Το μεγαλύτερο δράμα της κοινωνίας μας συμβαίνει δίπλα μας, στην πίσω αυλή μας, στη σκοτεινή πίσω αυλή μας. Είναι οι εκατοντάδες αυτοκτονίες, η ραγδαία αύξηση της ενδοοικογενειακής βίας, τα «πεταμένα» βρέφη, τα παιδιά στις ουσίες και οι εξαρτήσεις, η καθημερινή επιθετικότητα, η διαρκής επίκριση όλων εναντίον όλων, ο διάχυτος κοινωνικός θυμός, η εκτόξευση της κατανάλωσης ψυχοφαρμάκων, η ταχύτατη γήρανση του πληθυσμού και ο ξενιτεμός των νέων, η πλήρης αποικιοποίηση και λεηλασία της χώρας. Με μια κουβέντα, το μεγαλύτερο δράμα της κοινωνίας μας είναι ότι αυτή δεν λειτουργεί. Δεν λειτουργεί, πλέον, έστω με τους όρους μιας αστικής δημοκρατίας δυτικού τύπου, αν λειτούργησε και ποτέ.
Απ’ την απογοήτευση στον κυνισμό
Όλα αυτά τα μικρά και μεγάλα εγκλήματα συμβαίνουν και οι περισσότεροι από μας σαν κάπως να μην ξέρουμε, δεν θέλουμε να ξέρουμε ή ίσως και να μην μας νοιάζει πια. Η συλλογική ματαίωση έχει σκεπάσει την ψυχική γεωγραφία μας. Απ’ την απογοήτευση στον κυνισμό και στην λοιδορία του Άλλου, τέσσερα μνημόνια δρόμος, αν μ’ εννοείς.
Ξέρω πως σαν λαός δεν είμαστε τίποτα τέρατα και πως δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που συνδράμαμε άλλους λαούς όταν βρέθηκαν μπροστά σε φυσικές ή άλλες καταστροφές. Αρκεί και μόνο η έμπρακτη αλληλεγγύη που επέδειξαν εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες προς τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, όσο κι αν αυτή αμαυρώνεται από τις ρατσιστικές συμπεριφορές μερικών που έκαναν την ψυχοπαθολογία τους ιδεολογία. Ακόμη και σήμερα, είμαστε ένας λαός που παρά την τεράστια γλωσσική του κληρονομιά δεν έχει μια δικιά του, ελληνική, λέξη για την έννοια του ρατσισμού. Με δάνεια πορευόμαστε, ευτυχώς σ’ αυτή την περίπτωση. Και αφήνω στην άκρη το παλαιότερο ήθος αντίστασης του Λαού μας.
Δείχνουν όλα αυτά μια κοινωνία με αξίες, παρά τους όποιους συντηρητικούς κλαυθμούς και οδυρμούς για την «απώλεια των αξιών». Και ανακύπτει, έτσι, το ερώτημα: πώς γίνεται αυτή η κοινωνία να ζει τόσο χρόνια με αυτό το δράμα στην πίσω αυλή της; Και όσο κι αν δεν νιώθει καλά με τον εαυτό της μοιάζει να μην έχει και καμιά σοβαρή ηθική δυσκολία στην αποδοχή και στη διαιώνιση της κατάστασης αυτής. Πώς είναι δυνατόν να είναι σχεδόν όλοι πεισμένοι ότι αυτή η κατάσταση είναι αμετάκλητη; Πώς μπορούμε να ζούμε ήσυχοι με όλο αυτό και να συνεχίζουμε χωρίς αντίσταση;
Ίσως να στεναχωρηθούν οι μαρξιστές φίλοι μου, αλλά νομίζω ότι η πρώτη αιτία δεν μπορεί παρά να αναφέρεται στον προκαπιταλιστικό τρόπο κοινωνικής μας συγκρότησης. Σ’ αυτόν τον χρόνιο «υβριδικό φεουδαλισμό» που διαβρώνει απ’ άκρη σ’ άκρη κάθε πεδίο-επίπεδο του ελληνικού χώρου. Φεουδαλισμό, με την έννοια ότι όλοι σχεδόν είναι υποχρεωμένοι να εντάσσονται σε κάποιο φέουδο –πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό, εργασιακό, κομματικό, δικαστικό, δημοσιογραφικό, ακαδημαϊκό, εκκλησιαστικό ή ακόμη και οικογενειακό και ούτω καθ’ εξής– παρέχοντας στον αρμόδιο φεουδάρχη την υποτέλεια τους προκειμένου να απολαμβάνουν την προστασία του. Λες και η χώρα προσδοκεί ακόμη μια κάποια αστική επανάσταση.
Όταν η παρακμή εισβάλλει από παντού, το να μισείς το χώμα που πατάς επειδή δεν είναι από τσιμέντο, ισοδυναμεί με μια αρχιτεκτονική αυτοχειρίας. Για όλα φταίει το σεμεδάκι της μάνας σου που σου κρύβει την οθόνη, η τηλεόραση για τίποτα
Η εθνική μας μειονεξία
Αλλά αυτό, το κορυφαίο μας πολιτικό ζήτημα, είναι μόνο η μία όψη του νομίσματος. Γιατί ταυτόχρονα συντρέχουν, μάλλον, δύο ακόμη κοινωνικοί μηχανισμοί που απαιτούνται για να ερμηνεύσουμε τη σιωπηλή πίσω αυλή μας. Η βαρύτατη συλλογική ενοχοποίηση, για την οποία έχει ήδη πει πολλά ο Πάγκαλος και πολλοί άλλοι, αλλά και η χρόνια εδραιωμένη εθνική μας μειονεξία. Λάθος έκανε ο ποιητής Φ. Γράψας, δεν είναι η εθνική μας μοναξιά, η εθνική μας μειονεξία είναι. Καλλιεργημένη στο θερμοκήπιο της ελληνικής οικογένειας, της γεμάτης φόβο, προκαταλήψεις, στερεότυπα και ανασφάλεια. Εκεί, στην μεταπολιτευτική ελληνική οικογένεια, πολλά θυμωμένα παιδιά εκπαιδεύτηκαν να πιστεύουν πως λέγοντας «όχι» σε οτιδήποτε ελληνικό, έλεγαν «ναι» στην πρόοδο. Λέγοντας «όχι» σε οτιδήποτε ελληνικό, έλεγαν «όχι» στην όποια εξουσία. Άλλοι πάλι, επειδή δεν το άντεχε η ψυχή τους ή επειδή «απαγορεύονταν» να μισήσουνε την μάνα και τον πατέρα τους, μετέθεσαν αυτά τα συναισθήματα τους –με την ψυχοδυναμική σημασία του όρου– ενάντια στην κοινωνία και στον τόπο τους, μετουσιώνοντας, δήθεν, τις ανεπίτρεπτες αυτές ορμές σε κοινωνικούς στόχους «αναρχίας» ή «επανάστασης».
Κούνια που μας κούναγε. Γιατί έμελλε ακριβώς αυτό το μίσος ενάντια σε οτιδήποτε ελληνικό, ο ορισμός δηλαδή της μετάθεσης ως αμυντικού μηχανισμού του Εγώ, να φτάσει στην εξουσία εκπληρώνοντας τον «διεθνιστικό» στόχο του, που δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια παλινδρόμηση στις εφηβικές παρορμήσεις ενάντια στην καταπιεστική μάνα και στον απόντα, Πασόκο, πατέρα του. Έτσι κι αλλιώς κάθε «σοβαρή» χώρα έχει τον Γιόσκα Φίσερ της, τον Ντανιέλ Κον Μπεντίτ της και τον Μπερνάρ Κουσνέρ της, για να επιβεβαιώνουν το λαϊκώς ρηθέν «που είσαι νιότη που ‘λεγες πως θα γινόμουν άλλος». Όμως οι χώρες της περιφέρειας του καπιταλισμού δεν έχουν χώρο, ούτε και χρόνο, για τέτοιες πολυτέλειες. Όταν η παρακμή εισβάλλει από παντού, το να μισείς το χώμα που πατάς επειδή δεν είναι από τσιμέντο, ισοδυναμεί με μια αρχιτεκτονική αυτοχειρίας. Για όλα φταίει το σεμεδάκι της μάνας σου που σου κρύβει την οθόνη, η τηλεόραση για τίποτα. Ψυχοθεραπευτικά μπορούμε να κατανοήσουμε τον αβάσταχτο ψυχικό πόνο, αλλά αυτό απαιτεί λύση σε ατομικό επίπεδο και δεν μπορεί να αποτελεί πολιτική-κοινωνική θέση.
Μπορεί να μοιάζει αιρετικό, αλλά οκτώ χρόνια μνημονίων δεν εξέθρεψαν κανένα αυγό του φασιστικού φιδιού. Απλά, οκτώ χρόνια πριν γεννήθηκε ένας πιτσιρικάς που μισεί αυτό που είναι. Δεν γουστάρει να είναι. Θέλει να μην είναι κανείς. Κανείς, εκτός απ’ αυτόν τον ίδιο που ξέρει την «αλήθεια». Είναι αυτός που σαράντα μεταπολιτευτικά χρόνια έμενε προστατευμένος στο ναρκισσιστικό αμνιακό υγρό που του πρόσφερε η κοινωνία μας, συνδεμένος με τον ομφάλιο λώρο ενός κράτους τροφού. Είναι ο ίδιος, αυτός, που με τις εφηβικές παλινδρομήσεις του κλείνει τα μάτια μπροστά στην ολιγαρχία που παριστάνει τη «δημοκρατία», είναι αυτός που ταυτίζει την ολιγαρχία με τον τόπο και την πατρίδα –στην ολιγαρχία της περίκλειστης οικογένειας μεγάλωσε άλλωστε και μ’ αυτή νιώθει οικειότητα– είναι αυτός, ο δήθεν ριζοσπάστης, που ξεριζώνει την ίδια τη ρίζα του γιατί «αυτή φταίει για όλα». Είναι αυτός που σιχαίνεται τη μάνα του μα δεν αντέχει να της το πει. Προτιμάει να σιχαίνεται το χωριό του. Προτιμάει να δηλώσει οτιδήποτε άλλο, Ευρωπαίος, «διεθνιστής», «αντιφά», ακόμη και «Μακεδόνας», αρκεί να ξεφορτωθεί από πάνω του ετούτο το ελληνικό διαόλεμα. Να ξεπλυθεί από τη ρετσινιά. Και είναι η ίδια αυτή μειονεξία που γεννάει και τον φασισμό σαν υπεραναπλήρωση της, όπως ακριβώς οι παραληρηματικές ιδέες μεγαλείου λειτουργούν για να ανακουφίσουν το μειονεκτικό υπόβαθρο της διαταραχής.
Έχουμε βρεθεί μπροστά στα διλήμματα της πιο σύγχρονης κοινωνικής μηχανικής: ή είσαι με το ΝΑΤΟ ή είσαι φασίστας, ή είσαι με τον Μπουτάρη ή είσαι φασίστας, ή είσαι μαζί μας ή είσαι φασίστας. Είναι σαν να ζούμε τον Μακαρθισμό αλλά από την ανάποδη και στη θέση των μαγισσών της αντικομμουνιστικής υστερίας είναι τώρα ο αντι-φασισμός. Οφείλουμε όλοι, ανά πάσα στιγμή ,να αποδεικνύουμε ότι δεν είμαστε φασίστες! Δηλαδή να δηλώνουμε υποταγή στις κυρίαρχες αντιλήψεις της μετανεωτερικότητας
Ο Μακαρθισμός του αντι-φασισμού
Κι όταν η ολιγαρχία θα γεννήσει μέσα από τα ελλείμματα της τον φασισμό, αυτός ο χρήσιμος ηλίθιος θα βρει τη νομιμοποιητική βάση της ψυχοπαθολογίας του, ταυτίζοντας ό,τι ελληνικό με τον φασισμό. Από κοντά κι ο άλλος, που θα χλευάσει τα –σύμφωνα με τα fakenews της Καθημερινής– «αγιασμένα στυλό» των πανελληνίων εξετάσεων, αλλά δεν θα βγάλει τσιμουδιά για την άθλια και αγχογόνο παραπαιδεία που τις συνοδεύει. Το σύστημα πετάει τη μπάλα στην εξέδρα του φαντασιακού κι εκείνος θα χοροπηδάει να καταγγείλει τον μπαμπούλα, παρέχοντας τη συναίνεση του στις πιο άθλιες επιλογές της φεουδαρχίας που παριστάνει τη μοντέρνα ευρωπαϊκή αστική τάξη. Κάπως έτσι βρεθήκαμε μπροστά στα διλήμματα της πιο σύγχρονης κοινωνικής μηχανικής: ή είσαι με το ΝΑΤΟ ή είσαι φασίστας, ή είσαι με τον Μπουτάρη ή είσαι φασίστας, ή είσαι μαζί μας ή είσαι φασίστας. Είναι σαν να ζούμε τον Μακαρθισμό αλλά από την ανάποδη και στη θέση των μαγισσών της αντικομμουνιστικής υστερίας είναι τώρα ο αντι-φασισμός. Οφείλουμε όλοι, ανά πάσα στιγμή ,να αποδεικνύουμε ότι δεν είμαστε φασίστες! Δηλαδή να δηλώνουμε υποταγή στις κυρίαρχες αντιλήψεις της μετανεωτερικότητας. Και δεν είναι ανάγκη να είναι κανείς συνωμοσιολόγος για να παρατηρήσει ότι η ίδια αυτή μανιχαϊκή λογική χρησιμοποιήθηκε για να νομιμοποιηθούν οι διάφορες επεμβάσεις της Αυτοκρατορίας ενάντια στους δικτάτορες και φασίστες που δεν υπάκουσαν στα κελεύσματα της. Παραφράζοντας τον Μάνο Χατζηδάκι, μπορούμε σήμερα να συμπληρώσουμε ότι ο διεθνισμός μερικών έχει τόση σχέση με τον διεθνισμό, όσο σχέση μπορεί να έχουν μαζί του τα βλήματα από τα αεροσκάφη της διεθνούς συμμαχίας που συμμετείχαν στον βομβαρδισμό της Γιουγκοσλαβίας ή της Λιβύης ή της Συρίας μόλις χθες κυριολεκτικά.
Να γίνει ο καρπός γλυκός
Ξέρω καλά ότι πολλοί πιαστήκαμε στα πράσα κάποιας προόδου που παλεύει ακόμη ενάντια στο παπαδαριό και σε μια σέχτα ακροδεξιών, θεωρώντας πως αυτό είναι το πρόβλημα της χώρας, λησμονώντας πως ο αντικληρικαλισμός και η αστική δημοκρατία είναι αστικά, προκαπιταλιστικά, αιτήματα.
Αλλά νομίζω πως το πιο εφιαλτικό είναι ότι πολλοί της γενιάς μου θεώρησαν ότι πρόοδος είναι οι πολλοί καρποί, ανυποψίαστοι πως η δικιά μας παράδοση, η ελληνική, όριζε, με τον τρόπο της, πως πρόοδος είναι να ‘χει ο καρπός λιγότερο πικρή γεύση απ’ τον σπόρο.
Οπότε, για δοκίμασε γεύση από γύρω σου και πες μου… Αν και δυστυχώς φοβάμαι πως ακόμη δεν γευτήκαμε πλήρως τους καρπούς μας, αν δεν δούμε για τα καλά τι θα κάνουμε μ’ αυτό το πικρό δέντρο που φύτρωσε μέσα στο «χαμένο κέντρο» μας και απλώνει τα κλαδιά του να μας εξαφανίσει από την Ιστορία. Είναι ένα δέντρο στην πίσω αυλή μας που δεν χωνεύει το χώμα του και υπάρχει μεγάλος κίνδυνος το χώμα αυτό να μας ξεράσει όλους μαζί.