Εντατικές είναι οι διαπραγματεύσεις, στα πλαίσια του ελληνοτουρκικού διαλόγου, όχι τόσο μεταξύ των διπλωματών των δύο χωρών, όσο κυρίως μεταξύ της κυβέρνησης και των πολλαπλών εσωτερικών μετώπων. Την εβδομάδα που πέρασε, ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης ενεργοποιήθηκε προσωπικά, για να συμμαζέψει την εσωκομματική αμφισβήτηση, και να στείλει μηνύματα στις άλλες πολιτικές δυνάμεις και την κοινωνία. Κάπως έτσι είχαμε τις αναφορές σε «πατριώτες της φακής», τις διαβεβαιώσεις για επιμονή της χώρας μας στις κόκκινες γραμμές και τις δηλώσεις τόσο του ίδιου όσο και του κ. Γεραπετρίτη, περί της «γενναιότητας» που απαιτείται στον ελληνοτουρκικό διάλογο. Όλα αυτά ενώ στις 8 Νοεμβρίου αναμένεται στην Αθήνα ο κ. Φιντάν για να αναζητήσει, από κοινού με τον κ. Γεραπετρίτη (τον «γενναίο»), κοινό έδαφος διαπραγματεύσεων – με την Άγκυρα να επιμένει σε έναν εφ’ όλης της ύλης διάλογο, πέραν της μίας και μόνης διαφοράς, αυτή της χάραξης της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας.

Η Ν.Δ. επιμένει να ασκεί την εξωτερική πολιτική εν κρυπτώ, με ανθρώπους «ειδικών αποστολών» όπως ο κ. Γεραπετρίτης και η κα Παπαδοπούλου να αναλαμβάνουν πρωταγωνιστικούς ρόλους. Και ευαγή ιδρύματα του ενδοτισμού, όπως το ΕΛΙΑΜΕΠ, να σπεύδουν να στηρίξουν ιδεολογικά και επιστημονικά κάθε πιθανή υποχώρηση από πάγιες κόκκινες γραμμές της χώρας μας. Χωρίς συζήτηση και έγκριση της βουλής, χωρίς ουσιαστική ενημέρωση της κοινωνίας, στα όρια τις κυβερνητικής εντολής της, η κυβέρνηση μοιάζει αποφασισμένη να εκτελέσει το ΝΑΤΟϊκής έμπνευσης συμβόλαιο μιας κάποιας διευθέτησης στα Ελληνοτουρκικά, και αναζητεί την φόρμουλα αυτό να παρουσιαστεί ως «καζάν-καζάν» συμφωνία.

Οι εκ δεξιών πιέσεις

Η Ν.Δ. νοιώθει να πιέζεται από τη δυσαρέσκεια του κομματικού της ακροατηρίου, αλλά και από τις ολοένα και πιο συχνές «παραφωνίες» στελεχών της. Η διεύρυνση του χώρου στα δεξιά της (Ελληνική Λύση, Φωνή Λογικής κ.ά.), με πιθανές διαρροές προς αυτόν, και κυρίως η διόγκωση του κανένα, τροφοδοτείται και από τις ανησυχίες των πολιτών για τα ελληνοτουρκικά – που, πλάι στην ακρίβεια, την κυβερνητική αλαζονεία, τις θεσμικές εκτροπές, δημιουργούν ένα αρκετά επισφαλές για τον μονοπολισμό της Ν.Δ. περιβάλλον.

Ο κυβερνητικός σχεδιασμός μοιάζει να κινείται με τρεις στόχους.

– Ο πρώτος είναι η εμπέδωση της λογικής του ενδοτισμού, του θολώματος των κόκκιινων γραμμών, και της σχετικοποίησης της κυριαρχίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων μας, μέσα από ένα διαρκές μασάζ προς την κοινή γνώμη ώστε να αποδεχθεί ό,τι σερβιριστεί ως λύση, για να κατευναστεί το θηρίο της τουρκικής απειλής.

– Ο δεύτερος αφορά το εσωτερικό της Ν.Δ. και το μάντρωμα των βουλευτών που ασκούν κριτική στην κυβέρνηση. Και αν για το θέμα της ακρίβειας και των τραπεζών ξέφυγαν 2 ενοχλητικές ερωτήσεις βουλευτών της Ν.Δ., για το θέμα των ελληνοτουρκικών επιβλήθηκε με εντολή Μητσοτάκη σιωπητήριο, καταστέλλοντας εν τη γενέσει της την όποια εσωκομματική αμφισβήτηση των χειρισμών Γεραπετρίτη. Το πολύωρο μασάζ του ΥΠΕΞ στην κοινοβουλευτική ομάδα, και οι απειλές του γραμματέας της Κ.Ο. κ Στ. Καλαφάτη προς τους «ύποπτους» βουλευτές, φαίνεται προς ώρας να πιάνουν τόπο.

– Ο τρίτος μοιάζει να είναι η «απενεργοποίηση» των δύο πρώην πρωθυπουργών (τους οποίους ως τώρα έκανε πως δεν άκουγε), που με δηλώσεις τους έχουν διαχωρίσει τη στάση τους από τους κυβερνητικούς χειρισμούς. Η επίθεση του πρωθυπουργού στον Αντώνη Σαμαρά, που από την Κύπρο άσκησε για μια ακόμη φορά οξεία κριτική στην κυβέρνηση, ήταν άμεση (εμπλέκοντας εμμέσως και τον πρόεδρο της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ κ. Ν. Παππά στην κόντρα τους).

Η ποιότητα βέβαια των εν λόγω αντιπάλων του κ. Μητσοτάκη γεννά εύλογα το ερώτημα, αν τα κίνητρα αφορούν όντως την προάσπιση της κυριαρχίας της χώρας μας, ή αν πίσω από τις αγωνίες για τα εθνικά συμφέροντα κρύβεται η πάλη για τους εσωκομματικούς συσχετισμούς, ή και τα τζαρτζαρίσματα συμφερόντων με την κυβέρνηση. Σε κάθε περίπτωση, όλα δείχνουν ότι η ελληνοτουρκική προσέγγιση περνάει μέσα και από τη ρευστοποίηση του πολιτικού σκηνικού, συνέπεια της αδυναμίας οικοδόμησης εναλλακτικής εθνικής στρατηγικής, αλλά και ως εργαλείο διαχείρισης των πολιτικών τρανταγμάτων μιας πιθανής εθνικής υποχώρησης μέσα από πιο εύπλαστα πολιτικά σχήματα και ελεγχόμενους κομματικούς σχηματισμούς.

Ποιο θετικό μομέντουμ;

Λιγότερο από ένα χρόνο πριν, ακούσαμε για πρώτη φορά για το θετικό μομέντουμ, και την «ευκαιρία» που δεν πρέπει να αφήσουμε να πάει χαμένη. Ένα χρόνο μετά, με συνεχείς διμερείς συναντήσεις (σε ανώτατο μάλιστα επίπεδο), με την υπογραφή της «διακήρυξης των Αθηνών» να ορίζει το έδαφος της νέας ελληνοτουρκικής «φιλίας» και τη χώρα μας να κανονικοποιεί τις σχέσεις της με τη γείτονα, δίνοντάς της συγχωροχάρτι για όλες τις παράνομες και επιθετικές πράξεις του παρελθόντος (ποιος θυμάται άραγε το ρόλο της στο μεταναστευτικό, το παράνομο τουρκολιβυκό μνημόνιο, την «απόβαση» στα Βαρώσια κ.ά.;), είναι απαραίτητο να επανεξετάσουμε τη βασική αυτή εκτίμηση του κυβερνητικού αφηγήματος.

Τα «ήρεμα νερά» επέτρεψαν στην Τουρκία να παρουσιαστεί ως «κανονικός εταίρος» της Δύσης, αίροντας μια σειρά εμπόδια που έβαζε η ελληνοτουρκική ένταση (βλ. αγορά F16 από τις ΗΠΑ, σχέσεις με την Ε.Ε. κ.ά.). Η «θετική ατζέντα» και η ενθάρρυνση της οικονομικής συνεργασίας επιταχύνει τη δορυφοροποίηση ζωνών και περιοχών της χώρας μας από τη γείτονα (βλ. Έβρος, νησιά). Και ο «διάλογος» γίνεται μοχλός ρυμούλκησης της χώρας μας στην τουρκική θέση για εφ’ όλης της ύλης διαπραγμάτευση.

Την ίδια στιγμή, η Άγκυρα μοιάζει αμετακίνητη όσον αφορά τις παράλογες και παράνομες αιτιάσεις της για το Αιγαίο και τη Ν.Α. Μεσόγειο. Πριν το καλοκαίρι είχαμε τις απειλές, με αφορμή την ίδρυση θαλάσσιων πάρκων στην καρδιά του Αιγαίου, τον Αύγουστο είχαμε το πολεμικό επεισόδιο στην Κάσο, της οποίας η υφαλοκρηπίδα αμφισβητήθηκε στην πράξη από τις τουρκικές φρεγάτες, και φτάνουμε σήμερα με την Τουρκία να διεκδικεί με Navtex ως μέρος της δικής της υφαλοκρηπίδας θαλάσσιες περιοχές μεταξύ Λέσβου-Χίου και Σάμου. Στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, αλλά και στο πεδίο των στρατιωτικών «παρενοχλήσεων» και απειλών, η Άγκυρα μοιάζει αμετακίνητη από τις επεκτατικές της θέσεις. Τόσο που είναι νόμιμο να αναρωτιέται κανείς, πώς μπορεί να καλυφθεί η απόσταση μεταξύ της «μίας και μόνης διαφοράς» και της «εφ’ όλης της ύλης διαπραγμάτευσης», αν όχι με τη διαρκή διολίσθηση της χώρας μας και τη «γενναία» παραχώρηση κυριαρχίας.


«Τσακωνόμαστε για το πετρέλαιο και το αέριο στο Αιγαίο, το οποίο δεν ξέρουμε αν υπάρχει ή δεν υπάρχει. Όμως στο μέλλον του κόσμου δεν υπάρχει ούτε το πετρέλαιο, αλλά ούτε το αέριο. Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε μαζί τον ήλιο και τον άνεμο του Αιγαίου και να δημιουργήσουμε μια νέα εταιρική σχέση». Αυτά τα πολύ ωραία δήλωσε μεταξύ άλλων σε συνέντευξή του στην τουρκική εφημερίδα Oksijen ο πρώην πρωθυπουργός κ. Γιώργος Παπανδρέου, λες και είναι το Αιγαίο, ο ήλιος και ο αέρας, περιουσία που παζαρεύει για ενοικίαση.

Για να συμπληρώσει, αναφερόμενος στην περίοδο που ως ΥΠΕΞ της χώρας συνομιλούσε με τον τότε ομόλογό του, Ισμαήλ Τζεμ: «Οι δύο είχαμε εστιάσει την προσοχή μας στις ανάγκες των πολιτών μας, αλλά και στα συμφέροντά μας. Την εποχή εκείνη υπήρχε η κρίση του Οτσαλάν, ήταν στην επικαιρότητα οι διαφορές στην Κύπρο και στο Αιγαίο […] Θα μπορούσαμε να επιλέξουμε να φωνάζουμε από τις δύο πλευρές του Αιγαίου και να γίνουμε οι ήρωες κάποιας μερίδας πολιτών των χωρών μας. Επιλέξαμε διαφορετική πορεία. Κάναμε πολικό αστέρα τα ζητήματα όπου μπορούμε να συνεργαστούμε, και στραφήκαμε προς τα εκεί».

Με τη «γενναιότητα» λοιπόν και ο ΓΑΠ, κόντρα στους «πατριώτες της φακής». Δεν θα μπορούσε να χάσει τη «μεγάλη ευκαιρία» άλλωστε.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!