Πρόσφατα δημοσιεύθηκε από το ΚΕΠΕ μελέτη που υπογράφει ο Βλάσης Μισσός για τις πραγματικές αμοιβές εργασίας στην Ελλάδα. Όταν λέμε πραγματικές αμοιβές εργασίας εννοούμε τον μισθό (στη συγκεκριμένη περίπτωση το ωρομίσθιο) σε σχέση με τα αγαθά που μπορεί να αγοράσει. Αυτή η ονομαζόμενη αγοραστική δύναμη του μισθού (Purchase Power Parity εν συντομία PPP) αποτελεί έναν κοινά αποδεκτό δείκτη για να γίνονται συγκρίσεις μεταξύ κρατών και να εξάγονται συμπεράσματα ως προς το βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού λαμβάνοντας υπόψη όχι μόνο το επίπεδο των μισθών αλλά και το επίπεδο των τιμών. Εάν μάλιστα το επίπεδο των μισθών σταθμιστεί και με τις ώρες εργασίας (όπως γίνεται στην περίπτωση της συγκεκριμένης μελέτης) τα αποτελέσματα είναι ακόμα πιο αξιόπιστα για το επίπεδο ζωής του πληθυσμού. Τα κεντρικά συμπεράσματα από τη συγκεκριμένη μελέτη για την παρούσα περίοδο είναι δύο:

1) Λαμβάνοντας υπόψη και τον αριθμό των ωρών εργασίας οι μισθοί ανά ώρα εργασίας στην Ελλάδα σε σχέση με την αγοραστική τους δύναμη (PPP) το 2023 είναι οι χαμηλότεροι στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 27 (Ε.Ε.27), κάτω και από τη Βουλγαρία.

2) Οι εργαζόμενοι φτωχοί στην Ελλάδα το 2022 ανέρχονται σε ποσοστό στο 23,1% σε σύγκριση με το όριο φτώχειας του 2009.

Τα συμπεράσματα αυτά δεν είναι κάτι νέο στην ελληνική κοινωνία. Είναι κάτι που το βιώνουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι. Το επιβεβαιώνουν τα δημοσιοποιούμενα κατ΄έτος στοιχεία της Eurostat. Τώρα όμως ένα κυβερνητικό συμβουλευτικό όργανο, το ΚΕΠΕ, έρχεται να τεκμηριώσει με ξεκάθαρο τρόπο το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα είναι σε πραγματικούς όρους αμοιβών οι φτωχότεροι στην Ε.Ε.27 πριν μπούμε στα θέματα φορολογίας, κοινωνικής ασφάλισης κ.λπ.

Μισθοί ανά ώρα εργασίας σε PPP.

Στην περίοδο 1995-2008 η Ελλάδα ήταν λίγο πάνω από το 60% του μέσου όρου των χωρών της Ε.Ε.27. Δεν ήταν ψηλά στην κατάταξη στην Ε.Ε.27, καθώς βρισκόταν μεταξύ 8ης και 9ης θέσης από το τέλος, αλλά είχε μια «ήπια συγκλίνουσα τάση προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο». Η τάση αυτή ανακόπτεται το 2007-2008 και από το 2009 αρχίζει η κάθοδος. Στην αρχή σημαντική λόγω των μνημονίων με τις περικοπές στους μισθούς και ήπια τα τελευταία χρόνια (από το 2017). Ακόμα και μετά τη διαφημιζόμενη «έξοδο από τα μνημόνια» η τάση συνεχίζει να είναι καθοδική.

Βασικό στοιχείο διαφοροποίησης της Ελλάδας σε σχέση με το μέσο όρο της Ε.Ε.27 την περίοδο διακυβέρνησης Ν.Δ.-Μητσοτάκη είναι η σημαντική αύξηση των ωρών εργασίας, λόγω της κατάστασης στην αγορά εργασίας και των γενικότερων συνθηκών εργασίας. Στην περίοδο από το 2020, μετά την αρχική μείωση των ωρών εργασίας λόγω της πανδημίας, ξεκινά η αύξηση των ωρών που είχε σαν αποτέλεσμα να είναι +3,4% στην Ε.Ε.27 αλλά +9,25% στην Ελλάδα. Στην περίοδο αυτή η Ελλάδα εμφανίζει τη δεύτερη υψηλότερη επίδοση σε ώρες εργασίας ανά εργαζόμενο. Δηλαδή η «ισχυρή ανάπτυξη», η μείωση της ανεργίας, η ονομαστική αύξηση των μισθών και όλα όσα αναφέρει κατά καιρούς η κυβέρνηση δεν βελτίωσαν σε πραγματικούς όρους την θέση των εργαζόμενων. Οι νέες θέσεις και οι συνθήκες εργασίας αφορούν περισσότερο χρόνο με σταθμισμένα χαμηλότερες αμοιβές. Αυτή είναι η «ανάπτυξη» που πραγματοποιεί η κυβέρνηση και για την οποία αυτοθαυμάζεται!

Για να φτάσουμε σε αυτό το επίπεδο, κοινώς χάλι, ώστε να είμαστε οι πλέον φτωχά αμειβόμενοι εργαζόμενοι στην Ε.Ε.27 έχει προηγηθεί μια διαδικασία μνημονίων και συνοδευτικών πολιτικών «μεταρρυθμίσεων», εκτός της μνημονιακής περιόδου, που έχουν σαν αποτέλεσμα τη μείωση των πραγματικών ωρομισθίων στην Ελλάδα κατά 23,7% στην περίοδο 2009-2023 Η μείωση αυτή ήταν η μεγαλύτερη στην Ε.Ε.27 με δεύτερη την Ουγγαρία με -15%.

Εργαζόμενοι φτωχοί στην Ελλάδα

Σύμφωνα με την Eurostat, ως εργαζόμενοι φτωχοί ορίζονται όσοι, αν και εργάζονται (είτε μισθωτοί είτε αυτοαπασχολούμενοι) το ατομικό τους διαθέσιμο εισόδημά του βρίσκεται κάτω από το όριο φτώχειας. Ειδικότερα φτωχοί εργαζόμενοι θεωρούνται όσοι, αν και εργάζονται το διαθέσιμο εισόδημά τους είναι χαμηλότερο του 60% του διάμεσου εισοδήματος.

Στην Ελλάδα των μνημονίων είναι γνωστό ότι οι αμοιβές εργασίας μειώθηκαν δραματικά. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να μειώνεται το διάμεσο εισόδημα και συνεπώς το αποτέλεσμα του δείκτη φτώχειας αφού είναι κριτήριο το 60%. Όμως αυτή η προσέγγιση κρύβει την πραγματικότητα. Έτσι κρύβει την πραγματική φτώχεια σε όλη αυτή την περίοδο από το 2009 μέχρι και το 2022 που υπάρχουν διαθέσιμα συγκριτικά στοιχεία. Οι μισθοί μειώθηκαν όχι όμως και οι τιμές και ανάγκες διαβίωσης. Συνεπώς δεν είναι λογικό να μειώνεται το όριο φτώχειας επειδή μειώθηκαν οι μισθοί λόγω μνημονίων, όταν οι ανάγκες επιβίωσης παρέμειναν ως είχαν και τα τελευταία χρόνια με τον πληθωρισμό έχουν «εκτοξευτεί». Έτσι τα «επίσημα» στοιχεία που παρουσιάζονταν για το επίπεδο φτώχειας ήταν μια ωραιοποιημένη κατάσταση της πραγματικότητας, ειδικά μετά το 2015. Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά την περίοδο 2009-2015 οι εργαζόμενοι φτωχοί αντιστοιχούν στο 14-15% των εργαζομένων. Μετά το ποσοστό αυτό μειώνεται και καταλήγει σε λιγότερο από 10% το 2022.

Όμως η πραγματικότητα είναι διαφορετική από αυτές τις στατιστικές. Σύμφωνα με τη μελέτη του ΚΕΠΕ το πραγματικό όριο φτώχειας πρέπει να μείνει διαχρονικά σταθερό όταν με πολιτικές αποφάσεις μειώνονται οι μισθοί, καταργούνται οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας κλπ και συνεπώς μειώνεται διοικητικά ο διάμεσος μισθός που οδηγεί σε μείωση του ορίου φτώχειας, χωρίς να μειώνονται τιμές κ.λπ. Με αυτό ως δεδομένο (χρήση δείκτη σταθερού ορίου φτώχειας) για την περίοδο των μνημονίων και των συνεπειών τους τα αποτελέσματα είναι τελείως διαφορετικά και απεικονίζουν την πραγματική κατάσταση την οποία βιώσαμε / βιώνουμε όλοι μας, είτε άμεσα ως παθόντες (ενταγμένοι στους εργαζόμενους φτωχούς) είτε έμμεσα καθώς βλέπουμε τι γίνεται δίπλα μας, με τον συνάνθρωπό μας. Έτσι το 2015 περίπου το 40% των εργαζόμενων όλων των κατηγοριών ζούσε με διαθέσιμο εισόδημα κάτω από το όριο της φτώχειας (σύμφωνα με το όριο του 2009). Μέχρι δε και το 2022, σύμφωνα με τη μελέτη «η επίδραση της μακράς ύφεσης της ελληνικής οικονομίας στα εισοδήματα των εργαζομένων δεν είχε επανέλθει στα προ κρίσης, επίπεδα.» Το αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι ακόμα και το 2022 το 23,1% των εργαζόμενων (σχεδόν ένας στους τέσσερις) να βρίσκεται κάτω από το όριο φτώχειας του 2009.

Η απάντηση της κυβέρνησης στη μελέτη

Ενώ η κρατική μελέτη κατέγραψε την δεινή θέση των εργαζόμενων στην ελληνική οικονομία η κυβέρνηση αντί να τοποθετηθεί στην ουσία των όσων αναφέρει και να εκθέσει τα επιχειρήματά της πέρασε στην «επίθεση» κατά της αντιπολίτευσης για να αποδείξει την ευημερία των ελλήνων πολιτών αλλά με λαθροχειρίες. Τρία ήταν τα βασικά της επιχειρήματα:

1) «Ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα είναι στην 11η θέση ανάμεσα σε 22 χώρες της ΕΕ που έχουν θεσμοθετήσει κατώτατο μισθό». Εδώ η κυβέρνηση, δια του «υπουργού» προπαγάνδας μένει στους ονομαστικούς μισθούς και ξεχνά την αγοραστική δύναμη του μισθού, δηλαδή το επίπεδο τιμών και τις ώρες εργασίας για το επίπεδο του μισθού. Κοινώς είμαι καλύτερος από τον εργαζόμενο της Α΄ χώρας επειδή στο τέλος του μήνα παίρνω περισσότερα χρήματα από αυτόν. Το γεγονός ότι εμένα μου φτάνουν να ζήσω μόνο μέχρι τις 20 του μήνα ενώ ο άλλος βγάζει το μήνα είναι «ψιλά γράμματα» για την κυβερνητική προπαγάνδα.

2) Στην πραγματική ατομική κατανάλωση η Ελλάδα είναι στην 21η θέση στην Ε.Ε.27, πάνω από τη Βουλγαρία και 5 ακόμα χώρες! Φυσικά όταν υπολογίζει τη μέση κατανάλωση προσθέτοντας στα π.χ. 500 ευρώ του εργαζόμενου τα 10.000 ευρώ αυτών που αποκομίζουν τα κέρδη κλπ η μέση κατανάλωση είναι υψηλή φαινομενικά για τον εργαζόμενο. Εξ άλλου ένας δείκτης που καταγράφει το αδιέξοδο στο ελληνικό νοικοκυριό είναι η μείωση το τελευταίο διάστημα των αποταμιεύσεων στις τράπεζες. Αν ευημερούσαν οι εργαζόμενοι, όπως θέλει να παρουσιάζει η κυβέρνηση, «δεν θα έτρωγαν από τα έτοιμα».

3) Η Ελλάδα «βρίσκεται σταθερά στις πρώτες θέσεις του ρυθμού αύξησης του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ.» Φυσικά όταν στο ετήσιο εισόδημα του μισθωτού των λίγων χιλιάδων ευρών προστίθεται και το «εισόδημα» του μεγαλοεπιχειρηματία των εκατοντάδων χιλιάδων ή και εκατομμυρίων ευρώ είναι φυσικό το μέσο εισόδημα να είναι «φουσκωμένο». Ενδεικτικά τα 4,5 δισ. κέρδη των τραπεζών 2023 για να μην πάμε σε άλλες κατηγορίες που είναι και αφορολόγητα κλπ πόσο επηρέασαν την αύξηση του μέσου κατά κεφαλήν εισοδήματος του μισθωτού; Τα εκατοντάδες χιλιάδες μπόνους των μεγαλοστελεχών των επιχειρήσεων όπως του κ. Στάση της ΔΕΗ πόσο επηρέασαν το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ του μισθωτού; Κοινώς η λαθροχειρία από πλευράς κυβέρνησης και η συνειδητή παραπλάνηση του κόσμου είναι στην πρώτη γραμμή της πολιτικής της.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!