Η ιστορία του Ελληνισμού σε Ελλάδα και Κύπρο διέτρεξε πορείες με κοινά αλλά και διαφορετικά χαρακτηριστικά. Στη σύγχρονη ιστορία, η μεν Ελλάδα απελευθερώθηκε σταδιακά από τον οθωμανικό ζυγό και απόκτησε μια κρατική υπόσταση που μετρά 200 χρόνια, η δε Κύπρος 8 χρόνια μετά τη διάνοιξη της Διώρυγας του Σουέζ επωλήθη (ναι, ακριβώς, ως οικόπεδο) από τους Οθωμανούς στους Άγγλους αποικιοκράτες, οπότε συνέχισε να υπάρχει υπό βρετανική κυριαρχία έως το 1960.
Σε καμία περίπτωση η ελληνικότητα της Κύπρου δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί και είναι κύρια έργο των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων αλλά και των αντιδραστικών δυνάμεων σε Τουρκία και Ελλάδα, η δημιουργία τεχνητών εντάσεων στο νησί, όπου ένα θέμα ομαλής συμβίωσης ανάμεσα στην ελληνική πλειοψηφία (80%) των κατοίκων και μιας μειοψηφίας τουρκικής (18%) να μετατρέπεται σε μοχλό διαίρεσης και προώθησης ιμπεριαλιστικών σχεδίων και επεκτατικών βλέψεων. Η δε Αγγλία (με πείρα αιώνων αποικιοκρατικής πολιτικής κατορθώνει έως σήμερα να έχει στην απόλυτη κατοχή της το 8% του εδάφους της Κύπρου για να στεγάζει τις στρατιωτικές της βάσεις.
***
Πόθος του ελληνικού λαού σε Ελλάδα και Κύπρου ήταν η Ένωση του νησιού, γεγονός που εκφράστηκε με αγώνες και θυσίες, με εξεγέρσεις και ένοπλο αγώνα (1931, 1955) με δημοψηφίσματα και κινητοποιήσεις. Ο αγώνας αυτός εντάθηκε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά διασταυρώθηκε με πολλαπλά σχέδια αλλαγής φρουράς στην περιοχή μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων (ΗΠΑ και Αγγλία βασικά) και προώθησης των συμφερόντων των ΗΠΑ στην περιοχή, με το αναπτυσσόμενο αντιαποικιοκρατικό κίνημα σε όλο τον κόσμο (Κίνημα Αδεσμεύτων), όπως με τις αυξημένες ορέξεις του τουρκικού επεκτατισμού. Ο αγώνας του λαού στην Κύπρο για Ένωση με την Ελλάδα, ο αγώνας ενάντια στη βρετανική αποικιοκρατία έπρεπε να εκτραπεί, να χτυπηθεί, να μην οδηγηθεί σε επιτυχία.
Η Κύπρος έπρεπε να ΝΑΤΟποιηθεί, να παραμείνει ως ένα «αβύθιστο αεροπλανοφόρο» για τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Η ΝΑΤΟποίηση του νησιού μπορούσε να περάσει με πολλές διαφορετικές εκδοχές και ενεργοποιήθηκαν πολλά σχέδια για αυτό. Όμως η Κύπρος κέρδισε μια κολοβή ανεξαρτησία και κρατική υπόσταση το 1960 με καθεστώς τριών εγγυητριών δυνάμεων (Αγγλία, Ελλάδα και Τουρκία) κι αυτό ήταν μια επιτυχία της Τουρκίας γιατί έτσι γίνονταν βασικός παίκτης των εξελίξεων. Αυτή η κολοβή ανεξαρτησία που κατοχυρώθηκε με τις συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου, αποτέλεσε ένα μικρό εφαλτήριο για παραπέρα βηματισμούς σε μια περίοδο ανόδου των εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων και υποχώρησης των αποικιοκρατιών δυνάμεων στον κόσμο. Το μόρφωμα που γεννήθηκε ήταν δύσκολο να προχωρήσει χωρίς τραντάγματα και μεγάλες περιπέτειες, αλλά η πολιτική του Μακάριου και της ελληνοκυπριακής δραστήριας οικονομικής ελίτ κατόρθωσε να ελίσσεται και να εξισορροπεί γεωπολιτικές φιλοδοξίες στην περιοχή και να προχωρά προς μια ανεξαρτησία λιγότερη κολοβή. Αυτή λοιπόν η πορεία έπρεπε να ματαιωθεί. Μια λύση ήταν η απλή διχοτόμηση του νησιού, μια άλλη η «διπλή ένωση», δηλαδή ένα μέρος να προσαρτηθεί στην Ελλάδα και ένα άλλο στην Τουρκία. Πάλι το αποτέλεσμα θα ήταν ίδιο: Κατάλυση της όποιας ανεξαρτησίας είχε αποκτηθεί (κι αυτό θα είναι μόνιμο στοιχείο όλων των «λύσεων» και μεθοδεύσεων που θα ακολουθήσουν), διχοτόμηση του νησιού και εγκατάσταση ΝΑΤΟϊκών βάσεων στην Κύπρο. Η «διπλή ένωση» αφού πρώτα θα είχε καταλυθεί η Κυπριακή Δημοκρατία ήταν βολική λύση αφού οι δύο χώρες Ελλάδα και Τουρκία ήταν μέλη του ΝΑΤΟ κι άρα τα εδάφη που θα προσαρτούνταν στις δύο χώρες θα ήταν αμιγώς «ΝΑΤΟϊκά εδάφη» όπως λέγονται σήμερα χώρες όπως η Ελλάδα…
Μια ενιαία και αποφασιστική στάση θα μπορούσε να τροποποιήσει δεδομένα, να αλλάξει συσχετισμούς, να δημιουργήσει προϋποθέσεις για άλλη πορεία
Για πολλούς λόγους η ελληνοκυπριακή ελίτ, που είχε οικονομικά ενδυναμωθεί, δεν συναινούσε στη λύση της «διπλής ένωσης» και η ανεξαρτησία της Κύπρου ήταν ένα γεγονός που δύσκολα μπορούσε να προσπεραστεί με τέτοιες φόρμουλες, που θα σήμαιναν το ξεπούλημα ενός τμήματος της Κύπρου στην Τουρκία. Το σύνθημα «Κύπρος ενιαία ελεύθερη και κυρίαρχη» έκφραζε στις καινούργιες συνθήκες (της παγκόσμιας σκακιέρας και των ιμπεριαλιστικών και επεκτατικών σχεδιασμών) μια γραμμή άμυνας και προώθησης μιας προοδευτικής κατεύθυνσης. Βέβαια, όπως κάθε πράγμα έχει πολλές πλευρές, πέρα από τις βασικές, έτσι η ιδιότυπη «κυπριακότητα» που αναδύθηκε και το ειδικό καθεστώς σχέσεων που υπήρχε αποτέλεσε έναν δρόμο αποκοπής του κυπριακού προβλήματος από την Ελλάδα και σιγά-σιγά φθάσαμε στο «Η Κύπρος κείται μακράν» που πρωτακούστηκε το 1974 για να βροντοφωνάζεται τις δεκαετίες που μεσολάβησαν και να γίνει σημαία των ελληνικών ελίτ.
Στην Ελλάδα φέρει μεγάλες ευθύνες η ελληνική Αριστερά που εγκατάλειψε τη θέση περί ελληνικότητας της Κύπρου, που έθαψε στην κυριολεξία τον αγώνα για την Ένωση, που έκρυψε από νέες γενιές τις θέσεις που είχε το ΚΚΕ υπέρ της Ένωσης ή ακόμα τη θέση «Ελεύθερη Κύπρος σε ελεύθερη Ελλάδα». Στη πράξη μετατράπηκε σε ουρά του αστισμού σε Ελλάδα και Κύπρο, σε φορέα ενδοτισμού, σε κλακαδόρο του σχεδίου Ανάν (2004) και παλιότερα σε φορέα προώθησης των συμφερόντων της Σοβιετικής Ένωσης στην περιοχή (γραμμή «διεθνοποίησης»). Δεν έκανε πότε καμία νύξη σε Ελλάδα και Κύπρο για την ανάγκη εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα ενάντια στην τουρκική κατοχή, αποδέχθηκε απλώς τα τετελεσμένα.
***
Τα γεγονότα του καλοκαιριού του 1974 ήταν καταλυτικά για την πορεία του Ελληνισμού σε Ελλάδα και Κύπρο με αποτέλεσμα να κατακτηθεί το 40% του νησιού από τους Τούρκους επεκτατιστές. Ήταν καταλυτικά γιατί σε πολύ μεγάλο βαθμό οι εξελίξεις καθοδηγήθηκαν από τις ΗΠΑ που προώθησαν το πραξικόπημα ενάντια στον Μακάριο (γιατί αυτός έπρεπε να φύγει από τη μέση) με αποτέλεσμα να αποδυναμωθεί κάθε άμυνα της Κύπρου, και στη συνέχεια, να γίνει η εισβολή της Τουρκίας σε δύο φάσεις 20-22 Ιούλη και 14-16 Αυγούστου (Αττίλας 1 και Αττίλας 2). Η μεν Χούντα καταρρέει και παραδίδει στους παλιούς πολιτικούς, η δε Ελλάδα βγαίνει ηττημένη σε έναν πόλεμο για τον οποίο δεν θέλει να πολυμιλά. Η μεν Χούντα έπεσε αλλά ένα μεγάλο τμήμα του Ελληνισμού ακρωτηριάστηκε, χάθηκε έδαφος, χιλιάδες σκοτώθηκαν, 230.000 πήραν τον δρόμο της προσφυγιάς και η αμερικανοκίνητη Χούντα έπραξε το «καθήκον» της, το προδοτικό καθήκον να αφοπλίσει την Κύπρο και να ανοίξει διάπλατα τον δρόμο για τον «Αττίλα 1» και τον «Αττίλα 2».
Το καλοκαίρι εκείνο, μια παλιά σοβιετική ιδέα του 1964, ενεργοποιείται περισσότερο: Η ιδέα της ομοσπονδίας. Η Κύπρος θα μπορούσε να υπάρξει ως ομοσπονδία που θα αποτελείται από δύο μέρη, με περισσότερα καντόνια και κάποια ενιαία μορφή διεθνούς υπόστασης. Όλα τα σχέδια για την ομοσπονδοποίηση της Κύπρου που θα ακολουθήσουν έχουν σαν παρανομαστή την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και την αντικατάστασή της με ένα μόρφωμα που θα είναι προϊόν διαπραγματεύσεων ανάμεσα σε Ελληνοκυπρίους και Τουρκοκυπρίους και με την ενεργό ανάμιξη των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Αποτέλεσμα πιέσεων και συσχετισμών οδηγούν το 1977 τον Μακάριο να αποδεχθεί τη λύση της ομοσπονδίας σαν αναγκαία για την Κύπρο, αλλά γρήγορα η θέση μετατρέπεται στη φόρμουλα που θα γοητεύσει τις δυνάμεις του κυπριακού ενδοτισμού, την ελίτ της Κύπρου και το ΑΚΕΛ (κυπριακή Αριστερά): «Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία».
Από το καλοκαίρι του 1974 στην Ελλάδα, πλάι στα άλλα συνθήματα (ΝΑΤO-CIA προδοσία κ.λπ.), κυκλοφορούν και φωνάζονται τα συνθήματα «Όχι διχοτόμηση, Όχι ομοσπονδία», «Η ομοσπονδία είναι προδοσία» κ.λπ. αλλά δεν ίδρωνε το αφτί της ελληνικής Αριστεράς που κινήθηκε για δεκαετίες στη γραμμή της «Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας».
Εδώ χρειάζεται να ανοίξουμε μια παρένθεση: Η πολιτική της τότε Σοβιετικής Ένωσης δεν ήταν απλά η στήριξη της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η ουσία της στάσης της υπαγορεύονταν από τα ειδικά συμφέροντά της στη Μεσόγειο στον ανταγωνισμό με τις ΗΠΑ και προσπαθούσε με κάθε τρόπο να αποκτήσει ερείσματα στη γύρω περιοχή. Για παράδειγμα, δεν αντέδρασε στην τουρκική εισβολή (το πρακτορείο TASS αναμετέδιδε τις δηλώσεις Ετσεβίτ ότι ο τουρκικός στρατός επεμβαίνει με κλάδο ελαίας στην Κύπρο), δεν έκανε τίποτα η Σ.Ε. να αποτρέψει την εισβολή των Τούρκων και μετά δια της «διεθνοποίησης» του ζητήματος προσπάθησε να εκμεταλλευτεί προς όφελός της το αντικειμενικό ρήγμα του ΝΑΤΟ στην νοτιοανατολική του πτέρυγα και να αποκτήσει κι άλλες προσβάσεις στην Κύπρο (οικονομικές-πολιτικές). Πάντως η θέση για «Ομοσπονδία» και μάλιστα η ανάμιξη της Σ.Ε. σε όλες τις διαδικασίες με τρόπο που να σιγοντάρει λύσεις «Δικοινοτικής Διζωνικής Ομοσπονδίας» και ειδικών σχέσεων με το ΑΚΕΛ και παράγοντες της τουρκοκυπριακής ελίτ (π.χ. Βασιλείου) είναι ενδεικτικές. (*)
Μόλις πρόσφατα το ΚΚΕ άλλαξε τη θέση του και καταφέρεται ενάντια στη φόρμουλα «Δικοινοτικής Διζωνικής Ομοσπονδίας». Αργά, πολύ αργά ενώ η «βάρκα» έχει μπει σε άλλη τροχιά.
***
Η κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας περνά πλέον από τη φόρμουλα των «δύο συνιστώντων κρατών», η τουρκοκυπριακή πλευρά ήδη φαίνεται σαν ένα από τα δύο συνιστώντα μέρη, ισότιμο με την Κυπριακή δημοκρατία, την οποία βέβαια δεν αναγνωρίζει ως τέτοια και το κάλυμμα της βοσνιοποίησης της Κύπρου περνά μέσα από σχέδια τύπου Ανάν. Όλα τα σχέδια που συζητούνται στηρίζονται στην προϋπόθεση της κατάλυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας και της ίδρυσης ενός νέου μορφώματος (προτεκτοράτου) που θα εμπεριέχει δύο διακριτές κρατικές οντότητες με μια συνομοσπονδιακή χαλαρή κεντρική κυβέρνηση.
Η συντριπτική απόρριψη του σχεδίου Ανάν με δημοψήφισμα το 2004 είναι άλλη μια μεγάλη στιγμή του Ελληνισμού και έγινε κόντρα σε παντοειδείς πιέσεις όλων των Μεγάλων Δυνάμεων.
Το 2013 η Κύπρος γνωρίζει έναν μεγάλο οικονομικό στραγγαλισμό που επέβαλλε η ευρωκρατία και τσακίστηκε σε μεγάλο βαθμό το τραπεζικό της σύστημα. Και πάλι η Ελλάδα δεν έκανε τίποτα για να βοηθήσει την Κύπρο μπροστά στον κυνισμό της Ε.Ε.
Σε όλα τα χρόνια υπήρχαν πολλοί λόγοι να εγκαταλειφτεί το δόγμα «η Κύπρος είναι μακριά» και η αδιαφορία προς τις εκεί εξελίξεις. Υπήρχαν σοβαροί λόγοι επαναδελφοποίησης Ελλάδας και Κύπρου, αναγνωρίζοντας πως οι δύο αυτές κρατικές υποστάσεις του Ελληνισμού έχουν ανάγκη από μια κοινή πορεία απέναντι σε δυνάμεις και προβλήματα που απειλούν ευθέως την υπόστασή τους και πολύ περισσότερο θέλουν να τις μετατρέψουν σε ΝΑΤΟϊκά εδάφη, σε κατακτημένους χώρους, σε αποικίες και προτεκτοράτα. Είχαν κάθε λόγο να βαδίσουν μαζί σε όλα τα φόρα που ανήκουν, να προβάλλουν ενιαίες θέσεις και βεβαίως να εξασφαλίσουν την άμυνα και την αντίστασή τους στην τοκογλυφική χρηματιστική ολιγαρχίας της Ε.Ε., στα ιμπεριαλιστικά σχέδια των ΗΠΑ, στην ύπουλη πολιτική της Αγγλίας και φυσικά στην υπόθαλψη όλων αυτών του τουρκικού επεκτατισμού στον νέο γύρο αναδασμού που έχει ανοίξει. Μια ενιαία και αποφασιστική στάση θα μπορούσε να τροποποιήσει δεδομένα, να αλλάξει συσχετισμούς, να δημιουργήσει προϋποθέσεις για άλλη πορεία. Τα ιδιοτελή συμφέροντα των ελίτ σε Ελλάδα και Κύπρο εμπόδιζαν και εμποδίζουν αυτήν την πορεία. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό: Η βαθειά εξάρτηση των ελίτ από τις βασικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις είναι πηγή κακοδαιμονίας του σύγχρονου Ελληνισμού. Αυτό επιβεβαιώνεται από σωρεία παραδειγμάτων στα οποία το Κυπριακό παραμένει κορυφαίο δείγμα ξεπουλημάτων, προδοσίας, ατιμωρησίας.
* Να δούμε και τη σημερινή στάση της πουτινικής Ρωσίας απέναντι στην Τουρκία, γιατί ναι μεν μπορεί να μην θέλει μια πολύ ισχυρή Τουρκία στην περιοχή, αλλά για να έχει καλές σχέσεις μαζί της μπορεί να της κάνει «δωράκια» π.χ. στο Κυπριακό, δεδομένου ότι τώρα Ελλάδα και Κύπρος κρατούν ΝΑΤΟϊκή στάση στον πόλεμο της Ουκρανίας και στις κυρώσεις ενάντια στην Ρωσία…