Ξανακινείται με γοργούς ρυθμούς η διαδικασία «ελληνοτουρκικού διαλόγου», με απανωτές συναντήσεις αξιωματούχων να ανοίγουν το δρόμο για τη νέα συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν, που σχεδιάζεται να πραγματοποιηθεί το ερχόμενο διάστημα στην Άγκυρα. Αυτό επιβεβαίωσαν και οι ΥΠΕΞ των δύο χωρών, Γεραπετρίτης και Φιντάν, σε τετ α τετ που είχαν στο πλαίσιο της συνόδου των ΥΠΕΞ του ΝΑΤΟ στην Αττάλεια, ορίζοντας ως πιθανή ημερομηνία διεξαγωγής του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας Ελλάδας-Τουρκίας τις αρχές Ιουνίου. Τα αγκάθια του προηγούμενου διαστήματος (ενεργειακή διασύνδεση Ελλάδας-Κύπρου, χάρτες ΘΧΣ, Κυπριακό) μοιάζουν να έρχονται σε δεύτερη μοίρα μπροστά στην προσήλωση στη ΝΑΤΟϊκή συνοχή, που από την αρχή της νέας «ελληνοτουρκικής προσέγγισης» χρωματίζει την πορεία των πραγμάτων. Όλα αυτά σε μια στιγμή που όλοι αναγνωρίζουν τον αναβαθμισμένο ρόλο της Τουρκίας, της παραχωρούν ρόλο διαμεσολαβητή σε Ουκρανία και Μέση Ανατολή, την επανεντάσσουν στα εξοπλιστικά προγράμματα και καλούν την Ελλάδα να συμβιβαστεί με το νέο status quo, κάνοντας υποχωρήσεις, που θα παρουσιαστούν ως «καζάν-καζάν» διευθετήσεις.

Πολιτική οσφυοκαμψία

Η στάση της ελληνικής πλευράς ανοίγει διάπλατα τον δρόμο για την τουρκική αναβάθμιση, δίνοντας συγχωροχάρτι σε μια χώρα-τραμπούκο, που κατέχει παράνομα έδαφος της Κύπρου, απειλεί με πόλεμο την Ελλάδα και ασκεί μια σειρά υβριδικού τύπου πιέσεις (με κύρια αιχμή το μεταναστευτικό) για να επιβάλει τετελεσμένα.

Ήταν 5 Μαΐου όταν ο Γ. Γεραπετρίτης βρέθηκε ξανά στην Τουρκία, σε «ιδιωτική επίσκεψη», προσκεκλημένος του ομολόγου του, Χ. Φιντάν ‒την ίδια μέρα μάλιστα που ο Τ. Ερντογάν επισκεπτόταν τα κατεχόμενα στην Κύπρο για να στηρίξει τη μαριονέτα του στο ψευδοκράτος Ερ. Τατάρ και τα σχέδια τουρκοποίησης του νησιού‒, σε συνομιλίες που είχε με εκδότες και δημοσιογράφους φέρεται να δήλωσε μεταξύ άλλων: «η Ελλάδα δεν έχει ισχυρή αμυντική βιομηχανία σε σύγκριση με την Τουρκία» αλλά «δεν νομίζω ότι απειλούμαστε από την τουρκική στρατιωτική βιομηχανία». Τη συνομιλία μετέφερε σε άρθρο του –αγιογραφία για τον Έλληνα ΥΠΕΞ– ο διευθυντής της Milliyet, Οζάι Σεντίρ, χωρίς να διαψευστεί από την ελληνική πλευρά. Άρα αφού «δεν απειλούμαστε» ποιος ο λόγος να μπαίνει φρένο στις πωλήσεις όπλων από Ε.Ε. και ΗΠΑ προς τη γείτονα; Κάπως έτσι οι ΗΠΑ συζητούν να άρουν τους περιορισμούς προς την Τουρκία, επαναφέροντάς την στο πρόγραμμα των F-35, ενώ ο γ.γ. του ΝΑΤΟ, Μ. Ρούτε, κάνει λόμπινγκ στους ηγέτες των ευρωπαϊκών χωρών υπέρ της αμυντικής συνεργασίας με την Τουρκία, ζητώντας από τη Γερμανία να επιταχύνει τις διαδικασίες (που είχαν παγώσει λόγω της δίωξης Ιμάμογλου) για την πώληση των Eurofighter στην Άγκυρα.

Στο ίδιο μήκος κύματος και ο Έλληνας αρμόδιος για την Οικονομική Διπλωματία και Εξωστρέφεια υφυπουργός Εξωτερικών Γ. Χατζηβασιλείου, που πραγματοποίησε επίσκεψη στην Κωνσταντινούπολη, όπου συμμετείχε ως ομιλητής στο Ελληνοτουρκικό Επιχειρηματικό Φόρουμ. Σε ένα μνημείο δουλοπρέπειας, πέρα από κάθε διπλωματικό τυπικό, απευθύνθηκε σε επιχειρηματίες και θεσμικούς παράγοντες χρησιμοποιώντας την τουρκική γλώσσα, την οποία μιλάει άριστα σύμφωνα με φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ. Πέρα από τον συμβολισμό, που συντονίζεται με τους τεμενάδες του προϊσταμένου του, αντίστοιχης λογικής ήταν και όσα είπε, εμμένοντας, ως πλασιέ ή μεσίτης, στην πολιτική της «θετικής ατζέντας», προτρέποντας «να εμβαθύνουμε την οικονομική συνεργασία και να χτίσουμε ισχυρότερους δεσμούς μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων επιχειρηματιών». Επανέφερε μάλιστα τον στόχο, των 10 δισ. ευρώ εμπορικού στόχου, από τα ήδη αυξημένα 4,75 δισ. ευρώ διμερούς όγκου εμπορίου που καταγράφηκαν το 2025.

Η τουρκική διείσδυση

Ας δούμε όμως λίγο αναλυτικότερα τον χαρακτήρα αυτής της οικονομικής, εμπορικής και επιχειρηματικής συνεργασίας, που ενώ παρουσιάζεται ως αμοιβαία επωφελής στην πράξη είναι εγγενώς ετεροβαρής και ανοίγει τον δρόμο σε μια σταδιακή δορυφοροποίηση της Ελλάδας (ειδικά ορισμένων ευαίσθητων περιοχών και κλάδων) στα νεο-οθωμανικά σχέδια της Άγκυρας.

Οι τουρκικές επενδύσεις στην Ελλάδα εμφανίζονται κυρίως στο real estate και την περιορισμένη εξαγορά ελληνικών επιχειρήσεων. Πιο συγκεκριμένα, χιλιάδες είναι οι αγορές ακινήτων από Τούρκους σε τουριστικές περιοχές και αστικά κέντρα, με τις Golden Visa που έχουν χορηγηθεί σε Τούρκους πολίτες να φτάνουν τις 2.600 (μόνο την περίοδο 2020-2023), ενώ ανησυχία προκαλεί η δραστηριότητά τους σε περιοχές όπως η Θράκη και τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Όσων αφορά τις εξαγορές επιχειρήσεων, το 2021 η τουρκική Dardanel απέκτησε την εταιρεία κατεψυγμένων θαλασσινών Καλλιμάνης, η PAKGroup έχει από χρόνια εξαγοράσει τη Μακεδονική Χαρτοποιία με έντονη εξαγωγική δραστηριότητα, ενώ τουρκικές εταιρείες Polisan (χημικά) και SuozEnergy (φωτοβολταϊκά) δραστηριοποιούνται στη βιομηχανική περιοχή του Βόλου και σε έργα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην Ελλάδα. Την ίδια στιγμή στη χώρα μας δραστηριοποιούνται και οι τουρκικές εταιρείες LCWaikiki, αλυσίδα ένδυσης με 13 καταστήματα στη χώρα μας ‒και στόχο να φτάσουν τα 30 έως το 2026‒, KocHoldings που διαχειρίζεται τη μαρίνα της Μυτιλήνης σε συνεργασία με την ελληνική Folli Follie και την Ciner Shipping (ναυτιλιακός κολοσσός που μετάφερε την έδρα του στην Αθήνα  το 2025). Τέλος σύμφωνα με την Κεντρική Τράπεζα της Τουρκίας οι άμεσες ξένες επενδύσεις τουρκικών κεφαλαίων στην Ελλάδα για το 2024, άγγιξαν τα 550 εκατ. δολάρια, ενώ όσο και να ψάξει κανείς δεν θα βρει παραδείγματα που να δείχνουν την αντίστροφη διαδικασία, με εξαίρεση ορισμένες συνεργασίες ελληνικών εταιριών –των γνωστών εθνικών εργολάβων– που δραστηριοποιούνται σε έργα ΑΠΕ στη γείτονα.

Κατά συνέπεια δεν έχουμε να κάνουμε με οικονομική συνεργασία, αλλά με τουρκική διείσδυση που δεν μένει μόνο στον τομέα της οικονομίας, αλλά επιδιώκει να έχει επιρροή και στα ΜΜΕ (βλ. θέση που κατέχει στον όμιλο του ΣΚΑΙ), στην τοπική αυτοδιοίκηση (βλ. διάφορα συνέδρια φιλίας που διεξάγονται σε ευαίσθητες περιοχές), στους διαμορφωτές κοινής γνώμης και στην πολιτική (με γνωστό τον ρόλο των υποστηρικτών του κατευνασμού).

Η παγίδευση

Συνοψίζοντας, η τουρκική οικονομική διείσδυση στην Ελλάδα είναι μετρήσιμη και αυξανόμενη (ενθαρρυμένη μάλιστα από την ελληνική κυβερνητική πολιτική του θετικού κλίματος), εστιάζοντας σε στρατηγικούς τομείς με χαμηλή θεσμική αντίσταση (βλ. real estate), ενώ η απουσία αντίστοιχης ελληνικής δραστηριότητα στην Τουρκία δημιουργεί εμφανώς μια εντεινόμενη ασυμμετρία στις οικονομικές σχέσεις. Η τουρκική αυτή διείσδυση μπορεί να λειτουργήσει ως σημαντικός διαβρωτικός και ανασταλτικός παράγοντας μιας πιο σθεναρής στάσης απέναντι στις τουρκικές διεκδικήσεις, διαβρώνοντας τη συνοχή σε περιοχές εξάρτησης, ενισχύοντας τους παράγοντες που προωθούν την υποταγή ως ρεαλισμό και ατομικό / τοπικό συμφέρον, μετατοπίζοντας το εθνικό συμφέρον από στρατηγική θέση ισχύος σε θέση «διαχείρισης συνεπειών».

Ο κίνδυνος δορυφοροποίησης είναι κάτι παραπάνω από ορατός, προς ώρας όχι ως συστημική υποτέλεια ή απευθείας απώλεια κυριαρχίας (αν και υπάρχουν και τέτοιες πλευρές), αλλά ως μια ανοιχτή απειλή «ήπιας» γεωοικονομικής παγίδευσης που μπορεί να καταστεί ανασχετικός παράγοντας πολιτικής αυτονομίας, βασιζόμενη σε δίκτυα εξάρτησης σε τοπικές κοινωνίες και οικονομικούς κλάδους. Η πολιτική και η οικονομική ελίτ βλέπει μόνο την ευκαιρία για μπίζνες, αδιαφορώντας για τους κινδύνους. Ακόμη και όσοι εντός των ελίτ βλέπουν τους κινδύνους, είναι έτοιμοι για μεγαλύτερη εκχώρηση κυριαρχίας σε ΗΠΑ και Ε.Ε., για να έχουν κάποιο προστάτη. Τώρα που και οι δύο αυτές πολιτικές καταρρέουν, χρειάζεται να επαναδιατυπώσουμε μια πολιτική που θα αντιμετωπίζει στρατηγικά, αλλά και άμεσα, τον κίνδυνο του τουρκικού επεκτατισμού, χωρίς τρομοκρατία ή ωραιοποιήσεις, που μόνο στόχο έχουν να επιβάλουν τη λογική του κατευνασμού ως μονόδρομο.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!