Το 2013 οι διαπραγματεύσεις για το σχηματισμό κυβέρνησης στη Γερμανία, με τη συμμετοχή των δύο μεγάλων κομμάτων Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλιστών, είχαν διαρκέσει 86 ημέρες. Σε συνθήκες ευκολότερες από τις σημερινές, με την παγκοσμιοποίηση να κυριαρχεί, τις αγορές να υπαγορεύουν παγκόσμιες πολιτικές και την ευρωπαϊκή οικονομική κρίση να ελέγχεται, η συνεργασία των δύο κομμάτων είχε να αντιμετωπίσει λιγότερες προκλήσεις.
Σήμερα τα πράγματα παρουσιάζονται διαφορετικά. Τρεις μήνες μετά τις εκλογές οι διαπραγματεύσεις για το σχηματισμό κυβέρνησης εξελίσσονται σε μεγάλο πονοκέφαλο. Η αποτυχία σχηματισμού κυβέρνησης Τζαμάικα, με τη συμμετοχή των Φιλελευθέρων και των Πράσινων, οδήγησε σε ασφυκτικές πιέσεις για την επανασύσταση της «μεγάλης συμμαχίας». Οι διερευνητικές συνομιλίες θα ξεκινήσουν στις 7 Ιανουαρίου με στόχο να ολοκληρωθούν ως στις 12 του μήνα. Ακολούθως θα ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις για το σχηματισμό κυβέρνησης που σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του γερμανικού τύπου δεν προβλέπεται να καταλήξουν πριν από το (Καθολικό) Πάσχα. Ήδη οι προειδοποιητικές βολές από την πλευρά των σοσιαλδημοκρατών προϊδεάζουν για σκληρές διαπραγματεύσεις. Με δηλώσεις του στην εφημερίδα Bild ο υπηρεσιακός υπουργός Εξωτερικών και πρώην πρόεδρος του SPD μεταξύ άλλων τόνισε: «Ακόμα δεν έχει αποφασιστεί εάν οι διαπραγματεύσεις για την δημιουργία συνασπισμού έχουν νόημα. Εάν η καγκελαρία συνεχίσει να απορρίπτει όλες τις προτάσεις για την μεταρρύθμιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν θα υπάρξει συνασπισμός με το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα ». Και ο Γκάμπριελ πρόσθεσε: «Οι διαπραγματεύσεις για κυβέρνηση Τζαμάικα απέτυχαν επειδή, μεταξύ άλλων, η Χριστιανοδημοκρατική Ένωση δεν λέει ποτέ με ποιον τρόπο θέλει να κυβερνήσει. Χριστιανοδημοκράτες (CDU) και Xριστιανοκοινωνιστές (CSU) θα πρέπει επιτέλους να πάψουν να κρύβονται. Πρέπει να πουν ποια πραγματικά πολιτική θέλουν να κάνουν για την Γερμανία».
Η Ε.Ε. με την πλάτη στο τοίχο
Ο σχηματισμός κυβέρνησης στη χώρα, ατμομηχανή της Ε.Ε. αποδεικνύεται σύνθετο πρόβλημα σε μια εποχή ραγδαίων μεταβολών. Η γεωπολιτική έχει επιστρέψει θριαμβευτικά και επικίνδυνα στην διεθνή σκηνή και το κρίσιμο ερώτημα είναι η στάση και η πολιτική της Γερμανίας στο νέο περιβάλλον. Ο Ντ. Τραμπ, με το νέο δόγμα εξωτερικής πολιτικής, καθορίζει με σχετική σαφήνεια τις πολιτικές για την ανάκτηση της οικονομικής και στρατιωτικής κυριαρχίας των ΗΠΑ. Η Κίνα, ως χώρα στυλοβάτης της ασθμαίνουσας παγκοσμιοποίησης συνεχίζει τον αγώνα δρόμου επέκτασης στις παγκόσμιες αγορές με όχημα το σχέδιο «Δρόμοι του μεταξιού» ενώ η Ρωσία, στηριγμένη κυρίως στην στρατιωτική της δύναμη, επεκτείνει τις ζώνες επιρροής της μετά τις σημαντικές επιτυχίες στο μέτωπο της Συρίας.
Η Ε.Ε., όσο η κυβερνητική κρίση στη Γερμανία συνεχίζεται, καθυστερεί επικίνδυνα να αποσαφηνίσει τη δική της πολιτική.
Η γερμανική δυστοκία έχει τη βάση της στην αδυναμία του γερμανικού εθνικισμού να συμφωνήσει σε ένα σχέδιο που θα επιτρέψει στην ίδια την Γερμανία και κατ’ επέκταση στην υπό την ηγεμονία της Ε.Ε. να ανταποκριθεί στις νέες γεωπολιτικές προκλήσεις της εποχής
Η γερμανική δυστοκία έχει τη βάση της στην αδυναμία του γερμανικού εθνικισμού να συμφωνήσει σε ένα σχέδιο που θα επιτρέψει στην ίδια την Γερμανία και κατ’ επέκταση στην υπό την ηγεμονία της Ε.Ε. να ανταποκριθεί στις νέες προκλήσεις. Το γερμανικό οικονομικό κατεστημένο και η ίδια η Μέρκελ γνωρίζουν ότι η Γερμανία παραμένει μικρή ως χώρα, όχι βέβαια να ηγηθεί, αλλά να παίξει κρίσιμο ρόλο στην παγκόσμια οικονομική και γεωπολιτική σκηνή. Απαιτείται ένα σχέδιο που να εξασφαλίζει μια κοινή πορεία ολόκληρης της Ευρώπης σε ένα τέτοιο σχεδιασμό. Οι προτάσεις Μακρόν, για μια εμβάθυνση της οικονομικής διακυβέρνησης της Ε.Ε., παρότι εξασφάλισαν την κατ’ αρχή συμφωνία της Μέρκελ αντιμετωπίζονται με σκεπτικισμό από τους «όρντο καπιταλιστές» του κύκλου Σόιμπλε και με απέχθεια από τους Φιλελεύθερους, ως ακόμα μια προσπάθεια της Γαλλίας να «φορτώσει στους Γερμανούς τα χρέη της». Και εκεί ακριβώς , στο μείγμα πολιτικής δηλαδή που πρέπει να ακολουθήσει η Γερμανική Ευρώπη, στο νέο διεθνές περιβάλλον εμφανίζεται έλλειψη κοινού σχεδίου που αναπόφευκτα οδηγεί σε οδυνηρές καθυστερήσεις.
Και δίπλα στο μεγάλο πρόβλημα εμφανίζονται και «δευτερεύουσες» δυσκολίες που όμως σημαδεύουν και κυριαρχούν επί των εξελίξεων. Το «διευθυντήριο της υπερταχύτητας των 4» ( Γερμανία, Γαλλία, Ισπανία, Ιταλία) που συγκροτήθηκε με γερμανική πρωτοβουλία για να οδηγήσει την Ε.Ε. στην νέα εποχή βρίσκεται σε αναταραχή. Στην συνεχιζόμενη κρίση της Καταλονίας, που κλονίζει τη κυβέρνηση Ραχόι, έρχεται να προστεθεί μια Ιταλική κρίση. Η χώρα, πολλαπλά αδύνατος κρίκος της Ε.Ε. οδηγείται στις 4 Μάρτη σε εκλογές χωρίς κανείς να είναι σε θέση να προβλέψει ποιές και ποιάς έντασης εκλογικές εμπλοκές θα καταγραφούν και εκεί, υπό το βάρος της γενικευμένης λαϊκής δυσαρέσκειας και της ανάπτυξης φαινομένων ξενοφοβίας και ευρωσκεπτικισμού.
Έτσι οι «ανατριχίλες» που διαπέρασαν τις χώρες της Ευρωζώνης, με την ενίσχυση ακραία συντηρητικών και ξενοφοβικών πολιτικών δυνάμεων, αντί να κοπάζουν ανθίζουν πια και στον ηγεμονικό πυρήνα του, την ίδια την Γερμανία. Οι προσανατολισμοί της γερμανικής οικονομίας στο εξαιρετικά ανταγωνιστικό διεθνές οικονομικό πεδίο, η κοινή ευρωπαϊκή πολιτική για την ασφάλεια και την άμυνα εμπλέκονται άμεσα με το μεταναστευτικό και μια ιδιότυπη στροφή σε επιλογές «πρώτα η Γερμανία και οι πολίτες της» επανέρχονται πιεστικά στο προσκήνιο. Καθορίζουν την πολιτική στάση -και τους σχεδιασμούς για πολιτική κυριαρχία ή επιβίωση- δυνάμεων που στο πρόσφατο παρελθόν αντιμετώπιζαν με μεγαλύτερη ευκολία τέτοιες προκλήσεις. Η κατάρρευση των συνομιλιών για συγκρότηση κυβέρνηση μεταξύ των μικρότερων κομμάτων εδράζεται σε αυτούς τους περιορισμούς. Και από ότι φαίνεται οι αντίστοιχες επιφυλάξεις Σούλτς, παρά τις ασφυκτικές πιέσεις για άρση του αδιεξόδου, έχει πολλούς υποστηρικτές στο Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, δεν είναι αποτέλεσμα μόνο της προσωπικής του ήττας στις πρόσφατες εκλογές.
Αργά ή γρήγορα…
Που θα οδηγήσουν όλα αυτά και πώς θα αρθεί το αδιέξοδο; Όσο και αν είναι δύσκολο να προβλεφθούν οι εξελίξεις το μόνο βέβαιο είναι ότι τα αδιέξοδα δεν κρατούν πολύ, κυρίως όταν διακυβεύεται η τύχη μιας μεγάλης χώρας. Πιθανό να χρειασθούν θυσίες αλλά το σημερινό αδιέξοδο θα αρθεί, αργά ή γρήγορα. Ήδη ο γερμανικός τύπος κάνει λόγο για «κούραση» της Μέρκελ και σημαντική κάμψη της δημοτικότητας της. Από την πλευρά του ο αντιπρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Ομάδας των Φιλελευθέρων (FDP) Μίχαελ Τόιρερ, ο οποίος μετά τον Πρόεδρο και τον αντιπρόεδρο του κόμματος, κάνει ένα βήμα πιο πέρα και ζητά την αποχώρηση της Μέρκελ. «Με όλες τις επιτυχίες της και το διεθνές της κύρος, η Μέρκελ ήταν για τις μάχες του χθες», δηλώνει ο Τόιλερ.
Όπως και να διαβαστούν οι δηλώσεις τους αποτελούν την πιο εύγλωττη περιγραφή των προκλήσεων που αντιμετωπίζει σήμερα η Γερμανία. Με ή χωρίς Μέρκελ…