνίζουν σήμερα ημέρες αποκαλύψεως. Και θα υπέθετε κανείς, πως ήταν αδύνατο οι σκέψεις ενός ποιητή να περιείχαν ιδέες προφητικές για την πορεία του κόσμου. Αλλά ο Σαίξπηρ ήταν μέγιστος ποιητής και το χάρισμα της ενόρασης που είναι προφητικό χάρισμα, καθόλου δεν πρέπει να αποκλείεται ότι το κατείχε.
Λέει ο Ρενέ Ζιράρ για τον Σαίξπηρ: «Ως αποφενακιστής ο Σαίξπηρ μάς έχει υπερβεί κατά πολύ». Εννοεί ότι η εμβέλεια των ιδεών του μας έχει προσφέρει το κατάλληλο εργαλείο να κατανοούμε τα βαθύτερα κίνητρα των πράξεων του σημερινού ανθρώπου. Αναγνωρίζει έτσι ο Ζιράρ τη συμβολή του Σαίξπηρ στη διατύπωση της θυσιαστικής του θεωρίας. Η αλήθεια βέβαια είναι πως ούτε ο Σαίξπηρ ούτε κανένας από τους τραγωδούς της αρχαίας Ελλάδας δεν υπέδειξε τον τρόπο για να ξεφύγει ο άνθρωπος από τον φαύλο κύκλο της βίας και της εκδίκησης. Εξαίρεση είναι ίσως η εκπληκτική δήλωση της Αντιγόνης, πως ο άνθρωπος γεννήθηκε όχι για να μισεί, αλλά για ν’ αγαπά. Κι αν θέλετε, η λύση του προβλήματος υποδεικνύεται καθαρά και ξάστερα στην «Επί του Όρους Ομιλία» του Ιησού Χριστού.
(*) Ο Κώστας Ν. Μπαραμπούτης είναι συγγραφέας του δίτομου έργου Η όγδοη ημέρα της Δημιουργίας (εκδ. Αρμός, 2014)