Ένα σύντομο αλλά ενδιαφέρον σημείωμα του Διευθυντή της Καθημερινής κ. Αλέξη Παπαχελά (10/4/2022) αποτελεί αφορμή για να εκθέσω ορισμένες εκτιμήσεις για τον γενικό προσανατολισμό της χώρας στη νέα φάση που έχουμε εισέλθει. Πριν όμως εκτεθούν οι απόψεις και οι εκτιμήσεις αυτές, είναι καλό να παρατεθεί και να διαβαστεί ολόκληρο το σημείωμα του κ. Παπαχελά:
Συμμαχίες και συμφέροντα
Ξεκινάμε µε δύο βασικές παραδοχές. Η Ελλάδα δεν είναι μια τυπική βορειο- ή κεντρο-ευρωπαϊκή χώρα. Δεν το λέμε ούτε για κακό ούτε για καλό. Απλά δεν είναι. Το γιατί δεν έχει μεγάλη σημασία και, εν πάση περιπτώσει, είναι ζήτημα που πρέπει να λύσουν οι ιστορικοί, διότι δεν προέκυψε χθες… Οι εταίροι και σύμμαχοι δεν το καταλαβαίνουν και αυτό είναι πρόβλημα, διότι (α) δυσκολεύονται να ερμηνεύσουν τις αντιδράσεις μας και (β) έχουν ανεδαφικές προσδοκίες. Το πώς αντιδρούμε, το με τι θυμώνουμε, το πώς βλέπουμε τη Δύση ή τη Ρωσία τούς παραξενεύουν. Μπερδεύονται για το αν είμαστε μια «ανατολική χώρα που ανήκει στη Δύση», όπως σχολίασε πρόσφατα ένας Κινέζος φίλος, ή «μια δυτική χώρα κοντά στην Ανατολή».
Η δεύτερη παραδοχή έχει να κάνει με το τι είναι σημαντικό για εμάς. Οι χώρες που έχουν ανοικτά και ζωτικά προβλήματα στη γειτονιά τους αντιμετωπίζουν τις συμμαχίες τους μέσα από την ανάγκη της επιβίωσης. Να το πούμε διαφορετικά, αλλιώς βλέπει το Ισραήλ τις συμμαχίες του και αλλιώς η Ολλανδία. Για το Ισραήλ θεμιτό είναι ό,τι ενισχύει τα συμφέροντά του και το προστατεύει απέναντι στις απειλές που έχει απέναντί του. Το βλέπουμε ακόμη και τώρα, στο πώς αντιμετωπίζει τις ΗΠΑ και την κρίση στην Ουκρανία.
Η Ελλάδα «εξαργύρωσε» την ιδιαιτερότητα και τη διαφορετικότητά της στο παρελθόν. Βγήκε, για παράδειγμα, από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μέσα σε έναν ασύλληπτο διχασμό, με ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας έτοιμο να διαλέξει την άλλη πλευρά του «φράχτη». Αυτό δεν συνέβη λόγω της γεωπολιτικής μας θέσης, επειδή η Μόσχα δεν μας ήθελε στο δικό της στρατόπεδο και η Δύση ήθελε την Ελλάδα κομμάτι της. Όλο αυτό «εξαργυρώθηκε» με μια μεγάλη δόση εξάρτησης, αλλά και ένα οικονομικό πρόγραμμα-μαμούθ που βοήθησε την ανάπτυξη της χώρας. Ο Ψυχρός Πόλεμος είχε βαρύ κόστος για ένα κομμάτι της κοινωνίας, έφερε όμως και ανταλλάγματα.
Τώρα μπαίνουμε σε έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο. Πολύ διαφορετικό, ασφαλώς. Πολλά έχουν αλλάξει από τότε. Κανείς, μα απολύτως κανείς δεν πρέπει και δεν μπορεί να δεχθεί την εξάρτηση εκείνης της περιόδου. Από κανέναν και με κανένα αντάλλαγμα. Ούτε η έννοια μιας απόλυτα μονοδιάστατης εξωτερικής πολιτικής μπορεί και πρέπει να είναι αποδεκτή. Δεν ήταν άλλωστε ποτέ, ούτε στην καρδιά του Ψυχρού Πολέμου.
Η Ελλάδα θα διαπραγματευθεί τη θέση της και κάποια ανταλλάγματα στο νέο περιβάλλον που ξημερώνει. Πρέπει να είναι στο τραπέζι που θα στηθεί την επόμενη ημέρα, διεκδικώντας ανταλλάγματα σε όλους τους τομείς.
Δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να φτάνει στα άκρα για να αποδείξει τη νομιμοφροσύνη της, ούτε να δικαιολογείται γιατί είναι… διαφορετική. Έχει, άλλωστε, ευθύνη ένα μέρος της δυτικής ηγεσίας για ένα ποσοστό του σημερινού αντιδυτικισμού. Η δαιμονοποίηση του «τεμπέλη Έλληνα» στη διάρκεια της κρίσης κόστισε και κοστίζει.
Είπαμε όμως, η Ελλάδα και οι δυτικές ηγεσίες χάνονται συχνά στη μετάφραση. Ένας Ευρωπαίος πολιτικός ανησύχησε πρόσφατα όταν κάποιος του είπε για τις παράδοξες ελληνικές αντιδράσεις στην κρίση της Ουκρανίας και την πιθανότητα να ξαναπεράσει κάποια στιγμή η χώρα περίοδο πολιτικής αστάθειας. «Μα νόμιζα τους λύσαμε το πρόβλημα του χρέους και έχουν μπει πια σε ένα δρόμο», σχολίασε. Αναρωτιέμαι ποιος του είπε ότι είμαστε μια βαρετή ή προβλέψιμη χώρα.
Η Ελλάδα ως μη τυπική χώρα και με ειδική θέση ανάμεσα σε Δύση και Ανατολή
Η νέα φάση που εγκαινίασε ο πόλεμος στην Ουκρανία, και ιδιαίτερα ο τρόπος εμπλοκής της Ελλάδας σε πλήρη ευθυγράμμιση με το στρατόπεδο της Δύσης υπό την εποπτεία ΗΠΑ και ΝΑΤΟ, εγείρει επιφυλάξεις ακόμα και μέσα στους υποστηρικτές της Δύσης στη χώρα μας, και σε όσους υπηρέτησαν από πολλές θέσεις ένα σύστημα εξάρτησης που αποτέλεσε –όπως υποστηρίζει ο κ. Παπαχελάς– το τίμημα ξεπεράσματος του χάσματος που προκάλεσε η δεκαετία του 1940-50, και ειδικά ο εμφύλιος πόλεμος (1946-49). Φαίνεται ότι ο κ. Παπαχελάς θεωρεί ξεπερασμένο το είδος της εξάρτησης (σωστότερα, της αμερικανοκρατίας) που κυριάρχησε τουλάχιστον μέχρι το 1974, όπως και ότι ρίχνει ορισμένες ευθύνες στις ηγεσίες της Δύσης (χωρίς να κατονομάζονται οι ΗΠΑ, η Ε.Ε. και η Γερμανία) για κάποιον αναπτυσσόμενο «αντιδυτικισμό» στην ελληνική κοινωνία. Μάλιστα διαφαίνεται η ανησυχία του κ. Παπαχελά για μια αναβίωση μιας μονοσήμαντης και απόλυτης εξάρτησης παλαιάς κοπής που υπερφαλαγγίζει την αναγκαία «πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική» εντός των συμμαχικών πλαισίων. Υποστηρίζει μάλιστα ότι δεν χρειάζεται τόση υπερβολή όση δείχνει η κυβέρνηση Μητσοτάκη, αλλά και η πλειοψηφία των οικονομικών ελίτ, ώστε να φθάνουμε στα άκρα για να αποδείξουμε τη νομιμοφροσύνη μας προς τα συμμαχικά κέντρα. Στο τέλος μάλιστα του σημειώματος φαίνεται να ανησυχεί μήπως η ακραία ΝΑΤΟφροσύνη οδηγήσει σε μια ακόμα πολιτική αστάθεια, αφού δεν είμαστε μια «βαρετή ή προβλέψιμη χώρα». Επομένως μέχρις εδώ έχουμε μια σοβαρή κατάθεση επιφυλάξεων και ανησυχιών για την ακολουθούμενη πολιτική. Μάλιστα αυτές φαίνεται ότι αντανακλούν προβληματισμούς που υπάρχουν εντός του εγχώριου οικονομικού και πολιτικού συστήματος.
Οι ποιότητες που λείπουν στην ανάλυση του κ. Παπαχελά
Αναμφίβολα το σύστημα της εξάρτησης από τον Δυτικό παράγοντα έχει εξελιχθεί και έχει συμπεριλάβει νέες διαστάσεις, που δεν μοιάζουν στη μορφή με το καθεστώς της εξάρτησης που επιβλήθηκε μεταπολεμικά (αμερικανοκρατία, παλάτι, μετεμφυλιακό κράτος). Από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 η ευρωπαϊκή παρουσία ενισχύθηκε στη χώρα μας και, μετά το οδυνηρό «διάλειμμα» της φασιστικής δικτατορίας (1967-74) και της τραγωδίας της Κύπρου (καλοκαίρι 1974), εισήλθαμε σε μια άλλη μορφή εξάρτησης και δεσμών με τη Δύση. Η είσοδος στην ΕΟΚ, έπειτα στην Ε.Ε. και στο ευρώ, δημιούργησε μια άλλη «διασύνδεση» –πάντως εξάρτηση κι αυτή– χωρίς να σταματήσει η ανάμιξη και το ενδιαφέρον των ΗΠΑ για την Ελλάδα. Η Ελλάδα ως αγορά είναι μικρή: το βασικό ενδιαφέρον των Δυνατών της Δύσης ήταν πάντα η γεωπολιτική της θέση ως «γέφυρας» προς τη Μ. Ανατολή, την Αν. Μεσόγειο (μαζί με την Κύπρο) και τη Β. Αφρική (όλα αυτά προς Νότο), και για πολλά χρόνια και προς Βορρά, δηλαδή σαν πύλη και διάδρομος προς τα Βαλκάνια.
Γι’ αυτό και διαμορφώθηκε μια ορισμένη ποιότητα στις ελίτ και το πολιτικό σύστημα της χώρας: και οι οικονομικές ελίτ και το πολιτικό σύστημα είχαν προκύψει από την ίδια μήτρα, δηλαδή τις παλιές και τις νέες (σχετικά) μορφές εξάρτησης της χώρας. Η σχέση αυτή τους προσέδιδε μια ορισμένη ποιότητα και συμπεριφορά. Αυτό το ποιοτικό στοιχείο (δηλαδή η οργανικά διαμορφωμένη εξάρτηση) χρωμάτιζε και χρωματίζει όλη τη «συμπεριφορά», όλα τα νωθρά ανακλαστικά, όλη την εθελοδουλία απέναντι στα κέντρα τόσο των ΗΠΑ όσο και της Ε.Ε. Παρόλο που πάντα υπήρχαν ορισμένα περιθώρια άσκησης μιας πιο ενεργητικής πολιτικής, αυτό δεν εκδηλωνόταν – προκαλώντας ίσως απορίες ακόμα και εντός των κόλπων του αστικού μπλοκ στην Ελλάδα. Οι απορίες, οι ανησυχίες, τα καμπανάκια, κάθε φορά που ακούγονταν δεν συνδέονταν με μια άλλη πρόταση. Κυρίως είχαν μια μικρή αντιπολιτευτική πρόθεση, για να υποταχθούν την επόμενη στιγμή στους Δυνατούς. Δεν έλειψαν π.χ. οι πρωθυπουργοί που παρίσταναν τους αντιμνημονιακούς για να ζητήσουν στη συνέχεια συγγνώμη και να εφαρμόσουν πιο σκληρά μνημόνια, όπως υπήρχαν και πολιτικοί που κατάγγελλαν τη συμφωνία των Πρεσπών, αλλά ορκίζονταν στην πιστή εφαρμογή της, αφού είναι δεδομένη η «συνέχεια του κράτους»…
Ένα σοβαρό ερώτημα
Να μια εύστοχη έκφραση: Η «συνέχεια του ελληνικού κράτους» βρίσκεται εντός των πλαισίων της εξάρτησης. Στη συγκεκριμένη περίπτωση της χώρας και των ιστορικά διαμορφωμένων ελίτ (οικονομικών-πολιτικών), αυτή μπορούσε να είναι αμιγώς ευρωατλαντική, δηλαδή πρωτίστως ΝΑΤΟϊκή και δευτερευόντως Ευρωενωσιακή. Άρα όλες τις προηγούμενες δεκαετίες, και ειδικά τις δύο πρώτες του 21ου αιώνα, η Πρεσβεία έπαιζε και παίζει βασικό ρόλο στις εξελίξεις στη χώρα μας. Ποια Πρεσβεία; Καταλάβατε όλοι ποια, και ο κ. Παπαχελάς το ξέρει καλά, καλύτερα από εμάς.
Τι προτείνει –ενώ δεν μιλά για αυτές τις ποιότητες– ο κ. Παπαχελάς; Απλά πράγματα: Η Ελλάδα να διαπραγματευθεί τη θέση της και κάποια ανταλλάγματα στο νέο περιβάλλον που ξημερώνει, να βρίσκεται στο τραπέζι που θα στηθεί την επόμενη ημέρα, διεκδικώντας ανταλλάγματα σε όλους τους τομείς.
Κατ’ αρχάς το «τραπέζι» δεν το γνωρίζουμε καλά-καλά. Εκτός αν ο κ. Παπαχελάς θεωρεί ως τραπέζι μόνο το ελληνοτουρκικό, και μάλιστα υπό διαιτησία. Όμως η «επόμενη μέρα» πώς και υπό ποίους συσχετισμούς (γεωπολιτικούς, οικονομικούς και στρατιωτικούς) θα ανατείλει; Αλλά και μέχρι τότε, οι πάτρωνες της χώρας τι περιθώρια θα επιτρέπουν στην Ελλάδα; Δεν είναι αποκαλυπτικά όσα διαμηνύει η κ. Νούλαντ σε Ελλάδα και Κύπρο στην πρόσφατη επίσκεψη της στην περιοχή; Εκτός κι αν όλα παραπέμπονται σε μια διαπραγμάτευση στα πλαίσια της «συνεκμετάλλευσης» με την Τουρκία, και το ανταλλάγματα που ζητήσει η ελληνική πλευρά να είναι κάτι καλύτερο από το 80-20% που χωρίς περιστροφές επιδιώκει η Άγκυρα (τέτοια «συνεκμετάλλευση» προδιαγράφει η Γαλάζια Πατρίδα).
Το σοβαρό ερώτημα που τίθεται είναι το ακόλουθο: με βάση την προωθούμενη Δυτική στρατοπέδευση και την ειδική ποιότητα των ελληνικών ελίτ και του πολιτικού τους κόσμου, είναι εφικτή –με αυτές τις προδιαγραφές– μια άλλου τύπου εξάρτηση που να αποφέρει καλύτερα ανταλλάγματα για την ελληνική πλευρά; Πού βασίζει ο κ. Παπαχελάς μια τέτοια προοπτική; Σε ποια δεδομένα, ποιες πολιτικές δυνάμεις, ποια εξωτερική πολιτική, ποια διπλωματική επάρκεια κ.ο.κ.;
Αυτό που δεν μπορούν να εκφέρουν καν οι ελληνικές ελίτ
Για όλους αυτούς τους λόγους (και εξαιτίας της ιστορικής διαμόρφωσης των σχέσεων ισχύος και υποτέλειας της χώρας, των βαθμών και των ποιοτήτων εξάρτησης σε οικονομικό, πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο) δεν μπορούν οι ελίτ, ο πολιτικός και δημοσιογραφικός τους κόσμος, να υποστηρίξουν μια πορεία κατάκτησης βαθμών κυριαρχίας της χώρας. Μια πορεία που σαν πολιτική στόχευση ενέχει πολιτικές υπεράσπισης ζωτικών συμφερόντων της χώρας και του λαού (ο οποίος θα τις στηρίξει εφόσον τον εκφράζουν), και πολιτικές ρήξεων με όσα απεργάζονται τα Δυτικά κέντρα και οι εξ ανατολών γείτονές μας. Μια πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική μπορεί να εγερθεί μόνο αν τεθεί ως στόχος η κατάκτηση βαθμών κυριαρχίας και ανεξαρτησίας της χώρας, ήγουν να έχει στρατηγικούς στόχους, να δημιουργεί εργαλεία άσκησης οικονομικής και εξωτερικής πολιτικής, και να θυμάται πάντα ότι το εθνικό συμφέρον είναι πρώτιστη αξία απέναντι σε «συμμαχικές υποχρεώσεις».
Η πείρα των τελευταίων 15 χρόνων δεν αφήνει περιθώρια για αυταπάτες περί μιας εναλλακτικής «ανθρώπινης» εξάρτησης της χώρας από τη Δύση. Ειδικά στη φάση που εισερχόμαστε, με τον πόλεμο στην Ουκρανία, τα περιθώρια στενεύουν. Όχι αντικειμενικά, όπως δείχνουν συμπεριφορές άλλων χωρών με δεσμούς εξάρτησης από ΝΑΤΟ ή/και Ε.Ε. (Τουρκία, Αυστρία, Ουγγαρία κ.λπ.). Εδώ όμως μετράνε οι ποιότητες, που φαίνεται ότι ο κ. Παπαχελάς αποκρύπτει, ή δεν θέλει να αναφερθεί σε αυτές. Το πολιτικό σύστημα είναι δεδομένο και «δεμένο». Η παρουσία του Ζόραν Ζάεφ στο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα συμβόλαιο ΝΑΤΟφροσύνης και κοινής επικύρωσης της συμφωνίας των Πρεσπών. Η επέκταση των στρατιωτικών εγκαταστάσεων στην Αλεξανδρούπολη έγινε επί ημερών ΣΥΡΙΖΑ. Οι όρκοι που δίνουν όλοι μαζί στην «πράσινη μετάβαση», στην «όαση» του Φόρουμ των Δελφών, επίσης.
Οι δυνατότητες μιας διαφορετικής πορείας της χώρας είναι κυρίως θέμα υποκειμενικών δυνατοτήτων, απόφασης και συνείδησης λαού και ηγεσίας. Όχι ζήτημα μοίρας, θέσης της χώρας. Όσο δεν συνειδητοποιείται αυτό, η αναπαραγωγή της εξάρτησης θα είναι «μοιραία»…