Στη Νίκαια που μείναμε την πρώτη φορά που ήρθαμε στην Ελλάδα, φιλοξενούμενοι στο προσφυγικό της θείας Χριστίνας, στην οδό Βιθυνίας, το καλοκαίρι του 1956, πολλοί Κοκκινιώτες ακόμα μιλούσαν μεταξύ τους τούρκικα, παλιά τούρκικα, που μερικές φορές, κι εμείς που ξέραμε τη γλώσσα, δυσκολευόμασταν να τους καταλάβουμε, γιατί εντωμεταξύ η τουρκική γλώσσα είχε υποστεί πολλές αλλαγές από τότε που έφυγαν οι πρόσφυγες το 1922-24. Έκτοτε, δεν είχε αλλάξει μόνο η γραφή, και μάλιστα με επαναστατικό τρόπο, με την ολοκληρωτική κατάργηση της οθωμανικής και την καθιέρωση του λατινικού αλφαβήτου το 1928 από τον Κεμάλ. Είχε υποστεί αλλαγές και στο λεξιλόγιο, την προφορά και τις γραμματικές δομές, στην προσπάθεια να απαλλαγεί η γλώσσα από τα «δάνεια» που είχε από την αραβική και την περσική γλώσσα και να αποκτήσει, κατά το δυνατόν, δική της ξεχωριστή ταυτότητα. Επίσης, δεν ήταν όλοι οι πρόσφυγες από το ίδιο μέρος της Μικράς Ασίας, που σημαίνει ότι ήξεραν τη γλώσσα σύμφωνα με τις παραλλαγές της ανά περιοχή, γιατί αλλιώς μιλιούνταν τα τούρκικα στο Νότο, αλλιώς στην Ανατολή, αλλιώς στον Πόντο και αλλιώς στη Θράκη. Και στην Πόλη αλλιώς μιλούσαν τα τούρκικα στις φτωχογειτονιές κι αλλιώς στα σχολεία και τα αστικά σαλόνια.
Καραμανλήδες
Επί πλέον, οι Ρωμιοί της Μικράς Ασίας είχαν διαφορετικές δικές τους προφορές και διαφορετικό βαθμό ανάμιξης των γλωσσών και των διαλέκτων. Υπήρχαν πρόσφυγες από τον Πόντο που όταν ήρθαν στην Ελλάδα ήξεραν μόνο τούρκικα, όπως και πολλοί Έλληνες του Πόντου που ήρθαν μετά το 1990, ιδίως από την περιοχή της Τσάλκας στη Γεωργία, που ήταν τουρκόφωνοι. Επίσης, οι περισσότεροι πρόσφυγες από την Καππαδοκία, που ξεριζώθηκαν με τη συμφωνία για την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1923, οι γνωστοί «Καραμανλήδες», ήξεραν μόνο τούρκικα, τα οποία, όμως, γράφονταν –πραγματική πρωτοτυπία- με ελληνικούς χαρακτήρες, τα γνωστά «καραμανλήδικα»!
Σε 50 πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά της Καππαδοκίας που ήταν ελληνικά ή κατοικούνταν κι από Έλληνες, όπως μας πληροφορεί η πρωτοπόρα ερευνήτρια Μέλπω Μερλιέ, μητρική τους γλώσσα ήταν η τουρκική. Ακόμα και οι εκκλησιαστικοί ύμνοι είχαν αποδοθεί και ψάλλονταν στα τούρκικα, αλλά ήταν γραμμένοι στα ιερά βιβλία με ελληνικούς χαρακτήρες.
Γράφει ο σπουδαίος Ελβετός μουσικολόγος Samuel Baud-Bovy στο βιβλίο του «Δοκίμιο για το Ελληνικό Δημοτικό Τραγούδι» (1948): «Τουρκόφωνοι χριστιανοί, οι Καππαδόκες από τα Φάρασα και τα Σύλατα τραγουδούσαν σε τούρκικη γλώσσα την «Ιστορία του Αβραάμ», την «Ιστορία του Ιωσήφ» και το «Μοιρολόγι της Παναγίας», ενώ οι Φαρασιώτες ανακάτευαν ελληνικά και τούρκικα στα κάλαντα των Φώτων και του Αϊ-Βασίλη. […] Στην Καππαδοκία, λοιπόν, από τη μια μεριά, διατηρήθηκε εξαιρετικά καθαρή η ελληνική παράδοση, και, από την άλλη, όπως και στον Πόντο, ορισμένα φαινόμενα εξηγούνται μόνο από τη συγχώνευση δύο πολιτισμών.»
Η μία θεία που μιλούσε τα «καραμανλήδικα» συνεννοείτο δύσκολα με την άλλη θεία που μιλούσε τα τούρκικα όπως τα μιλούσαν οι Ρωμιοί σε πολλά ελληνικά χωριά στις ακτές της Προποντίδας. Πάντως, ήταν πολλοί αυτοί που ήξεραν τούρκικα στις προσφυγογειτονιές και τα χρησιμοποιούσαν στην καθημερινή τους επικοινωνία. Όχι από φιλοτουρκισμό, αλλά γιατί αφενός κάποια νοήματα τα διατύπωναν με μεγαλύτερη ακρίβεια στα τούρκικα και αφετέρου με τη χρήση και το άκουσμα των τουρκικών κρατούσαν ζωντανές τις αναμνήσεις, αναπαριστούσαν ένα περιβάλλον μέσα στο οποίο είχαν μεγαλώσει και ανατροφοδοτούσαν την αξεπέραστη νοσταλγία για τη χαμένη τους πατρίδα.
Βέβαια, υπήρχαν και πρόσφυγες που δεν είχαν μάθει ποτέ τούρκικα γιατί ζούσαν σε αμιγώς ελληνικές κοινότητες όπου καμία «ξένη» γλώσσα δεν τους χρειαζόταν. Από τους δικούς μας παππούδες και γιαγιάδες, οι μισοί, στην Πόλη, δεν ήξεραν τούρκικα, κι ας είχαν κατάστημα στο Φανάρι.
Οι περισσότεροι, όμως, στις πυκνοκατοικημένες και αμιγώς προσφυγικές συνοικίες άκουγαν τούρκικα τραγούδια ή, κι αν δεν άκουγαν με επιλογή τους, δεν τους ενοχλούσε που τα έπαιζαν από δίσκους ή τα τραγουδούσαν οι γείτονές τους. Ήταν κάτι πολύ φυσιολογικό. Άκουγαν όχι μόνο γιατί τους θύμιζαν τις πατρίδες τους, αλλά και γιατί οι Ρωμιοί της Μικράς Ασίας και της Κωνσταντινούπολης ανέκαθεν τραγουδούσαν τούρκικα τραγούδια για να ευφρανθούν. Αυτό δεν σημαίνει ότι απαραιτήτως συγχρωτίζονταν με τους Τούρκους, αλλά ότι τα τραγούδια κυκλοφορούσαν αυτόνομα και ελεύθερα χωρίς να περιορίζονται από διανοητικά σύνορα. Ούτε στιγματίστηκαν από τις εθνικές αντιπαραθέσεις. Το ίδιο συνέβαινε, και συμβαίνει μέχρι σήμερα, με το ελληνικό τραγούδι που το αγαπούν πολύ οι Τούρκοι. Εννοείται ότι δεν συμπεριλαμβάνω τους ανθρώπους, από δω κι από κει, που αποστρέφονται κάθε τι που θυμίζει τον «άλλο». Ο πατέρας μου που έγραφε άνετα και καλλιγραφικά με την ελληνική, την τουρκική και την οθωμανική γραφή, έψαλε βυζαντινούς ύμνους στην εκκλησία και τραγουδούσε με τους γλεντζέδες φίλους του ελληνικά και τούρκικα τραγούδια. Ο παππούς από τη μητέρα μας, με καταγωγή από τη Χίο, είχε το παρατσούκλι «Σινανάις», από το γνωστό τραγούδι «σινανάι γιαβρούμ, σινανάι», επειδή έπαιζε τσιβούρι, ένα ξεχασμένο μπουζουκοειδές όργανο, ένα είδος ταμπουρά, και τραγουδούσε ελληνικά και τούρκικα τραγούδια.
Προπολεμικά
Οι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα έφεραν μαζί με τις γλώσσες που μιλούσαν και τα τραγούδια που τραγουδούσαν. Και οι δεκάδες μουσικοί που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα συνέχισαν με ζήλο να γράφουν και να ηχογραφούν τα τραγούδια που κουβάλησαν μαζί τους, αλλά και πάρα πολλά καινούργια στο ίδιο πολιτισμικό μήκος κύματος. Μερικά, ενδεικτικά:
«Μια Πολίτισσα», «Μέσα στην Πόλη βρίσκομαι (χανουμάκι)», «Εσκούταρι», «Μια έμορφη Ταταυλιανή», «Ταταυλιανή τσαχπίνα», «Πριγκιπιώτισσα», «Όμορφη γλυκιά Πολίτισσα», «Αραμπάς περνά», «Καϊξής», «Σαν τα μάρμαρα της Πόλης», «Μες της Πόλης το χαμάμ», «Ράμπι-Ράμπι» (στα τούρκικα με τη Ρόζα Εσκενάζυ), «Τσακιτζής» (παραδοσιακό τραγούδι με ήρωα Τούρκο από το Αϊδίνι) κ.λπ.
Η Μαρίκα η Πολίτισσα, ο Δημήτρης Περδικόπουλος, ο Παναγιώτης Τούντας, ο Αντώνης Διαμαντίδης, ο Κώστας Καρίπης, ο Βαγγέλης Σωφρονίου, ο Κώστας Ρούκουνας, ο Μάρκος Μελκόν, αλλά και ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Απόστολος Χατζηχρήστος, ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Ανέστος Δελιάς κ.ά. δημιουργούν ή/και ερμηνεύουν τέτοια τραγούδια.
Στην περίοδο 1922-1940, τα ανατολίτικα τραγούδια των προσφύγων αλλάζουν ριζικά και οριστικά το μουσικό τοπίο. Πέρα από τα θρακιώτικα, τα ποντιακά, τα καππαδοκικά και ιδίως τα πολίτικα και τα σμυρνέικα, τα ρεμπέτικα και τα δημοτικά, μια ολόκληρη κατηγορία τραγουδιών ήταν οι αμανέδες. Στις προσφυγικές γειτονιές της Αθήνας και του Πειραιά, της Εύβοιας, της Θράκης, της Θεσσαλονίκης και της υπόλοιπης Μακεδονίας και κάθε γωνιάς της Ελλάδας, από τη Νέα Κίο της Αργολίδας μέχρι τη Λέσβο και τη Νέα Αλικαρνασσό της Μαγνησίας, ήταν πολύ δημοφιλείς οι αμανέδες. Σύμφωνα με τα στοιχεία που μας δίνει ο Παναγιώτης Κουνάδης, ηχογραφήθηκαν από τους σπουδαιότερους συνθέτες και ερμηνευτές της εποχής, όπως οι Αντώνης Νταλγκάς, Βαγγέλης και Αγγέλα Παπάζογλου, Κώστας Νούρος, Ρόζα Εσκενάζυ, Ρίτα Αμπατζή, Μαρίκα Παπαγκίκα, Κώστας Ρούκουνας, Στράτος Παγιουμτζής κ.ά. και κυκλοφόρησαν στην Ελλάδα, σε δίσκους 78 στροφών, περισσότεροι από 300 αμανέδες, αριθμός εξαιρετικά μεγάλος αν σκεφτεί κανείς πόσο μικρός ήταν τότε ο αριθμός των γραμμοφώνων που υπήρχαν (κυρίως σε καφενεία) στην επικράτεια. Εκείνα τα χρόνια, πολλοί Ελλαδίτες, από άγνοια, προκατάληψη, αισθητική επιλογή ή αξιολογική κρίση, θεωρούσαν ότι οι αμανέδες είναι τούρκικοι, σε αντίθεση με τους πρόσφυγες που είχαν τους αμανέδες ως το κορυφαίο εκφραστικά είδος τραγουδιού, δικό τους και μέρος της πλούσιας κοινής ή συγγενικής πολιτισμικής παράδοσης της λαών της Ανατολής. Ήταν πολύ δύσκολο, έως αδύνατο, να εκφραστούν από άλλο είδος τραγουδιού οι ψυχικές καταστάσεις με τη δραματική σαφήνεια που εκφράζονταν μέσα από τους αμανέδες. Αλλά αυτό δεν άρεσε σε όλους τους Ελλαδίτες και δη εκείνους που ήταν πιο άκαμπτοι είτε σε θέματα εθνικισμού είτε στην κατεύθυνση του δυτικού εκσυγχρονισμού.
Απαγορεύσεις
Αυτή η αντιπάθεια –έως και απέχθεια- για την αυθεντική κουλτούρα των προσφύγων, συνταυτιζόταν με τον χαρακτηρισμό του «τουρκόσπορου» και αντανακλούσε τις αντιλήψεις μιας εντόπιας φτωχολογιάς που ένιωθε ότι απειλείται η επιβίωσή της από τα κύματα των προσφύγων, αλλά και ενός μεσοαστικού στρώματος που αλληθώριζε μπροστά στη δυτική κουλτούρα. Αντανακλούσε, όμως, και τις επιδιώξεις μιας ηγετικής κάστας που προσπαθούσε να αποδομήσει και να απαξιώσει ηθικά, κοινωνικά και πολιτισμικά τους πρόσφυγες προκειμένου να τους χειραγωγήσει ευκολότερα. Η απαγόρευση και η λογοκρισία από τη δικτατορία του Μεταξά, σε συνδυασμό με το «γύψο» που επέβαλε η φασιστική Κατοχή που ακολούθησε, όχι μόνο των αμανέδων και των τούρκικων τραγουδιών, αλλά και των τραγουδιών που είχαν ανατολίτικο χρώμα, συνεχίστηκε σαν πρακτική και μετά τη λεγόμενη απελευθέρωση. Μέχρι τότε πρωτοστατούσαν οι καταπληκτικοί μουσικοί που είχαν έρθει από την Ανατολή, οι οποίοι μπόλιασαν και ανανέωσαν εκ βάθρων το ελληνικό τραγούδι και το εκτόξευσαν στα ύψη της δημιουργίας και της δημοτικότητας. Με τόσο μεγάλη διάρκεια «παγώματος» και υπό την πίεση και άλλων κοινωνικών συνθηκών και παραγόντων, ο διωγμός του ανατολίτικου στοιχείου, ακόμα και εκείνου που ήταν καθαρά ρωμέικο, εξοβέλισε αυτό το δημοφιλές είδος τραγουδιού από τη δισκογραφία.
Βέβαια, στον τομέα της ζωντανής αναπαραγωγής των τραγουδιών, στα σπίτια και τους χώρους αναψυχής, τα ανατολίτικα τραγούδια συνέχισαν να παίζονται και να τραγουδιούνται, αλλά υπό διαρκή πίεση και απόρριψη. Μέσα στα μεταπολεμικά λαϊκά τραγούδια, που οι ρίζες τους δεν κρύβονταν, συνυπήρχαν λέξεις τούρκικες όπως αυτές που χρησιμοποιούσαν οι πρόσφυγες στην καθημερινή τους ζωή. Λέξεις, φράσεις και εκφράσεις που ενδυνάμωναν τα νοήματα των τραγουδιών και τα έκαναν πιο εύληπτα από το ακροατήριο. Προσθήκες τόσο εύχρηστες και οικείες που υιοθετήθηκαν ή διατηρήθηκαν και από άλλα μη προσφυγικά στρώματα του πληθυσμού.
Ανθεκτικά
Είναι πέρα από κάθε αμφιβολία χαρακτηριστικό της δημοτικότητας των εξ Ανατολών προερχόμενων τραγουδιών, παρ’ όλες τις απαγορεύσεις και απαξιώσεις, το γεγονός ότι στα σπίτια, τα γλέντια και τους χώρους αναψυχής, τα καφενεία, τις ταβέρνες και τα κέντρα διασκέδασης, δεν έπαψαν καθόλου να τραγουδιούνται αυτά τα τραγούδια, τα ανατολίτικα, τα τούρκικα, τα τουρκοειδή, τα ελληνοτουρκικά και τα ελληνικά με τούρκικες λέξεις και φράσεις και ιδίως εκείνα που αναφέρονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στην Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη και τον εν γένει τρόπο ζωής στην Ανατολή. Τραγούδια όπως τα: «Νύχτες της Σταμπούλ» του Γιώργου Μητσάκη (1947), «Μες τον οντά ενός πασά» του Σπύρου Περιστέρη και του Μίνωα Μάτσα (1947), «Γκιουλ Τζαμάλ» του Τόλη Χάρμα, «Μα τον Αλλάχ, Τζεμιλέ μου» του Μανώλη Χιώτη (1949), «Γκιουλ Μπαχάρ» του Βασίλη Τσιτσάνη (1951), «Καραμπιμπερίμ (Μες της Πόλης τα στενά)» διασκευασμένο από τον Γιάννη Παπαϊωάννου (1952) ή το «Αλά Τούρκα χόρεψέ μου» του Βασίλη Τσιτσάνη (1957) και το «Αμάν γκιουζελίμ» του Θόδωρου Δερβενιώτη (1960), καθώς και πολλά άλλα -παρόμοιου ύφους με τα προπολεμικά- ήταν καινούργια. Και όλα αυτά, μαζί με τα προπολεμικά, αναζωπυρώθηκαν και επανήλθαν στο προσκήνιο με νεανικές φωνές από τη δεκαετία του 1970 με την αποκαλούμενη αναβίωση του ρεμπέτικου.
Αποδεικτικό της δημοτικότητάς τους, σε εποχές εκ των άνω απαξίωσης και περιφρόνησής τους, είναι ότι ο κορυφαίος των τραγουδιστών, ο Στέλιος Καζαντζίδης, στο φόρτε της δημοτικότητάς του, γύρω στο 1960, ηχογραφεί μια σειρά τούρκικων τραγουδιών, στα τούρκικα, που κυκλοφορούν από την Κολούμπια! Εξάλλου, από τότε, ο Στέλιος δήλωνε μεγάλος θαυμαστής του Zeki Müren που θεωρείται ο «Καζαντζίδης» της Τουρκίας.
Και όσοι τραγουδιστές είχαν τις απαραίτητες φωνητικές δυνατότητες, συνέχιζαν στα κέντρα διασκέδασης και τα πανηγύρια να κάνουν αμανέδες αποσπώντας την επιδοκιμασία του ακροατηρίου που ήταν πλέον μικτό, από πρόσφυγες και Ελλαδίτες που ελκύονταν από τα τραγούδια και τις μουσικές της Ανατολής.
Ήταν απολύτως φυσικό οι ψαλτάδες να τραγουδούν αμανέδες και αξιοπρόσεκτο ότι ερμηνευτές του δημοτικού τραγουδιού, όπως ο μέγας Γιώργος Παπασιδέρης, έχουν ηχογραφήσει πολλούς κλασικούς αμανέδες όπως ο «Γκιουζέλ σαμπάχ μανές».
Μεταπολεμικά
Στη δεκαετία του 1950, τα ελληνικά και τα τούρκικα τραγούδια ταξιδεύουν ανάμεσα στις δύο χώρες. Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις οξύνονται από το 1955, αλλά τα τραγούδια δεν πτοούνται. Πρώτα-πρώτα, είναι οι δίσκοι που πολλαπλασιάζονται και μεταφέρονται πιο εύκολα όταν καθιερώνεται το φορμάτ του «μικρού δίσκου», που παίζει στις 45 στροφές και είναι πολύ ελαφρύτερος από τον 78άρη δίσκο. Αλλά είναι και το ραδιόφωνο που δεν αναγνωρίζει σύνορα και μεταδίδει τις μουσικές και τα τραγούδια από τη μια χώρα στην άλλη. Μετά, είναι οι τσιγγάνοι που γυρίζουν σε όλη την Ελλάδα πουλώντας τις πραμάτειες του και κουβαλώντας μελωδίες και σκοπούς από τα Βαλκάνια και την Τουρκία με τα κλαρίνα και τα βιολιά τους. Οι μουσουλμάνοι της Θράκης ζουν πιο περίκλειστοι στις περιοχές τους και δεν μοιράζονται τις μουσικές τους με τους Έλληνες είτε γιατί δεν έχουν πολλές επαφές είτε γιατί ως θρησκευόμενοι με έντονη την επιρροή της οθωμανικής κουλτούρας έχουν την κοσμική μουσική σε πιο περιορισμένη κλίμακα. Οι τσιγγάνοι, όμως, μουσουλμάνοι ή χριστιανοί, δεν έχουν τέτοιες παρωπίδες, αγκαλιάζουν κάθε μουσική που τους αρέσει και τη διαδίδουν χάρη στο νομαδικό τρόπο ζωής τους. Οι ίδιοι μουσικοί που παίζουν τα παραδοσιακά τραγούδια στα πανηγύρια, παίζουν και τα λαϊκά και τα λεγόμενα τουρκογύφτικα, ανάλογα με την περίσταση. Και πηγαινοφέρνουν μουσικές από τα Βαλκάνια και την Τουρκία για να αντιγραφούν ή να διασκευαστούν και να ενσωματωθούν στον κορμό της ελληνικής και της τούρκικης αντίστοιχα μουσικής. Οι τσιγγάνοι φέρνουν τούρκικα, αλλά οι ίδιοι δεν τολμούν να τα τραγουδήσουν σε δημόσιους χώρους προσπαθώντας επί δεκαετίες να γίνουν αποδεκτοί ως Έλληνες πολίτες.
Το τραγούδι «Γαρύφαλλο στ’ αφτί» του Μάνου Χατζιδάκι και του Αλέκου Σακελλάριου, που γράφεται για τις ανάγκες της ταινίας «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο» για την «τσιγγάνα τουρκογύφτισσα» γίνεται μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες όλων των εποχών με τη φωνή του Μπιθικώτση, ενώ πολύ αργότερα ηχογραφείται από τη Βιτάλη, την Αρβανιτάκη κ.ά. Στην ταινία, το ερμηνεύει –με το φοβερό ντουέτο Αυλωνίτη-Φωτόπουλου- η Αναστασία Χριστοδούλου, δηλαδή η γεννημένη στην Αλεξάνδρεια ηθοποιός με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Σούλη Σαμπάχ (που σημαίνει πρωινό στα τούρκικα και τα αραβικά)! Και δεν είναι η μόνη που δανείζεται ανατολίτικο, τουρκομερίτικο ψευδώνυμο, αν θυμηθούμε και την ποντιακής καταγωγής Σεβαστή Παπαδοπούλου που έκανε καριέρα και αγαπήθηκε ως Σεβάς Χανούμ. Αλλά και τα παρατσούκλια του Αντώνη Διαμαντίδη είναι «Νταλγκάς», του Γιάννη Εϊτζιρίδη «Γιοβάν Τσαούς» και του Γιάννη Σταμούλη «Μπιρ Αλλάχ»! Είναι δε πολλά τα τραγούδια που είναι αφιερωμένα σε γυναίκες με ονόματα αραβικά, ινδικά και τούρκικα, όπως Σεράχ, Φαρίντα, Τζεμιλέ, Ζεχρά, Φαράχ, Ζαΐρα κ.λπ., ενώ δεν υπάρχουν τραγούδια που να εξυμνούν καμία Ρίτα, Κάθριν, Κλαούντια ή Τζίνα, ούτε καν Μέριλιν ή Μπριζίτ, παρ’ όλο που στις αστικές οικογένειες διεισδύουν ονόματα δανεισμένα από τις πρωταγωνίστριες του Χόλιγουντ, της Τσινετσιτά και του γαλλικού νουβέλ βαγκ, τη Χέιγουορθ, την Χέπμπορν, την Μονρόε, την Μπαρντό, την Καρντινάλε ή την Λολομπριτζίτα.
Η «Μανόλια» που γίνεται μεγάλο σουξέ από τον Μανώλη Αγγελόπουλο είναι τούρκικο τραγούδι και η «Μαντουμπάλα» που για πολλά χρόνια ήταν πρώτη σε πωλήσεις δίσκων έχει στίχους της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου τους οποίους εμπνεύστηκε από μια όμορφη Ινδή ηθοποιό που είχε πεθάνει πρόωρα. Και μ’ αυτά τα ονόματα, τα τούρκικα, τα αραβικά και τα ινδικά, ονοματίζονται πολλά παιδιά στις λαϊκές συνοικίες. Ζιγκουάλα έλεγαν την πρώτη γυναίκα του Μάρκου Βαμβακάρη και το όνομα Σουλτάνα ήταν πολύ δημοφιλές. Δεν κυριαρχεί στους λαϊκούς ανθρώπους ο ρατσισμός και η απαξιωτική θεώρηση της ανατολίτικης κουλτούρας που καλλιεργείται συστηματικά από το εποικοδόμημα για πολιτικούς, κοινωνικούς και πολιτιστικούς λόγους. Αντιθέτως, θεωρείται πολύ οικεία, πολύ δική μας η πλούσια κουλτούρα της Ανατολής. Και καλλιτεχνικά, πολύ αισθηματική, μυστηριώδης και φαντασμαγορική. Οι πολίτες ξέρουν ότι σουλτάνα σημαίνει βασίλισσα, αυτοκρατόρισσα, είναι όνομα μεγαλοπρεπές, τιμητικό γι’ αυτήν που το φέρει. Και όλα τα άλλα ονόματα ηχούν εξωτικά και ταυτίζονται με την ομορφιά και τον έρωτα. Εξάλλου, στην καθημερινή γλώσσα, οι τούρκικες λέξεις είναι άφθονες και δεν χρησιμοποιούνται σαν ξένες, από τους μπακλαβάδες, τα κανταΐφια και τους κιοφτέδες ως τα χαλιά, τα χαρτζιλίκια, τα κέφια και τα γλέντια.
(Συνεχίζεται)