του Βασίλη Ασημακόπουλου
«Σ’ αυτό η επιστήμη μας βοηθά. Γιατί εδώ έχουμε όχι ένα κράτος που δημιουργεί έθνος. Αυτό, το ελληνικό έθνος είναι ιστοριογεννημένο, το γέννησε η Φιλοσοφία, η Ποίηση, ο Ιωνικός, Δωρικός, Κορινθιακός ρυθμός, οι Μούσες, η μυθολογία και η Ιστορία. Εδώ το κράτος είναι αδύνατο, δορυφορικό, περιφερειακό, όπως το ανέλυσε η νοτιοαμερικανική κοινωνιολογία, οι δάσκαλοι μου. Εδώ όμως είναι ένα επίπεδο χειρότερα. Το κράτος είναι ενάντια στο έθνος» Μιχάλης Χαραλαμπίδης, 2010
Πριν από λίγες μέρες κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πόλις το νέο βιβλίο του Γιάννη Βούλγαρη, «Ελλάδα: μια χώρα παραδόξως νεωτερική» (σελίδες 320). Ένας τίτλος που ουσιαστικά συμπυκνώνει και προϊδεάζει, θέτοντας ερωτήματα για το περιεχόμενο του βιβλίου.
Πολύ γνωστός ο συγγραφέας, με πλούσια επιστημονική διαδρομή στα πεδία της ιστορικής κοινωνιολογίας και της πολιτικής επιστήμης, αλλά και με συμμετοχή στα κοινά. Σήμερα ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο, προερχόμενος από την ανανεωτική Αριστερά (Αντιδικτατορικός Ρήγας, ΚΚΕ εσωτερικού, ΕΑΡ στη συνέχεια), υπήρξε από τους βασικούς διανοούμενους υποστηρικτές του εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος τη δεκαετία του ’90.
Σε εκείνο το εγχείρημα ανήκαν επίσης οι Τσουκαλάς, Μουζέλης, Αλιβιζάτος, Δερτιλής, Λιάκος, Διαμαντούρος και πολλοί άλλοι. Μπορεί κανείς να μάθει περισσότερα στο Βούλγαρης Γ., Διαμαντούρος Ν., Λιάκος Α., Παπούλιας Δ. και Στουρνάρας Γ. «Η προοπτική του εκσυγχρονισμού στην Ελλάδα», εκδ. Καστανιώτη, 2002).
Ο Γιάννης Βούλγαρης έχει εκτενές και ενδιαφέρον συγγραφικό έργο δημοσιευμένο σε βιβλία, συλλογικούς τόμους και άρθρα ακαδημαϊκά και μη, μεταξύ των οποίων «Ο Δύσκολος Εκσυγχρονισμός. Πολιτικές στρατηγικές και κοινωνικό κράτος στη σύγχρονη Ιταλία», εκδόσεις Εξάντας, 1990, «Η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης» εκδ. Θεμέλιο 2002, «Φιλελευθερισμός, συντηρητισμός και κοινωνικό κράτος 1973-1990» εκδόσεις Θεμέλιο, 2003. Διατυπώνει δημόσιο λόγο, κάποτε και με διάθεση ενεργητικής παρέμβασης, ιδιαιτέρως τα πρώτα χρόνια της μνημονιακής περιόδου.
Συνεπώς όταν ένας δημόσιος διανοούμενος όπως ο Γιάννης Βούλγαρης κάνει θεωρητικές «στροφές», ή σε κάθε περίπτωση επανεξετάζει ζητήματα και «αναλυτικά στερεότυπα», ή προβαίνει σε θεωρητική «επανεπίσκεψη της ελληνικής περίπτωσης», σύμφωνα με την ορολογία του βιβλίου (Γ.Β., 2019:19), το πράγμα έχει τη σημασία του, όπως ίσως θα έγραφε και ο Άγγελος Ελεφάντης.
Μια θεωρία για τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό
Το νέο βιβλίο του Βούλγαρη σύμφωνα με το διακηρυγμένο στόχο του (ό.π.: 12) επιχειρεί να διαμορφώσει ένα νέο επιστημονικό-αναλυτικό παράδειγμα σχετικά με το ερμηνευτικό σχήμα της εξέλιξης του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού από την Επανάσταση μέχρι σήμερα. Ασκώντας κριτική στον οικονομικό αναγωγισμό από τον οποίο θεωρεί ότι πάσχουν το μαρξιστικό και το φιλελεύθερο παράδειγμα, επιχειρεί να διαμορφώσει μια θεωρία για τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό.
Αυτό το κάνει επαγωγικά, όπως γράφει, από κάτω προς τα πάνω, από τα εμπειρικά δεδομένα, δηλαδή, στο αναλυτικό σχήμα, λαμβάνοντας ως αποτέλεσμα αποστάσεις από βασικές θέσεις της θεωρίας του εκσυγχρονισμού (modernization theory). Στην διαμόρφωση της εν λόγω θεωρίας ο Βούλγαρης έχει συνεισφέρει στην ελληνική διανοητική παραγωγή, με την επιμέρους αλλά σαφή κριτική που ασκεί σε όψεις της εκσυγχρονιστικής θεωρίας, ιδίως στο διχοτομικό πλαίσιο του πολιτισμικού δυισμού ως ανεπαρκές εργαλείο ανάλυσης της «ελληνικής περίπτωσης» (ό.π.: 81).
Ουσιαστικά, επιχειρεί να κινηθεί σε μια σχετικοποίηση του σχήματος «βάση-εποικοδόμημα» με όρους άτεγκτα ντετερμινιστικούς, πιθανόν στην παλιά καλή παράδοση της πουλαντζικής σχετικής αυτονομίας, του λεγόμενου «πολιτικισμού» ή του πρωτείου της πολιτικής, σύμφωνα με τον τίτλο του βιβλίου της Μπέρμαν, στο οποίο άλλωστε παραπέμπει σ’ ένα σημείο ο συγγραφέας (ό.π : 236).
Το πρώτο βασικό σχήμα που συνιστά ενδιαφέρουσα διαφοροποίηση σε σχέση με τις οπτικές της θεωρίας του εκσυγχρονισμού, είναι ότι το αναλυτικό βάρος του βιβλίου δίνεται στις ιδιαιτερότητες της ελληνικής περίπτωσης, προφανώς όχι με τη λογική του εξαιρετισμού, αλλά με τη συγκεκριμένη μορφή που λαμβάνει η κίνηση προς μια ευρωπαϊκή κανονικότητα (ό.π.: 21). Η έμφαση δίνεται λοιπόν στις ελληνικές ιδιαιτερότητες ή ορθότερα στη διαλεκτική σχέση ομογενοποίηση-διαφοροποίηση (ό.π.: 90).
Μια σχέση βέβαια ήδη κατατεθειμένη από τη δεκαετία του ‘70 στον δημόσιο διάλογο από τους Έλληνες θεωρητικούς της εξάρτησης, όπως λ.χ. τον Κώστα Βεργόπουλο στο «Αγροτικό Ζήτημα στην Ελλάδα». Η κοινωνική ενσωμάτωση της γεωργίας και ιδίως στο τελευταίο κεφάλαιο για την Νεοελληνική Ιδεολογία (Εξάντας, 1975: 297 επ).
Ειδικά στο ζήτημα αυτό, ο Βεργόπουλος προβαίνει σε μια πολύ ενδιαφέρουσα επισήμανση για την κοινή αντίληψη φιλελευθερισμού και αριστεράς στη γραμμική πορεία των κοινωνιών, ως παράγωγο του εξελικτισμού, τη λεγόμενη θεωρία των σταδίων. Οι πηγές αυτής της θεωρίας βρίσκονται στο ηγεμονικό φιλοσοφικό κλίμα του τέλους του Ευρωπαϊκού 19ου αιώνα αλλά και όψεων του κωδικοποιημένου μαρξισμού της Δεύτερης Διεθνούς, τόσο στις εγχώριες τριτοδιεθνιστικές εκδοχές τους, όσο και στην αντίστοιχη εκσυγχρονιστική μεταφορά της, αναλύοντας τη σχετική κριτική της θεωρίας της εξάρτησης, καθώς και Ελλήνων σοσιαλιστών του Μεσοπολέμου.
Αλλά και την περίοδο της παγκοσμιοποίησης ο οξυδερκής Ιγνάσιο Ραμονέ επεσήμανε, στη «Γεωπολιτική του Χάους» (Πόλις, 2000) τη διττή αντιθετική κίνηση που προκαλεί η κυρίαρχη ομογενοποιητική δυναμική της παγκοσμιοποίησης στους εθνικούς κοινωνικούς σχηματισμούς. Σε κάθε περίπτωση, ο Γιάννης Βούλγαρης επιχειρεί να διαμορφώσει ένα νέο αναλυτικό παράδειγμα της εξέλιξης του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, του συστήματος Ελλάδα, στη βάση τεσσάρων στοιχείων και στη μεταξύ τους σύνδεση: Γεωπολιτική, μικροκαπιταλισμός, ελληνικό κράτος, πρώιμος εκδημοκρατισμός.
Γεωπολιτική και μικροκαπιταλισμός
Πρώτο και συντακτικής σημασίας χαρακτηριστικό, όπως τονίζει ο συγγραφέας, είναι το βάρος της γεωπολιτικής (και του πολέμου) στην εξέλιξη του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, με το χαρακτηριστικό τίτλο του κεφαλαίου: «Η Ελλάς είναι έθνος γεωπολιτικόν» (ό.π:141). Θεωρεί –και απολύτως εύστοχα κατά τη γνώμη μου– ότι η επίδραση του διακρατικού παιχνιδιού στην περιοχή είναι καταλυτικής σημασίας (ό.π:149). Η εξέλιξη της Ελλάδας «παίχτηκε» στη γεωπολιτική. Ως αποτέλεσμα αυτού, αποδίδει στο ιδιαίτερο βάρος του «εθνικού» τη sui generis διαμόρφωση των διαιρετικών τομών, έκφραση των οποίων υπήρξε η μορφοποίηση και των τριών πολιτικών παρατάξεων (ό.π.: 162).
Το δεύτερο στοιχείο-ιδιαιτερότητα είναι το βάρος της μικροϊδιοκτητικής κοινωνικής δομής, χρησιμοποιώντας ως υπότιτλο ενότητας τον όρο «Μικροκαπιταλισμός» (ό.π.: 175). Η σταθερά διευρυμένη αναπαραγωγή του στοιχείου της μικροϊδιοκτησίας-αυτοαπασχόλησης, οδηγεί σε επιβράδυνση των ρυθμών συγκέντρωσης κεφαλαίου και παραγωγής, επιβάλλοντας μια εξελικτική διαδικασία χωρίς απότομες ρήξεις, μια συμβιωτική σχέση, όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει, μεταξύ μεγάλων συσσωρεύσεων και μικροϊδιοκτησίας (ό.π.: 182).
Αυτά τα δύο στοιχεία συνιστούν τομή σε σχέση με προηγούμενα αναλυτικά σχήματα του συγγραφέα, κυρίως στο ζήτημα των εμφάσεων και της οπτικής και θεωρώ ότι είναι από τα πιο γόνιμα και ενδιαφέροντα του βιβλίου του.
Το νέο βιβλίο του Βούλγαρη σύμφωνα με το διακηρυγμένο στόχο του επιχειρεί να διαμορφώσει ένα νέο επιστημονικό-αναλυτικό παράδειγμα σχετικά με το ερμηνευτικό σχήμα της εξέλιξης του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού από την Επανάσταση μέχρι σήμερα. Ασκώντας κριτική στον οικονομικό αναγωγισμό από τον οποίο θεωρεί ότι πάσχουν το μαρξιστικό και το φιλελεύθερο παράδειγμα, επιχειρεί να διαμορφώσει μια θεωρία για τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό
Για το ελληνικό κράτος
Το τρίτο στοιχείο της ανάλυσης έρχεται ήδη από παλαιότερες επεξεργασίες του συγγραφέα και αφορά τη θετική οπτική του ρόλου του κράτους (state building, state-society perspective κ.λπ.) στην εξέλιξη του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Κατά τη γνώμη μου, αυτό είναι το λιγότερο δυνατό σημείο της ανάλυσης ή σε κάθε περίπτωση καταθέτω τη διαφωνία μου με τη συγκεκριμένη οπτική.
Διαφωνώ, όχι γιατί δεν είχε πολύ σημαντικό ρόλο το ελληνικό κράτος, αλλά δεν ήταν μονοσήμαντα θετικός ο ρόλος του, όπως κατά βάση θεωρείται από τον συγγραφέα κι αυτό όχι για τους λόγους του μεγέθους του ή των πανταχού παρόντων πελατειακών σχέσεων.
Αυτά τα δύο στοιχεία έχουν ήδη απαντηθεί πειστικά από πολιτικούς επιστήμονες και κοινωνιολόγους και από τον ίδιο τον συγγραφέα. Στο σημείο του μονοδιάσταστα θετικού ρόλου του κράτους, ως φορέα νεωτερικότητας και εξευρωπαϊσμού, είναι που ασκεί κατά τη γνώμη μου τη μεγαλύτερη επιρροή η θεωρία του εκσυγχρονισμού, όπως διαμορφώθηκε διεθνώς, στο νέο βιβλίο του Βούλγαρη, με αποτέλεσμα να επαναλαμβάνονται βασικές όψεις αυτού του σχήματος.
Η κριτική του στο μαρξιστικό παράδειγμα και ιδίως στη θεωρία της εξάρτησης, τον αποτρέπει από το να δει βασικές –και κυρίαρχες– όψεις του εξαρτημένου καπιταλιστικού ελληνικού κράτους όπως εκδηλώνονται ιδίως ως αποτέλεσμα εσωτερίκευσης των δομών και σχέσεων ιμπεριαλιστικής εξάρτησης – ακριβώς ως ιστορικό προϊόν γεωπολιτικών συγκρούσεων.
Για παράδειγμα, ενώ διαπιστώνει εύστοχα για τον 19ο αιώνα ότι «το κράτος συμπύκνωσε εξαρχής έναν κοινωνικοπολιτικό συσχετισμό δυνάμεων, όχι όπως καταγραφόταν στενά στην εθνική κοινωνία, αλλά όπως διαμορφωνόταν από τον δεσμό μεταξύ υπερεθνικού και εθνικού πλαισίου» (ό.π.: 202), για τη μετεμφυλιακή περίοδο τονίζει τον ρόλο του κράτους στον αναπτυξιακό φορντικό κύκλο (ό.π.:223) με στοιχεία οικονομικού ανταγωνισμού, παραπέμποντας και στα –με μεγάλη ακρίβεια δοσμένα– οικονομικά στοιχεία του Χρυσάφη Ιορδάνογλου.
Κατά αυτόν τον τρόπο όμως, χάνει την ευκαιρία να προσεγγίσει τη μετεμφυλιακή εθνικοφροσύνη στη γεωπολιτική της διάσταση, ως το σκληρό πυρήνα δηλαδή του συγκεκριμένου υλικού μηχανισμού, της υλικότητας του κράτους η οποία στο πλαίσιο της εθνικοφροσύνης-αμερικανοσύνης πραγματοποιεί πραξικόπημα στην Κύπρο το 1974. Μια διάσταση που επισημαίνεται λ.χ. από τον μελετητή της ευρωπαϊκής ιστορίας Tony Judt στο «Η Ευρώπη μετά τον πόλεμο» (Αλεξάνδρεια, 2012).
Ακολούθως, την αρχική μεταπολιτευτική περίοδο η έμφαση δίνεται στο δημοκρατικό κράτος της αναδιανομής (ό.π:228) και δεν εντοπίζεται μια τάση αυτονόμησης του κράτους ως αποτέλεσμα της γεωπολιτικής και των επιδράσεων-εσωτερικεύσεων στον εγχώριο πολιτικό αγώνα την περίοδο 1974-1989, μολονότι επισημαίνεται ως αποτέλεσμα της επιρροής της γεωπολιτικής και της αυτονομίας του πολιτικού η ένταξη στην ΕΟΚ (ό.π: 232).
Τέλος, η περίοδος μετά το 1990 δεν κατανοείται και ως μια φάση νεο-εθνικοφροσύνης του κράτους –και υπαγωγής των κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων με την εξαίρεση της ύστερης ανδρεϊκής περιόδου– ως αποτέλεσμα της συγκεκριμένης γεωπολιτικής εξέλιξης, στη διελκυνστίδα των σχέσεων με ΗΠΑ-Ε.Ε.-Τουρκία, σύμφωνα με το αναλυτικό σχήμα που προτείνει ο Μιχάλης Χαραλαμπίδης στο «Ελληνική Πολιτική Παιδεία-Η Πολιτική ως ανώτερη τέχνη» (Στράβων, 2012). Θα είχε ενδιαφέρον η ανάλυση της Συμφωνίας των Πρεσπών μέσα από το σχήμα της γεωπολιτικής σε συνδυασμό με το δημοκρατικό πρόταγμα-αρχή, ως στοιχείο του βαθμού λαϊκής νομιμοποίησης (ίσως ακόμα και νομιμότητας) μιας κρατικής-κυβερνητικής απόφασης.
Ο Νίκος Πουλαντζάς στο βιβλίο του «Οι κοινωνικές τάξεις στο σύγχρονο καπιταλισμό» (Θεμέλιο 2001: 51-56), στις αρχές δεκαετίας του ’70, ευρισκόμενος σε διάλογο με το ισχυρό τότε ρεύμα της εξάρτησης, παρέχει πολύ γόνιμα στοιχεία ανάλυσης για τη σχέση μητροπολιτικών-περιφερειακών κοινωνικών σχηματισμών. Ιδίως για το κρίσιμο ζήτημα της διαδικασίας εσωτερίκευσης της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης. Ο Carnoy στο «Κράτος και Πολιτική Θεωρία» δίνει ένα περίγραμμα των θεωρητικών της εξάρτησης για το κράτος (Οδυσσέας, 1990: 237 και ιδίως 257 επ.).
Ίσως οι αναφορές του συγγραφέα σε Μουζέλη, Τσουκαλά, Δερτιλή, ως βασικών εκφραστών του μαρξιστικού θεωρητικού παραδείγματος της εξάρτησης στην Ελλάδα, να δυσκολεύει την ανάλυση, καθώς και οι τρεις ανωτέρω πολύ σημαντικοί θεωρητικοί ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 είχαν προσχωρήσει ουσιαστικά στα σχήματα της θεωρίας του εκσυγχρονισμού, αποτυπώνοντας τη γενικότερη υποχώρηση της μαρξιστικής θεωρίας σ’ εκείνη τη συγκυρία.
Είμαστε στο «μεταξύ», στο «ανάμεσα», στην κίνηση, σε μεγάλες ταχύτητες. Προκύπτει λοιπόν η ανάγκη, για «Μια νέα ματιά εθνικής αυτογνωσίας», σύμφωνα με τον τίτλο συνέντευξης του συγγραφέα στην εφημερίδα Καθημερινή. Στο πεδίο αυτό συμβάλλει το βιβλίο του Γιάννη Βούλγαρη, «Ελλάδα: Μια χώρα παραδόξως νεωτερική» και αξίζει να διαβαστεί με προσοχή.
Για τον πρώιμο εκδημοκρατισμό
Το τέταρτο, επίσης ενδιαφέρον, στοιχείο του βιβλίου είναι «ο πρώιμος εκδημοκρατισμός» στο εποικοδόμημα του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, ως πρωτοπόρο σημείο μετοχής και όχι μίμησης στον εξελισσόμενο κοινό ευρωπαϊκό πολιτικό πολιτισμό (ό.π. 242), επισημαίνοντας παράλληλα αφενός την πυκνότητα εθνικών εκλογικών αναμετρήσεων κατά την περίοδο 1843-1910, κάθε 2,23 έτη, αλλά και την χρονική καθυστέρηση στη γυναικεία συμμετοχή, σε αντίθεση με την ανδρική (ό.π. 248 και 251).
Αποτέλεσμα του πρώιμου εκδημοκρατισμού, είναι το συμπυκνωμένο χρονικά –σχεδόν ανύπαρκτο– πέρασμα από το φιλελεύθερο στο δημοκρατικό στάδιο (ό.π. 244), καθώς και η εύστοχη σύνδεση που κάνει ο συγγραφέας με την κίνηση των κοινωνικών τάξεων και την ειδικότερη κοινωνική δομή του μικροκαπιταλισμού-μικροϊδιοκτησίας και συναφώς τη δυναμική τάξη εξισωτισμού (ό.π. 247).
Θα πρόσθετα στο σημείο αυτό, ότι ο πρώιμος εκδημοκρατισμός έρχεται και από την ιστορία του ελληνικού έθνους, τόσο στο κοινωνικό επίπεδο, όσο και στο πνευματικό, της διανοίας περί τα πράγματα και της αυτοκατανόησης, ατομικής και συλλογικής, στη σύμπλεξή τους σύμφωνα με γόνιμο αναλυτικό σχήμα του Αθανασόπουλου-Καλόμαλου στο «Ελληνική Κληρονομιά Ανεξαρτησίας. Μικροϊδιοκτητικός τρόπος παραγωγής» (Στοχαστής, 2003), ως α-δέσποτος χαρακτήρας, «άνευ δεσπότου», σύμφωνα με την περιεκτική έκφραση του Λουκά Αξέλου ή του ελευθερωτικού-εξισωτικού προτάγματος-κίνησης όπως αναφέρει σε πρόσφατες αναλύσεις του ο Δημήτρης Τζουβάνος.
Ο συγγραφέας πάντως επισημαίνει ότι οι Έλληνες νομοθέτες της εποχής του «πρώιμου εκδημοκρατισμού» είχαν συνείδηση ότι «έρχονταν από μακριά» ως μια ιδιότυπη «αλαζονεία της αρχαιοελληνικής δημοκρατικής κληρονομιάς» (ό.π. : 243). Ο Βούλγαρης αποφεύγει(;) να ασχοληθεί στο συγκεκριμένο βιβλίο με το επίδικο ζήτημα στην ελληνική Αριστερά μετά το 1990 της ελληνικής εθνογένεσης σε σχέση με το κράτος και τον καπιταλισμό, της συνέχειας, των στοιχείων ασυνέχειας εντός της συνέχειας ή του καινοφανούς δημιουργήματος-επινόησης του ελληνικού έθνους από το κράτος ή την αστική τάξη.
«Η Ελλάς είναι έθνος γεωπολιτικό, ιστορικό, δημοκρατικό, μικρομεσαίο»
Όπως το συνοψίζει ο Γιάννης Βούλγαρης στο επίμετρο, ενισχύοντας τη φράση του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου «Η Ελλάς είναι έθνος δημοκρατικόν», «Η Ελλάς είναι έθνος γεωπολιτικό, ιστορικό, δημοκρατικό, μικρομεσαίο» (ό.π. 291). Πολλές φορές έχουμε γράψει –και πολλοί άλλοι βέβαια πιο πριν– για τις ιδιαιτερότητες της χώρας μέσα στην κανονικότητα (ενδεικτικά στο «Πρώτη φορά Αριστερά. Αντιθέσεις, αντιφάσεις, εσωτερικές συγκρούσεις στο ΠΑΣΟΚ την περίοδο 1974-1990 και οι βάσεις του πολιτικού μεταμορφισμού του», A.P. Publications, 2017).
Για την κίνηση της Ελλάδας ως κυρίαρχη-κυριαρχούμενη, για το βάρος της μικροϊδιοκτητικής κοινωνικής δομής στην ταξική πάλη, για την ενότητα εθνικού-κοινωνικού, για την κεντρικότητα του δημοκρατικού, για τη μη ευρωκεντρική θεώρηση σ’ έναν πολυκεντρικό κόσμο, σε μια πληθυντική πραγματικότητα.
Ο Γιάννης Βούλγαρης κάνει μια ενδιαφέρουσα επισήμανση-διάκριση μεταξύ εξευρωπαϊσμού και ευρωκεντρισμού (ό.π. 93), ενώ αναφέρεται σε ξεχωριστά κεφάλαια σε μεμονωμένες περιπτώσεις Ελλήνων στοχαστών, τον Στέλιο Ράμφο και τον Παναγιώτη Κονδύλη, το έργο των οποίων, από διαφορετικές οπτικές έχει επηρεάσει το δημόσιο διάλογο και τη σκέψη. Ο Γεώργιος-Στυλιανός Πρεβελάκης προβαίνει επίσης σε γόνιμα αναλυτικά σχήματα στο θέμα της γεωπολιτικής και της ελληνικής εικονογραφίας, στο πρόσφατο βιβλίο του «Ποιοι είμαστε; Γεωπολιτική της ελληνικής ταυτότητας» (economia publishing, 2016).
Η πραγματικότητα της χώρας, η ιστορική περίοδος καλεί σε αναθεωρήσεις, αναστοχασμούς, επανεπισκέψεις, επαναπροσεγγίσεις. Η συγκυρία από το 2010 και μετά καταρρίπτει τις κυρίαρχες ερμηνείες των ιστορικών διαδικασιών, ιδίως αυτές που επικράτησαν μετά το 89-90. Μπορεί να είναι και καλή η περίοδος. Αν και τμήματα των κυρίαρχων δομών και δράσεων σπρώχνουν προς την παρακμή.
Είμαστε στο «μεταξύ», στο «ανάμεσα», στην κίνηση, σε μεγάλες ταχύτητες. Προκύπτει λοιπόν η ανάγκη, για «Μια νέα ματιά εθνικής αυτογνωσίας», σύμφωνα με τον τίτλο συνέντευξης του συγγραφέα στην εφημερίδα Καθημερινή. Στο πεδίο αυτό συμβάλλει το βιβλίο του Γιάννη Βούλγαρη, «Ελλάδα: Μια χώρα παραδόξως νεωτερική» και αξίζει να διαβαστεί με προσοχή.