Μπορεί να λειτουργήσει άραγε, έστω και στοιχειωδώς, μια συγκροτημένη κοινωνία και ένα κράτος όταν το πεδίο της ενημέρωσης είναι ασφυκτικά ελεγχόμενο από την εξουσία και τα κυρίαρχα συμφέροντα; Το βιώνουμε τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας, με την απόλυτη ευθυγράμμιση των ΜΜΕ (τύπος, κανάλια κ.ά.) με την πολιτική του Μαξίμου, με τον απόλυτο έλεγχο της δημόσιας σφαίρας από μια χούφτα ολιγάρχες και τους εκλεκτούς τους δημοσιογράφους, και με τον όλο και ασφυκτικότερο έλεγχο της άμεσης ενημέρωσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Άλλες φορές η εκστρατεία ελέγχου παίρνει ανοιχτά πολεμική μορφή (βλ. πόλεμος ενάντια στους ψεκασμένους, ή «σωστή πλευρά της ιστορίας»), άλλοτε ποντάρει στη μακρά διάρκεια με την αποδοχή ότι «πάντα έτσι λειτουργούσαν τα πράγματα». Σε κάθε περίπτωση, πολλά χρήματα και πολλή επικοινωνία σπαταλιέται από το σύστημα για να θωρακιστεί, μονοπωλώντας τη δημόσια σφαίρα και χειραγωγώντας την κοινωνική πλειοψηφία. Τα παραπάνω από καιρό έχουν πάψει να είναι συνωμοσιολογία, έχουν αποκτήσει θεσμική μορφή (βλ. λίστα Πέτσα, μεταγραφές δημοσιογράφων σε κόμματα και το αντίστροφο) και επιβάλλονται ως η μόνη αποδεκτή κανονικότητα.

Στα αζήτητα

Το ρεπερτόριο των δελτίων ειδήσεων και της όποιας ενημερωτικής ζώνης (προς αντικατάσταση και αυτή από την αισθητική των μεσημεριανάδικων) των καναλιών, εμφατικά περιορισμένο και χωρίς ίχνος πολυφωνίας. Τι έκανε η κυβέρνηση και ο Κ. Μητσοτάκης, ολίγη από Κασσελάκη και ΠΑΣΟΚ (άντε και καμιά δήλωση κάποιου μικρότερου), κάποιες εικόνες από τα πολεμικά μέτωπα (που λίγο μας φωτίζουν για τα όσα πραγματικά συμβαίνουν), ολίγον Ερντογάν (σαν να είμαστε ήδη τουρκική επαρχία) και μετά γερές δόσεις αστυνομικού δελτίου για να συνηθίζουμε στην αγριότητα. Σπανίζει ο διάλογος, σπανίζουν τα αποκαλυπτικά ρεπορτάζ και έρευνες, σπανίζουν ουσιαστικές ειδήσεις από τον υπόλοιπο κόσμο. Θέματα ολόκληρα θάβονται, ή υπερπροβάλλονται για 1-2 μέρες μέχρι να κουράσουν και να θαφτούν. Ας σκεφτούμε μόνο το τελευταίο διάστημα, τον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκαν τα ΜΜΕ θέματα όπως το έγκλημα στα Τέμπη, το καλοκαιρινό πολεμικό επεισόδιο στην Κάσο, την εμπλοκή της Ελλάδας στις επιχειρήσεις στην Ερυθρά Θάλασσα, τις αποκαλύψεις για την καταστροφή του αγωγού NordStream κ.ά. Μια φθηνή τηλεόραση, ένα όλο και πιο άνυδρο τοπίο στον Τύπο, χωρίς εκπομπές ερευνητικού ρεπορτάζ ή πολιτικού-κοινωνικού προβληματισμού και διαλόγου, όπου όποιος ξεχωρίζει καλείται άμεσα να συμμορφωθεί με τα χαμηλά στάνταρ.

Διαφέρεις; Κόβεσαι!

Σε αυτό το τοπίο οι όποιες ανεξάρτητες φωνές, σταδιακά (άλλες φορές και άμεσα) απομονώνονται και φιμώνονται (αν δεν συμβιβαστούν). Ας σκεφτούμε μόνο τις περιπτώσεις δημοσιογράφων και μέσων που τα τελευταία χρόνια ανέδειξαν τα σκάνδαλα στο δικαστικό σώμα ή την υπόθεση της Greek Mafia (με τις πολλαπλές προεκτάσεις), που κάλυψαν με ένα πιο ουσιαστικό τρόπο την υπόθεση των υποκλοπών ή του εγκλήματος των Τεμπών, που ανέδειξαν τοπικούς αγώνες και περιβαλλοντικά εγκλήματα. Όλοι αυτοί (δεν είναι και πολλοί είναι η αλήθεια) χαρακτηρίστηκαν ως εγκάθετοι και εθνολαϊκιστές, μετατράπηκαν σε μαύρα πρόβατα και βρίσκονται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο μπροστά σε μια ιδιότυπη φίμωση και αποκλεισμό από τα κυρίαρχα και επίσημα μέσα.

Σε αυτό το τοπίο καλούμαστε να υπάρξουμε, οικοδομώντας αντισώματα στην κάθε λογής προπαγάνδα, διερευνώντας τους δικούς μας τρόπους διαλόγου και ενημέρωσης, έξω από τα κυρίαρχα κανάλια, και διεκδικώντας αυτοί οι τρόποι να αποκτήσουν μεγαλύτερο μερίδιο στη δημόσια σφαίρα ως ένα αντίπαλο δέος στη συστημική μονοφωνία, υπερασπιζόμενοι μια άλλη ποιότητα, βασισμένη στην αλήθεια και τα συμφέροντα της κοινωνίας.


Το μυαλό είναι ο στόχος 

Ο έλεγχος των κοινωνιών, η χειραγώγηση της κοινής γνώμης σε μεγάλη κλίμακα, αποτελεί μια επιχείρηση με πολλά κρυφά και φανερά κονδύλια και έχει ζωτική σημασία για το κεφάλαιο, τα κάθε λογής συμφέροντα και τα κράτη.

Ο πόλεμος της προπαγάνδας, με μοτίβα όμοια των ψυχολογικών επιχειρήσεων (psy ops) ενός κανονικού πολέμου, διαχέεται στην καθημερινότητά μας, και όσο η μετάδοση της πληροφορίας γίνεται πιο άμεση τόσο φτάνει σε πιο μοριακό επίπεδο. Πλέον δεν αρκεί ο απόλυτος έλεγχος των μεγάλων ΜΜΕ από τους ολιγάρχες, ούτε η μετάδοση των βασικών ειδήσεων σαν σε χορωδία από δημοσιογράφους εκλεκτούς των κομμάτων εξουσίας. Η κρίση διαρκείας, με τα επεισόδια της πανδημίας και των πολεμικών συγκρούσεων, αξιοποιήθηκε ως εργαστήριο ανάπτυξης εργαλείων χειραγώγησης κάθε πλευράς της ενημέρωσης και της επικοινωνίας των πολιτών.

Η μετάδοση ψευδών ειδήσεων (hoaxes) ακόμη και από θεσμικά χείλη, αλλά και η προληπτική καταστολή με την εξαφάνιση ειδήσεων, απόψεων (και των φορέων τους) από τη δημόσια σφαίρα, στο όνομα του «κοινού καλού» (όπως αποκάλυψε πρόσφατα o Μαρκ Ζάκερμπεργκ ότι έπραξε το facebook κατ’ εντολή της κυβέρνησης των ΗΠΑ την περίοδο της πανδημίας) με τον ψευδή χαρακτηρισμό τους ως hoaxes, είναι ήδη πραγματικότητα.

Τώρα το Κογκρέσο των ΗΠΑ εγκρίνει κονδύλι ύψους 1,6 δισ. δολαρίων για να προωθήσει την προπαγάνδα του εναντίον της Κίνας σε όλο τον πλανήτη, το Ισραήλ ξοδεύει τεράστια ποσά για να ξεπλύνει τα εγκλήματά του, και είμαστε βέβαιοι ότι το ίδιο πράττουν κι άλλοι μεγάλοι παίκτες (κράτη, πολυεθνικές κ.ά.). Η αλήθεια και η δημοκρατία, σε διαρκή πίεση από τα θεσμικά όργανα του σε κρίση συστήματος, αποτελεί αιτούμενο του αγώνα των ίδιων των κοινωνιών.


ΔΕΘ: Συνέντευξη μόνο σε φίλια ΜΜΕ

Είναι φανερό πως ο έλεγχος των ΜΜΕ υπήρξε από τις πρώτες προτεραιότητες του συστήματος Μητσοτάκη. Άλλωστε η επικράτηση του ίδιου, ως μοναδικού κυρίαρχου πόλου του πολιτικού συστήματος (και νωρίτερα του κόμματός του), κατέστη εφικτή μόνο με τη στρατηγική συνεργασία με τους βασικούς οικονομικούς παίκτες (που τυγχάνουν και ιδιοκτήτες τηλεοπτικών συχνοτήτων) στο εσωτερικό της χώρας. Ο έλεγχος του ΕΣΡ από το Μαξίμου, η μετατροπή της ΕΡΤ σε γραφείο Τύπου της κυβέρνησης, η λίστα Πέτσα που με πρόσχημα την έκτακτη συνθήκη της πανδημίας οικοδόμησε με έκτακτες ενισχύσεις ένα πολυπλόκαμο δίκτυο ελέγχου μικρών και μεγάλων ΜΜΕ (έντυπα, ιστοσελίδες, ραδιόφωνα). Ακόμη και οι εξαιρέσεις έρχονται να επιβεβαιώσουν τον κανόνα, καθώς αποκαλύψεις και κριτικές φωνές βρίσκουν διέξοδο και δημοσιότητα μόνο στα πλαίσια των μικροτζαρτζαρισμάτων των δυσαρεστημένων ολιγαρχών-καναλαρχών (βλ. προσφάτως την περίπτωση του συστήματος Μαρινάκη) με την κυβέρνηση.

Είναι τέτοια η αλαζονεία των κυβερνώντων και του ίδιου του πρωθυπουργού, που δεν νοιώθουν την ανάγκη να κρατήσουν τα ελάχιστα θεσμικά προσχήματα. Το έχουμε δει επανειλημμένα με την άρνηση του εκπροσώπου Τύπου της κυβέρνησης να απαντήσει σε «ενοχλητικές» ερωτήσεις, το είδαμε για ακόμη μια φορά στη συνέντευξη Τύπου του πρωθυπουργού στα πλαίσια της παρουσίας του στην ΔΕΘ. Μπορεί η πλευρά της κυβέρνησης να ισχυρίζεται πως η παρουσία των δημοσιογράφων στη συνέντευξη Τύπου, και η δυνατότητά τους να θέσουν κάποια ερώτηση στον πρωθυπουργό δεν είναι σχεδιασμένη, όμως μόνο ως τυχαίος δεν μπορεί να θεωρηθεί ο αποκλεισμός μέσων όπως το Documento ή ο Ριζοσπάστης – για δεύτερη μάλιστα χρονιά όπως καταγγέλλει το μέσο. Κάπως έτσι είχαμε για μια ακόμη χρονιά μια συνέντευξη που έμοιαζε περισσότερο με χορογραφία, όπου οι ερωτήσεις (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων) που δέχτηκε ο Κ. Μητσοτάκης, ήταν πάσες για να επαναλάβει πλευρές του κυβερνητικού αφηγήματος (και μάλιστα τα πλέον ανώδυνα σημεία του) και όχι για να αναδείξουν τα κενά των εξαγγελιών του ή να φέρουν στην επιφάνεια αποσιωπημένα κοινωνικά προβλήματα.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!