Το μυθιστόρημα «Μισό σύννεφο στην τσέπη» της Ελένης Γεωργοστάθη που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καλειδοσκόπιο με εικονογράφηση της Μαριλένας Μελισσηνού, είναι ένα βιβλίο που αρχικά απευθύνεται σε παιδιά από 11 ετών και νέους.
Και λέω «αρχικά» γιατί είναι ένα πραγματικά εξαιρετικό μυθιστόρημα και η καλή λογοτεχνία δεν έχει ηλικία. Επιπλέον είναι ένα βιβλίο που σκύβει με γνώση και ευαισθησία στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα παιδιά στην εφηβεία, πρώιμη και μη, άρα απολύτως χρήσιμο και για τους γονείς, που συχνά πορεύονται στο σκοτάδι.
Όμως δεν είναι ένα δοκίμι, αλλά μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία, πέρα από την πεπατημένη, που δεν «στρογγυλεύει» καταστάσεις.
Η Άννα, η κεντρική ηρωίδα, με την αδερφή της την Έλλη ακολουθούν τη μητέρα τους σε μια δύσκολο, απελπιστική οικονομική συγκυρία, όπου έχουν μείνει χωρίς σπίτι. Η μητέρα προσλαμβάνεται ως καθαρίστρια και μετακομίζουν προσωρινά σε ένα καλυβάκι που τους παραχωρεί η επιχείρηση κάμπινγκ στην οποία εργάζεται. Στενός ο χώρος, πολλά τα όνειρα…
Αγωνία για το μέλλον, αλλά και νέες φιλίες, αισθήματα, συγκρούσεις… Με πραγματικούς ανθρώπους που ζουν στο σήμερα. Εξαιρετική γραφή και ενδιαφέρουσα πλοκή. Βλέπουμε πραγματικά τον κόσμο μέσα από τα μάτια ενός κοριτσιού.
«Στα παιδιά και στους εφήβους μπορείς να μιλήσεις για τα πάντα. Το ζητούμενο και το γοητευτικό του πράγματος είναι ο τρόπος»
Ποια υπήρξε η πηγή έμπνευσης για το βιβλίο σου; Είναι αρκετά διαφορετικό από προηγούμενες δουλειές σου.
Αλλάζουμε, εξελισσόμαστε, πειραματιζόμαστε. Το να χτίσω, για παράδειγμα, μια πλοκή με διαφορετικό τρόπο και υλικά από αυτά που χρησιμοποιούσα μέχρι πρότινος αποτέλεσε μεγάλη πρόκληση για μένα. Όσο για την πηγή έμπνευσης, δεν είναι πάντοτε απολύτως ξεκάθαρη. Συνήθως ακολουθώ μια ιστορία που εμφανίζεται αρχικά ως ιδέα στο μυαλό μου και δουλεύεται πολύ καιρό πριν γίνει κείμενο. Σίγουρα έπαιξαν ρόλο η επαφή με παιδιά όπως η κεντρική ηρωίδα του βιβλίου, η Άννα, στις επισκέψεις μου στα σχολεία, πραγματικές ιστορίες που έχουν φτάσει στ’ αυτιά μου, η αίσθηση του καλοκαιριού ως εποχής αλλαγής και μετάβασης. Καθώς έγραφα το βιβλίο, συνειδητοποίησα πόσο με απασχολούσε η ολοένα και μεγαλύτερη έλλειψη ενσυναίσθησης γύρω μας. Η αδιαφορία μεγάλων αλλά και μικρών για τις δυσκολίες του άλλου, που μοιάζουν να λειτουργούν περισσότερο ως δεκανίκι δικής μας προσωπικής επιβεβαίωσης και υποτιθέμενης υπεροχής. Και η αδυναμία να δούμε την πραγματικότητα από την οπτική του αδύναμου, χωρίς αποστάσεις, χωρίς «φιλανθρωπικά» φίλτρα. Τριγύρω μας υπάρχει τεράστιο χάσμα ευκαιριών, κι αυτό, ειδικά όταν μιλάμε για παιδιά, είναι αβάσταχτο.
Θα μπορούσες να μας περιγράψεις τις δυο βασικές ηρωίδες σου; Τι αντιπροσωπεύουν για σένα;
Είναι δυο παιδιά που μεγαλώνουν στο ίδιο σπίτι, στις ίδιες δύσκολες συνθήκες, αλλά διαφέρουν πολύ ως χαρακτήρες. Η μεγάλη, η έφηβη Έλλη, βγάζει έναν θυμό και μια σκληρότητα, αλλά ταυτόχρονα και μια μεγάλη ανάγκη να τα καταφέρει σε όλα, χωρίς να την πτοεί ότι η οικογένειά της δε διαθέτει τα μέσα να τη στηρίξει. Σκεφτόμουν, καθώς τη γνώριζα κι εγώ η ίδια γράφοντας για εκείνη, ότι σ’ αυτή την ανάγκη, κι όχι μονάχα στην εφηβεία, οφείλεται το σκληρό κέλυφος που την περιβάλλει, είναι ο τρόπος της να αποκρούει τις αντιξοότητες και, ως πρώτο παιδί, να αναλαμβάνει ευθύνες και να κυνηγάει κάποια μεγάλα πρέπει που η ίδια έχει θέσει στον εαυτό της.
Η μικρή, η Άννα, από την άλλη, είναι πιο ευάλωτη, δεν τα πάει σπουδαία στο σχολείο, ίσως να είναι και κάπως πιο «προστατευμένη» λόγω ηλικίας από κάποιες σκληρές αλήθειες που η αδερφή της φαίνεται να αποδέχεται με ψυχρό πραγματισμό. Όντας πιο μαλακή, λιγότερο αιχμηρή από την Έλλη, γίνεται σάκος του μποξ και αντιμετωπίζεται υποτιμητικά από τους συμμαθητές της. Έχει ανάγκη να την αγαπήσουν, να την αντιμετωπίσουν ως ισότιμη, να κερδίσει μια κάποια αναγνώριση. Καθώς είναι στην προεφηβεία, μια εποχή μετάβασης, σιγά σιγά, και καθώς προχωρά το καλοκαίρι, αρχίζει να βλέπει με άλλη ματιά την πραγματικότητα και τον εαυτό της. Μια ματιά που θα αποδειχτεί απελευθερωτική και θα της επιτρέψει να κερδίσει τον σεβασμό και την αποδοχή των άλλων.
Η συνύπαρξη δυο τόσο διαφορετικών χαρακτήρων αντιμέτωπων με τις ίδιες συνθήκες ήταν μια άλλη μεγάλη πρόκληση για μένα, όπως και η μεταξύ τους σχέση, που, όσο κι αν επιφανειακά φαντάζει έντονη, αν τη δούμε πιο προσεκτικά, θα διακρίνουμε και νοιάξιμο, φροντίδα, τρυφερότητα.
Ποιες είναι οι δυσκολίες για τον συγγραφέα –που ο ίδιος ανήκει πια στους ενηλίκους– ώστε να μπορέσει να προσεγγίσει με πειστικότητα τον κόσμο των νέων παιδιών;
Οπωσδήποτε οφείλουμε να αφουγκραζόμαστε τις αγωνίες, τους προβληματισμούς, τον τρόπο σκέψης, τον παλμό του κοινού μας. Πώς το πετυχαίνουμε αυτό; Σίγουρα όχι με νοσταλγικές εξ αποστάσεως αναδρομές στη δική μας νιότη – αυτή την ενήλικη φωνή που κρύβεται σε αυτού του είδους την προσέγγιση δεν τη νιώθουν οικεία οι νεαροί αναγνώστες. Ούτε και μιμούμενοι με τρόπο αποσπασματικό και σπασμωδικό στοιχεία της ιδιολέκτου τους, με κίνδυνο και πειστικοί να μη γίνουμε, αλλά κι ο εφήμερος χαρακτήρας της να μας καταστήσει γρήγορα παρωχημένους και γραφικούς. Η αμεσότητα δεν είναι υπόθεση μόνο χρήσης λέξεων της μόδας που καμιά φορά θυμίζουν μύγες μες στο γάλα, αλλά κυρίως παρατήρησης, κατανόησης και ειλικρινούς αποτύπωσης συναισθημάτων και γνήσιου ενδιαφέροντος για την πραγματικότητα που βιώνουν τα παιδιά.
Τι είναι αυτό που έκανε εσένα να γράφεις για παιδιά και νέους;
Αρχικά με οδήγησε στο παιδικό βιβλίο μια ανάγκη εκφραστική, λογοτεχνική, που βρήκε στην πολυμορφία και στην ευελιξία της παιδικής λογοτεχνίας ένα ιδανικό τοπίο για να εκφραστεί. Στα παιδιά και στους εφήβους μπορείς να μιλήσεις για τα πάντα. Το ζητούμενο και το γοητευτικό του πράγματος είναι ο τρόπος. Όπως γοητευτική είναι και η συναίσθηση ότι μιλάς σε γενιές νεότερές σου, σε ανθρώπους που έρχονται μετά από σένα ονειρευόμενοι έναν καλύτερο κόσμο. Ότι με τον τρόπο σου βάζεις ένα λιθαράκι στη διαμόρφωσή τους. Όχι μόνο για να τους προβληματίσεις, να τους ανοίξεις γνωστικούς ορίζοντες, αλλά κυρίως να τους κάνεις να αισθανθούν, να συναισθανθούν, να συγκινηθούν, να γελάσουν, να χαρούν.
Πώς πιστεύεις πως θα μπορούσε να υποστηριχθεί πραγματικά η φιλαναγνωσία στο σχολείο;
Το βιβλίο πρέπει να μπει στην καθημερινότητα των παιδιών. Από συζητήσεις που κάνω με εκπαιδευτικούς, αντιλαμβάνομαι ότι, ειδικά στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, ακόμα και λίγα λεπτά μεγαλόφωνης ανάγνωσης καθημερινά μέσα στην τάξη είναι εξαιρετικά γόνιμα και απελευθερωτικά. Φυσικά, ως παιδί που οφείλει πολλά στη σχολική βιβλιοθήκη του δημοτικού όπου φοίτησε, θεωρώ αυτονόητη την παρουσία και ουσιαστική λειτουργία ενημερωμένων βιβλιοθηκών σε κάθε σχολείο. Με ένα εκπαιδευτικό σύστημα που θα ενθαρρύνει τα παιδιά να μπουν στη βιβλιοθήκη, όχι στο πλαίσιο κάποιας σχολικής εργασίας, αλλά για να περάσουν ελεύθερα και δημιουργικά τον χρόνο τους.