«Ο Τζόνι είναι άνεργος και ως άνεργος νιώθει περισσότερο αδικημένος από ποτέ. Απ’ τη μια του λένε πως καλά να πάθει για τις λάθος επιλογές του, απ’ την άλλη του ότι η κρίση είναι μια ευκαιρία και του προσφέρουν τις ίδιες επιλογές, αλλά με άλλο όνομα. Τον υποχρεώνουν στον ίδιο μονόδρομο που τούς έφτιαξε μεγάλα κέρδη και ξεπλένουν τη βρόμικη συνείδησή τους κατηγορώντας τον που έπεσε στις κακοτεχνίες. Υπάρχει φοβερή υποκρισία στις προθέσεις των αυτόκλητων σωτήρων».
Έχοντας δώσει ήδη αξιόλογα δείγματα γραφής με τη συλλογή διηγημάτων Έντεκα μικροί φόνοι, που περιλαμβάνουν ιστορίες εμπνευσμένες από κομμάτια του Nick Cave, η Βάσια Τζανακάρη επιστρέφει με Μια ιστορία αγάπης στην εποχή της κρίσης. Ένα μυθιστόρημα που θυμίζει road movie, αλλά είναι βαθιά πολιτικό. Η ανεργία που μαστίζει τη νεολαία είναι κατά κάποιον τρόπο ο αληθινός πρωταγωνιστής της ιστορίας. Μπορεί, άραγε, ο πιο μεγάλος έρωτας να τα βάλει μαζί της; Μπορούν δυο χαρισματικά παιδιά να βρουν το δρόμο τους, τη στιγμή που συναντάνε μόνο κλειστές πόρτες; Ένα μυθιστόρημα για το σήμερα και κριτική που προχωράει στο βάθος. Αναζητά τις αιτίες, αλλά είναι και ευρηματικό. Σε ταξιδεύει. Μοιάζει κατά βάθος απαισιόδοξο, αλλά σου δίνει και τα όπλα να προχωρήσεις. Τα όσα μας είπε η ίδια η συγγραφέας, εξηγούν πολύ καλύτερα τα όσα ακόμη θα μπορούσα να γράψω εδώ…
Διάβασα πως στην αρχή σκεφτόσουν οι ήρωες σου να είναι δυο αεροσυνοδοί -πραγματικά πρόσωπα- που σκοτώθηκαν σε αεροπορικό δυστύχημα, μόλις είχαν παντρευτεί. Τι σε ώθησε να τους κάνεις Έλληνες;
Πράγματι, η αρχική ιδέα τοποθετούσε τον Τζόνι και τη Λούλου στην Αμερική. Θα ήταν δύο αεροσυνοδοί που είχαν παντρευτεί και επιλέξει να ταξιδεύουν μαζί, ώσπου κάποια στιγμή είδαν ότι, αν και στον ουρανό, ζούσαν εγκλωβισμένοι. Και αποφάσισαν να κατέβουν στη γη σε ένα ιδιότυπο road trip. Στην πορεία, γράφοντας και σβήνοντας χιλιόμετρα, κατάλαβα ότι αυτοί οι λαϊκοί άγγελοι, απαλλαγμένοι από ουρανούς και πεμπτουσίες, υπήρχαν τελικά γύρω μου. Οι αντιδράσεις τους ήταν ανθρώπινες, οι συνήθειές τους καθημερινές. Ζούσαν τρομακτικά γεγονότα που τούς γείωναν συνεχώς και τα συζητούσαμε στις παρέες, διαπιστώνοντας πως ό,τι μας αλλάζει τη ζωή μπορεί να ξεκινάει από οπουδήποτε στον κόσμο αλλά καταλήγει εδώ, σ’ αυτήν την πόλη που ζούμε. Κάθε ιστορία που άκουγα, κάθε σκέψη που έκανα, το καθημερινό βίωμα που γίνεται υλικό στα χέρια ενός συγγραφέα, όπως το μάρμαρο στα χέρια ενός γλύπτη, έβρισκε τη θέση της στη ζωή του Τζόνι και της Λούλου και τους έδινε μορφή σε μέρη οικεία. Μπορεί να φωνάζουν τη Λούλου έτσι από έναν αμερικάνικο δίσκο που άρεσε στην μητέρα της, αλλά το πραγματικό της όνομα είναι Αγγελική. Με αυτό το όνομα την απολύουν. Η πραγματικότητα, λοιπόν, προσγειώνει αναγκαστικά τους ήρωές μου. Βγαίνουν εκτός πορείας. Γίνονται Έλληνες γιατί, αντίθετα με τους Αμερικανούς φίλους τους, τους είναι πιο έντονη η επιθυμία τώρα να πετάξουν.
Η ιστορία σου τοποθετείται μέσα στην κρίση. Το τραγικό νούμερο των 811.000 ανέργων γίνεται σε σένα πρόσωπο. Η Λούλου. Αλλά και ο Τζόνι είναι ένας καλλιτέχνης «ελαστικά εργαζόμενος». Μπορεί ο έρωτας να νικήσει τη φθορά που έρχεται απ’ έξω, αλλά τελικά εσωτερικεύεται;
Οι αντίθετες πορείες υπάρχουν παντού μέσα στο βιβλίο. Για κάθε μία που ο Τζόνι και η Λούλου διαλέγουν και ακολουθούν μοιάζει να ζουν ταυτόχρονα και την αντίθετή της. Τρέχουν στην εθνική και ο ήλιος δύει στο καθρεφτάκι του αυτοκινήτου. Μέλλον-παρελθόν, έξω-μέσα, δημιουργικότητα-φθορά. Καταλαβαίνουμε τη δύναμη του έρωτά τους από τη διάρκειά του στα πρώτα, με την έννοια που λένε οι Άγγλοι το enduring και την αντίστασή του στα δεύτερα, αντίσταση με κάθε έννοια. Βέβαια, ο έρωτας δεν νικάει πάντα. Στην Κάλπικη λίρα των ’50s που μάς απειλούν ότι θα γυρίσουμε οικονομικά, ο έρωτας των δύο νέων δεν άντεξε. Πάντα, όμως, κάτι μένει που είναι άφθαρτο, ένα πορτρέτο, μια ιδέα, ένα ταξίδι, κάτι που κοιτάει στο μέλλον, ξανοίγεται, δημιουργεί. Ο Τζόνι και η Λούλου δεν ορκίστηκαν στο ευρώ που κινδυνεύει να γίνει η κάλπικη λίρα της γενιάς μας. Ο μοναδικός όρκος που παίρνουν μαζί στο βιβλίο είναι ότι θα κρατούν ο ένας το χέρι του άλλου, για πάντα. Όλοι μπορούν να υπάρξουν ερωτευμένοι, ασυμβίβαστοι. Το πραγματικό ερώτημα είναι για πόσο και με τι τίμημα.
Ένιωσα πραγματική αγαλλίαση όταν διάβασα τις σελίδες σου για τα free press και την οργή του Τζόνι για τους «Anergistas». Επιτέλους, κάποιος βάζει τα πράγματα στη θέση τους. Η κριτική σου προς το σύστημα και ειδικά το εκδοτικό είναι πολύ αιχμηρή. Ξεκινάς από δική σου εμπειρία;
Ναι. Αλλά δεν χρειάζεται κανείς να έχει ιδία εμπειρία για να καταλάβει πώς λειτουργεί ο χώρος του Τύπου. Η ανεργία είναι ένα αγαπημένο θέμα για το εκδοτικό κατεστημένο. Μόνο που γεμίζει τις σελίδες με τρόπο ώστε ο ίδιος ο άνεργος να μην αναγνωρίζει τον εαυτό του εκεί μέσα. Παραμένει ένα νούμερο, ακόμα και στις αγγελίες. Ο Τζόνι είναι άνεργος και ως άνεργος νιώθει περισσότερο αδικημένος από ποτέ. Απ’ τη μια του λένε πως καλά να πάθει για τις λάθος επιλογές του, απ’ την άλλη του λένε ότι η κρίση είναι μια ευκαιρία και του προσφέρουν τις ίδιες επιλογές με άλλο όνομα. Τον υποχρεώνουν στον ίδιο μονόδρομο που τους έφτιαξε μεγάλα κέρδη και ξεπλένουν τη βρόμικη συνείδησή τους κατηγορώντας τον που έπεσε στις κακοτεχνίες. Υπάρχει φοβερή υποκρισία στις προθέσεις των αυτόκλητων σωτήρων.
Θεωρείς ότι κάνεις ένα είδος «στρατευμένης» λογοτεχνίας;
Όχι. Η Ιωσηφίνα θα άκουγε τον Ναπολέοντα να λέει ότι στην τέχνη του πολέμου «οι λέξεις είναι τα πάντα» και ότι «ο πόλεμος είναι υπόθεση γνώσης» και θα καταλάβαινε ότι στρατός και βιβλία μοιάζουν. Δεν μπορείς, επομένως, να είσαι στρατευμένος και στα δύο ταυτόχρονα. Εξάλλου, στον στρατό πρώτα πολεμάς και μετά αφηγείσαι. Στο βιβλίο πρώτα αφηγείσαι και μετά πολεμάς. Και τα βιβλία διαρκούν περισσότερο. Εκεί είμαι εγώ.
Μουσική, βιβλία και κινηματογράφος. Ποια ήταν η πρώτη ύλη για να πλάσεις τους ήρωές σου. Ποιες οι επιρροές;
Όλα όσα αναφέρεις. Μου αρέσει πολύ η αμερικανική λογοτεχνία, ο Στάινμπεκ, ο Κέρουακ, ο Πόε, μου αρέσει η ελληνική λογοτεχνία, οι παλιοί και οι νέοι, ο Βενέζης, ο Καραγάτσης, ο Ξανθούλης, ο Ραπτόπουλος. Λατρεύω το σινεμά, τα road movies, αμερικανικό και ευρωπαϊκό κινηματογράφο, και φυσικά τη μουσική. Όταν έφτιαχνα τους ήρωες είχα στο μυαλό μου φυσιογνωμίες από το χώρο του ροκ. Θα ελευθερωθούν στο επόμενο βιβλίο μου!
Νομίζω πως είσαι κι η ίδια ερωτευμένη με την Κωνσταντινούπολη. Τι είναι αυτό που την κάνει ξεχωριστή για σένα;
Πάντα πίστευα ότι δεν θα μου αρέσει πόλη περισσότερο από το Λονδίνο μέχρι που ταξίδεψα στην Κωνσταντινούπολη. Μπορώ να σου πω απαριθμήσω όλα τα κλισέ περί Ανατολής και Δύσης, που είναι όμως πέρα για πέρα αληθινά. Μακρυμάλληδες με μπλουζάκια System Of A Down κάτω από το βλέμμα του Κεμάλ, η φωνή του μουεζίνη πάνω από το Live των Raveonettes, κορίτσια με Αll-Star που λένε τον καφέ δίπλα σε θαμώνες που δεν νιώθουν άβολα διαβάζοντας μόνοι τους το βιβλίο τους με ένα τσάι, τα φαγητά που μού θύμισαν αυτά της Μικρασιάτισσας γιαγιάς μου, τα παγωμένα νερά στα περίπτερα, μια οικειότητα που δεν σε πνίγει κι ας ξυπνάει τόσες αισθήσεις, η μοναδική γεωγραφία της, το ότι καταφέρνει να ισορροπεί στο χάος. Είμαι ερωτευμένη, πράγματι, με την Κωνσταντινούπολη, γιατί μοιάζει σαν σχέση που υπήρχε από πάντα.
Πώς βλέπεις το κίνημα των Αγανακτισμένων; Ο Τζόνι και η Λούλου θα μπορούσαν να βρίσκονται στην Πλατεία Συντάγματος;
Είχα διαβάσει κάποτε για μια σοβαρή παιδική διαταραχή. Τα παιδιά που την έχουν, δεν αισθάνονται πόνο. Αυτό έχει ως συνέπεια να προκαλούν άθελά τους σοβαρούς τραυματισμούς δαγκώνοντας τη γλώσσα τους, τρίβοντας τα μάτια τους, πέφτοντας. Μου κάνει εντύπωση που πολλοί ενοχλούνται από τις αντιδράσεις των ανθρώπων απέναντι στο Μνημόνιο. Η αντίδραση είναι μια υγιής πράξη. Από έναν που δεν υπήρξε ποτέ άνεργος δεν απαιτώ να νιώσει τον πόνο που φέρνει η ανεργία. Αν, όμως, είναι άνεργος και δεν νιώθει τίποτα, στο τέλος ούτε να μιλήσει θα μπορεί ούτε να δει. Η αντίδραση σού ανοίγει τα μάτια, αλλά δεν αλλάζει την εικόνα. Για να αλλάξει αυτή χρειάζεται οργάνωση και ηγεσία και να ‘χεις κάτσει να διαβάσεις αντί να πας να ανακαλύψεις τον τροχό της πολιτικής. Όσοι θα μπορούσαν να αναλάβουν αυτόν το ρόλο, είτε έχουν φύγει έξω είτε έχουν μείνει εδώ εγκλωβισμένοι στην κατάθλιψη των χημικών. Ο Τζόνι και η Λούλου πέρασαν κάποια στιγμή από το Σύνταγμα και κάποιοι τούς έδιωξαν. Για την ακρίβεια, τους είπαν βολεμένους επειδή ξεκινούσαν το ταξίδι τους στην Κωνσταντινούπολη.