«Στην Ελλάδα από την εποχή της ανεξαρτησίας (1830) οι Δυνάμεις είχαν φροντίσει να «κατοχυρώσουν» την επεμβατική τους πολιτική με το πρόσχημα της προστασίας που συμπεριέλαβαν στα ιδρυτικά του ελληνικού βασιλείου κείμενα. Και ήταν πάμπολλες οι φορές που έκαναν χρήση αυτού του «δικαιώματος», παρά την τυπική κατάργηση της προστασίας που συντελέσθηκε με τη συνθήκη των Σεβρών του 1920 ύστερα από επιμονή του Βενιζέλου.» (Αρετή Τούντα-Φεργάδη σ. 235-36, «Πτυχές του εμφυλίου πολέμου 1946-1949», εκδ. Φιλίστωρ). Έτσι κι αλλιώς, η Συνθήκη των Σεβρών είναι από τις πιο βραχύβιες στην Ιστορία. Δεν επικυρώθηκε ούτε από τις Δυνάμεις που την κατάρτισαν και την επέβαλαν! Έπρεπε, λοιπόν, να βρεθεί ή να δημιουργηθεί η ευκαιρία για να αποκτήσει η Ελλάδα την αληθινή ανεξαρτησία χωρίς καμία από τις «Προστάτιδες Δυνάμεις» στο σβέρκο της.
Ένας μεγάλος πόλεμος καταστροφικός μπορεί να έχει και κάποιες όψεις θετικές και δημιουργικές για τα θύματά του. Μία από τις συνέπειες του Β’ Παγκόσμιου Πόλεμου είναι η ήττα των Γιαπωνέζων ιμπεριαλιστών και η νίκη της επανάστασης των Κινέζων κομμουνιστών το 1949 που επέφερε την πλήρη και άνευ όρων ανεξαρτησία και την ανάδειξη της σύγχρονης Κίνας. Μια άλλη συνέπεια είναι η εξουδετέρωση σε παγκόσμιο επίπεδο των Γερμανών και Ιταλών και η αποδυνάμωση των Άγγλων και Γάλλων ιμπεριαλιστών με την επακόλουθη αποτίναξη της αποικιοκρατίας και την ανεξαρτησία της Ινδίας, της Αλβανίας, της Συρίας, της Αιγύπτου, της Αλγερίας, της Κούβας, του Βιετνάμ και πολλών άλλων χωρών ύστερα από δεκαετίες ή και αιώνες κατοχής, εξάρτησης και αντίστασης. Σ’ αυτό το μεγάλο παγκόσμιο ρεύμα βρισκόταν και η Ελλάδα. Είχε μπει στη διαδικασία της αποτίναξης των δεσμών της αποικιοκρατίας που οι μεγάλες δυνάμεις είχαν εμφυτεύσει από το 1830 μέσα στους θεσμούς, τους μηχανισμούς, τη δομή και τις πολιτικές αντιλήψεις και νοοτροπίες του νεοσύστατου κράτους. Είχε τη δυνατότητα να αποκτήσει, για πρώτη φορά ύστερα από εκατό και περισσότερα χρόνια, την πραγματική ανεξαρτησία και εθνική κυριαρχία. Ήταν πολύ κοντά στο να το πετύχει η Ελλάδα, όπως το πετύχαιναν πάρα πολλές χώρες και λαοί, άλλοι με καλύτερες κι άλλοι με χειρότερες προϋποθέσεις όχι μόνο σε μακρινά μέρη αλλά και στον περίγυρό μας, στα Βαλκάνια και τη Μεσόγειο.
Και θα ήταν η πρώτη φορά, στην κυριολεξία, που η Ελλάδα θα μπορούσε να αποκτήσει την πραγματική εθνικής της ανεξαρτησία και κυριαρχία! Κάτι το οποίο ήταν υποθηκευμένο από τη δημιουργία του ελληνικού κράτους.
Χωρίς δεσμούς
Κι όμως, γι’ αυτή τη σπάνια ευκαιρία, που είναι αδύνατο να την έχει ένας λαός σε κανονικές συνθήκες, ακούγονται συχνά απόψεις φτωχές και ρηχές, όπως, για παράδειγμα, ότι αν επικρατούσε το ΚΚΕ και το ΕΑΜ μετά την αποχώρηση των Γερμανών το 1944 και δεν επιβάλλονταν δια πυρός και σιδήρου οι Άγγλοι και οι Αμερικάνοι, η Ελλάδα θα γινόταν υποχείριο της Σοβιετικής Ένωσης. Αυτή, όμως, είναι μια αυθαίρετη υπόθεση η οποία προβάλλεται από τους θιασώτες του δυτικού ιμπεριαλιστικού μπλοκ με τη μορφή αξιώματος. Μια υπόθεση που δεν ευσταθεί γιατί καμία χώρα στην οποία επικράτησαν με αγώνα οι κομμουνιστές ή τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, ακόμα κι αν ήταν φιλοσοβιετική ή συνεργάστηκε με τη Σοβιετική Ένωση, δεν έγινε υποχείριο της, ακόμα κι αν είχε δεχτεί προσωρινά ή για μεγάλο χρονικό διάστημα σοβιετική βοήθεια. Ούτε η Κίνα, ούτε η Βόρεια Κορέα, το Βιετνάμ, το Λάος και η Καμπότζη, ούτε η Γιουγκοσλαβία, η Αλβανία και η Κούβα, ούτε καμία άλλη χώρα της Αφρικής και της Ασίας που βρισκόταν στη σφαίρα επιρροής της Σοβιετικής ένωσης, όπως η Αγκόλα, η Συρία, η Αίγυπτος, η Αλγερία κ.λπ. δεν έγιναν υποχείρια της ΕΣΣΔ ούτε ακολούθησαν την πορεία της. Οι μόνες χώρες που είχαν δεσμούς εξάρτησης, πολιτικούς, οικονομικούς και στρατιωτικούς με τη Σοβιετική Ένωση, ήταν οι χώρες που είχαν απελευθερωθεί από τον Κόκκινο Στρατό και ανήκαν υποχρεωτικά στο Σύμφωνο Βαρσοβίας ή είχαν ενσωματωθεί στην ΕΣΣΔ.
Οι Έλληνες κομμουνιστές ποτέ δεν εξάρτησαν την έκβαση του αγώνα τους από τον Κόκκινο Στρατό ούτε είχαν εκδηλώσει την επιθυμία να καταστήσουν την Ελλάδα δορυφόρο της ΕΣΣΔ. Είχαν σαφή θέση για ανεξάρτητη και κυρίαρχη Ελλάδα, χωρίς ξένες στρατιωτικές δυνάμεις και σε ειρηνική συνύπαρξη με Ανατολή και Δύση. Η θέση αυτή εκφράστηκε με πολύ μεγάλη σαφήνεια από τον Γενικό Γραμματέα του ΚΚΕ Νίκο Ζαχαριάδη ο οποίος τοποθετούσε την Ελλάδα ως ελεύθερη και ανεξάρτητη οντότητα ανάμεσα στους «δύο πόλους». Αυτό συνάγεται και από την όλη πορεία του ΚΚΕ και του ΕΑΜ καθ’ όλη τη διάρκεια του αντιφασιστικού αγώνα, τόσο στη διαμόρφωση των συμμαχιών του εσωτερικού μετώπου όσο και στις σχέσεις με τη Μεγάλη Βρετανία και τις ΗΠΑ.
Αστήρικτες υποθέσεις
Εξάλλου, ούτε η Σοβιετική Ένωση ήθελε την Ελλάδα εξάρτημά της. Αν το επιθυμούσε, θα το είχε πραγματοποιήσει με πολύ μεγάλη ευκολία. Ο Κόκκινος Στρατός δεν θα σταματούσε στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα και το πιθανότερο είναι ότι θα γινόταν δεκτός από την πλειονότητα του ελληνικού λαού ως απελευθερωτής! Αντιθέτως, είναι πολύ γνωστό και πλήρως βεβαιωμένο ότι η σοβιετική ηγεσία είχε συμφωνήσει με τη βρετανική ότι η Ελλάδα δεν θα εντασσόταν στην μεταπολεμική σοβιετική σφαίρα επιρροής.
Το ΚΚΕ με τους συμμάχους του στην εξουσία, αν δεν το εμπόδιζαν οι Βρετανοί και οι Αμερικάνοι, όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι θα ακολουθούσε δική του πορεία, φιλική προς κάθε κατεύθυνση, αλλά ανεξάρτητη, όπως έκανε με το ΟΧΙ το 1940. Η πολιτική μιας ανεξάρτητης Ελλάδας θα ήταν πιο κοντά, ως προς την αυτονομία στη λήψη αποφάσεων, στις πολιτικές της Γιουγκοσλαβίας, της Κίνας και του Βιετνάμ, χώρες που δέχτηκαν τεράστια βοήθεια από την ΕΣΣΔ, αλλά ποτέ δεν μπήκαν σε καθεστώς υποτέλειας και εξάρτησης από τη Μόσχα και το ΚΚΣΕ. Χώρες που είχαν λαοφιλή απελευθερωτικά κινήματα και επαναστατικά καθεστώτα τα οποία δεν τοποθετήθηκαν ούτε τέθηκαν υπό την έγκριση των Σοβιετικών, χώρες που δεν είχαν σοβιετικά στρατεύματα στα εδάφη τους. Χώρες που ακολούθησαν η κάθε μία το δικό της δρόμο, έξω από την ΚΟΜΕΚΟΝ και το Σύμφωνο Βαρσοβίας. Ο ισχυρισμός ότι η Ελλάδα θα είχε τη μοίρα της Βουλγαρίας ή οποιασδήποτε άλλης χώρας του ανατολικού μπλοκ, είναι ιστορικά, πολιτικά και επιστημονικά αστήρικτος∙ είναι μια ψευτοκατασκευή που εξυπηρετεί τις πολιτικές σκοπιμότητες και την αντικομμουνιστική προπαγάνδα όσων αισθάνονται άνετα μέσα στην αδιατάρακτη υποτέλεια και ξενοδουλεία.