Η χρηματοπιστωτική κρίση και η κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου που ενέσκηψε εδώ και μία τριετία, σε συνδυασμό με την κρίση του δημόσιου Χρέους και την άνοδο των δημοσιονομικών ελλειμμάτων που αναδείχθηκε έναν χρόνο αργότερα (τέλος του 2009), προκάλεσαν: Αφενός τη μαζική καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων, αφετέρου τη δρομολόγηση της ακραία νεοφιλελεύθερης κυβερνητικής πολιτικής του ΠΑΣΟΚ του Μνημονίου του Μαΐου 2010 και του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος του Ιουνίου 2011.
Απέναντι σ’ αυτή την ακραία νεοφιλελεύθερη επίθεση των αστικών δυνάμεων, σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, τόσο το αγωνιστικό συνδικαλιστικό κίνημα, όσο και το αριστερό πολιτικό κίνημα, παρ’ όλες τις κινητοποιήσεις τους, δεν κατόρθωσαν να αποτρέψουν αποτελεσματικά αυτή την κυβερνητική πολιτική στο σύνολό της ή σε επιμέρους τομείς της. Σ’ αυτή την ανεπάρκεια αποτελεσματικής αντιμετώπισης της επίθεσης της Ιερής Συμμαχίας ήρθε να αναδειχθεί το Κίνημα των Πλατειών της Πραγματικής Δημοκρατίας, που κλόνισε, επί ένα δίμηνο, τη δυνατότητα άσκησης της ακραία νεοφιλελεύθερης πολιτικής του αστικού συνασπισμού εξουσίας.
Σε αυτό το συνολικό τριετές χρονικό πλαίσιο, οι δυνάμεις που συσπειρώθηκαν αφετηριακά στον ΣΥΡΙΖΑ, ριζοσπαστικοποιήθηκαν με την ανάδειξη της καπιταλιστικής κρίσης και την εξέγερση της νεολαίας του Δεκεμβρίου 2008, πράγμα που άλλωστε αποτυπώθηκε στην επεξεργασία των «15 Σημείων Στόχων Πάλης» ως μεταβατικού ριζοσπαστικού προγράμματος με διακηρυγμένη κατεύθυνση τον σοσιαλισμό. Ωστόσο, η έκρηξη των ενδογενών αντιφάσεων του ΣΥΡΙΖΑ, ως πολιτικής συμμαχίας του μικροαστικού μεταρρυθμισμού και της λαϊκής αντικαπιταλιστικής πολιτικής, οδήγησε στην ενδιάμεση πολιτική αποδιάρθρωση του συμμαχικού αυτού σχηματισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς. Η αποστασιοποίηση της τεράστιας μάζας των ανεξάρτητων («ανένταχτων») αγωνιστών και οι εύλογες κριτικές ενστάσεις των συνιστωσών του μαχόμενου λαϊκού αντικαπιταλιστικού προσανατολισμού, καταγράφηκε στην 4η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη. Η Πολιτική Απόφαση στην οποία αυτή κατέληξε (παρ’ όλο που οι μισές τουλάχιστον τοποθετήσεις ήταν σε κριτική ριζοσπαστική κατεύθυνση) με συνοπτικές διαδικασίες (χωρίς ψηφοφορίες σε θεμελιώδεις τροποποιήσεις κ.λπ.) χαρακτηρίζεται πλέον από μια πολιτική γραμμή που φέρει έντονα το αποτύπωμα του εκλογικισμού, κυβερνητισμού και οικονομισμού.
Ο κοινοβουλευτικός εκλογικισμός
Η ασκούμενη από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ ακραία νεοφιλελεύθερη πολιτική έχει την αντικειμενική υποστήριξη τόσο της ελληνικής αστικής τάξης, όσο και του συνόλου των αστικών πολιτικών δυνάμεων που, παρ’ όλη την παραφθορά του δικομματισμού, διαθέτουν την εκλογική επιρροή του 70% του εκλογικού σώματος. Από την άλλη πλευρά, η αστική πολιτική δεν έχει καμία ανάγκη να προσφύγει στη λαϊκή ετυμηγορία και δεν θα το κάνει παρά μόνον αν πιεστεί αφόρητα από το λαϊκό ριζοσπαστικό κίνημα. Αλλά και πάλι, αυτό δεν θα τοποθετείται παρά στην κατεύθυνση του σχηματισμού κυβέρνησης «εθνικής σωτηρίας». Επιπρόσθετα, το αριστερό πολιτικό και εργατικό κίνημα, καθώς και το Κίνημα στις Πλατείες που αναδείχθηκε στην τελευταία περίοδο, κινητοποιήθηκε για την ανατροπή της μνημονιακής πολιτικής, της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ και του νεοφιλελεύθερου δικομματισμού συνολικά. Από πουθενά δεν προέκυψε η «παλλαϊκή απαίτηση» για τη διενέργεια εκλογών, που και αν ακόμη γινόταν θα οδηγούσε στην κυβέρνηση «εθνικής σωτηρίας» με την δυνατή υποστήριξη της ακροδεξιάς.
Κατά συνέπεια, η επίκληση της προσφυγής στη λαϊκή ετυμηγορία τόσο από το ΚΚΕ όσο και από την πλειοψηφία του ΣΥΝ που ενσωματώθηκε στην πολιτική απόφαση του ΣΥΡΙΖΑ, ουσιαστικά γίνεται εξαιτίας της ανεπάρκειας και των δύο κοινοβουλευτικών σχηματισμών της Αριστεράς και της αδυναμίας τους να αναδείξουν ένα ευρύ λαϊκό κίνημα που να επιδιώκει αποτελεσματικά την ανατροπή της μνημονιακής πολιτικής και των φορέων εφαρμογής της από τα κάτω. Ωστόσο, μόνον μια τέτοια ανατρεπτική δράση του μαζικού λαϊκού κινήματος θα μπορούσε να διαμορφώσει όρους και να αλλάξει τους ταξικούς συσχετισμούς, έτσι ώστε η οποιαδήποτε στη συνέχεια διεξαγωγή των εκλογών. θα ήταν «εγκλωβισμένη» από τις πολιτικές παρακαταθήκες που θα είχαν εγγράψει οι λαϊκές δυνάμεις με τις κινητοποιήσεις τους.
Άλλωστε, αυτό το ίδιο το Κίνημα στις Πλατείες της Πραγματικής Δημοκρατίας ουδόλως κινήθηκε στην κατεύθυνση της απαίτησης διεξαγωγής εκλογών, αλλά στην επιδίωξη ανατροπής της μνημονιακής πολιτικής και των φορέων άσκησής της. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, που ο προσανατολισμός του υπήρξε άκρως αντικοινοβουλευτικός με την προσπάθεια περικύκλωσης και εξουδετέρωσης της λειτουργίας του αστικού κοινοβουλίου (της ντροπής;), ως αντιπροσωπευτικού σώματος επικύρωσης της πολιτικής του κοινωνικού ολοκαυτώματος των λαϊκών τάξεων.
«Νέος συνασπισμός εξουσίας» ή αριστερό ριζοσπαστικό μέτωπο;
Μ’ αυτή την εμμονή στον κοινοβουλευτικό εκλογικισμό συνδέεται ο συνακόλουθος κυβερνητισμός που εκφράζεται από τη λογική της ανάδειξης ενός «νέου συνασπισμού εξουσίας», ο οποίος ορίζεται αποκλειστικά στο πεδίο του αστικού κοινοβουλευτισμού, ως μορφή πολιτικής-εκλογικής σύμπραξης των αριστερών δυνάμεων με τις δυνάμεις που αποδεσμεύονται από την επιρροή του νεοφιλελεύθερου δικομματισμού. Μια τέτοια αντίληψη είναι πολλαπλά ανεπαρκής από πολλές απόψεις, μεταξύ των οποίων:
Πρώτο, το να προσεγγίσουν οι αριστερές δυνάμεις εκλογικά ποσοστά (αθροιστικά) του 20%, με δεδομένη την κοινωνική και οικονομική καταστροφή που έχει επέλθει για τη μισθωτή εργασία και τη νεολαία, αυτό δεν σημαίνει ότι η Αριστερά βρίσκεται στα πρόθυρα διεκδίκησης της κυβερνητικής εξουσίας. Σε κάθε περίπτωση πριν από τη διαμόρφωση αυτού του εκλογικά νοούμενου «νέου συνασπισμού εξουσίας», απαραίτητη και θεμελιακή προϋπόθεση είναι η διαμόρφωση ενός αριστερού μετώπου αντιπολιτευτικής αντιπαλότητας προς την ασκούμενη κυρίαρχα ακραία νεοφιλελεύθερη πολιτική του μπλοκ των αστικών πολιτικών δυνάμεων που προκαλεί τον κοινωνικό όλεθρο και η επίτευξη αποτελεσματικών μορφών αντιμετώπισής της.
Μόνον μ’ αυτό τον όρο της αποτελεσματικής λαϊκής ριζοσπαστικής αντιπολίτευσης είναι δυνατή η αλλαγή του ταξικού συσχετισμού των δυνάμεων, η διεύρυνση της κοινωνικής επιρροής του αριστερού κινήματος στις λαϊκές δυνάμεις της επιρροής του ΠΑΣΟΚ και της Ν.Δ., κι έτσι πάνω σε αυτό το έδαφος η ανάδειξη των όρων μιας μεταβατικής εναλλακτικής διεξόδου εξουσίας των λαϊκών δυνάμεων. Διαφορετικά δεν πρόκειται παρά για εκλογικίστικες συμμαχίες χωρίς διευρυμένο κοινωνικό ακροατήριο και κυρίως δίχως καμία έδραση σε ένα ισχυρό κοινωνικό κίνημα, που σήμερα είναι καθολικά αποδιαρθρωμένο και ηττημένο (με την εξαίρεση της ελπίδας αναζωπύρωσης του Κινήματος των Πλατειών από τον ερχόμενο Σεπτέμβριο).
Δεύτερο, ο όποιος εναλλακτικός συνασπισμός εξουσίας δεν νοείται πρωτίστως ως εκλογική συμμαχία πολιτικών δυνάμεων, αλλά ως πολιτική ολοκλήρωση της συμμαχίας τμημάτων και μερίδων των κοινωνικών τάξεων των «από κάτω». Χρειάζεται, μ’ άλλες λέξεις, η αντιστοίχιση με συγκεκριμένες μερίδες της μισθωτής εργασίας, της νεολαίας, των συνταξιούχων, των παραφθειρομένων μικροαστικών στρωμάτων, των ανέργων, αλλά και με την ανάδειξη μορφών κοινωνικής τους οργάνωσης και παρέμβασης που, στην σημερινή συγκυρία, απουσιάζουν παντελώς. Εκτός κι αν θεωρήσει κανείς ως μορφή κοινωνικής έδρασης αυτού του «νέου συνασπισμού εξουσίας» τις συνδικαλιστικές δυνάμεις του ΠΑΣΟΚ στη ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ των οποίων η χρεοκοπία και αφερεγγυότητα είναι τέτοιου μεγέθους που ούτε τον εαυτό τους δεν μπορούν να κινητοποιήσουν.
Σοσιαλιστικός μετασχηματισμός η «παραγωγική ανασυγκρότηση»;
Τέλος, ενώ μέχρι σήμερα και ιδιαίτερα στα «15 Σημεία Στόχοι Πάλης» γίνονταν η απόπειρα οργανικής σύνδεσης του μεταβατικού ριζοσπαστικού προγράμματος με την ανάγκη του ριζικού σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, αυτή η αναφορά σ’ αυτούς τους δύο θεμελιώδεις κόμβους της τακτικής και στρατηγικής απουσιάζει ολοκληρωτικά. Ενώ στις αναφορές της Πολιτικής Απόφασης επαναλαμβάνεται συνεχώς η επικέντρωση στο νεοφιλελευθερισμό, η αναφορά στο σοσιαλισμό ως στρατηγικ ής λύσης των αδιεξόδων και καταστροφών της σύγχρονης αστικής νεοφιλελεύθερης πολιτικής έχει εξαφανιστεί από το προσκήνιο. Έτσι, εισάγεται με βάση την κλασική «θεωρία των σταδίων» της παραδοσιακής Αριστεράς ένα ενδιάμεσο στάδιο το οποίο, στην ανάπτυξή του, θα μπορεί (υποθέτουμε εν δυνάμει) να θέσει, σε ένα απροσδιόριστο μελλοντικό στάδιο, τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Είναι προφανές ότι η αντίληψη που υποδηλώνεται είναι ότι μπορούν να αντιμετωπισθούν τα ζωτικά κοινωνικά ζητήματα των εργαζομένων, των ανέργων και της νεολαίας με προγραμματικές κατευθύνσεις που δεν εστιάζονται στη σοσιαλιστική πολιτική, αλλά σε ενδιάμεσες κατευθύνσεις «ολοκλήρωσης» και «εξορθολογισμού» της καπιταλιστικής οικονομικής ανάπτυξης, με αποχρώσεις ενός παρωχημένου κρατικού καπιταλισμού.
Ωστόσο, η κύρια κατεύθυνση οικονομικής πολιτικής που αναδεικνύεται (αφού επιτευχθεί η απαλλαγή από το βάρος του «επαχθούς» τουλάχιστον μέρους του χρέους και από τα δεσμά της δρακόντειας δημοσιονομικής πειθαρχίας), είναι η εθνικοποίηση-κοινωνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος (στόχος απόλυτα αναγκαίος), με σκοπό όμως την προώθηση της «παραγωγικής ανασυγκρότησης» της ελληνικής οικονομίας και της στήριξης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για την προβολή του πιο εξόφθαλμου οικονομισμού, γιατί η επιδίωξη της απαλλοτρίωσης του τραπεζικού κεφαλαίου δεν μπορεί να εντάσσεται κατά κανέναν τρόπο σε τέτοιες κατευθύνσεις. Αυτή δεν μπορεί παρά να αφορά την χρηματοδοτική και επενδυτική υποστήριξη παραγωγικών-επιχειρηματικών μονάδων οι οποίες όμως να έχουν κοινωνικοποιημένα χαρακτηριστικά κι όχι ιδιωτική καπιταλιστική φυσιογνωμία.
Κυρίαρχα, η επιζήτηση της «παραγωγικής ανασυγκρότησης» της (ιδιωτικής καπιταλιστικής) οικονομίας διά μέσου του ελέγχου του τραπεζικού συστήματος και της ανάπτυξης συνακόλουθων πρακτικών κρατικού καπιταλισμού, είναι εντελώς ανεδαφική, γιατί η ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού δεν έχει χαρακτηριστικά «στρεβλότητας» που χρειάζονται την παρέμβαση της Αριστεράς για να «ορθολογικοποιηθούν».
Απεναντίας, η ελληνική καπιταλιστική ανάπτυξη, με βάση το διεθνή καταμερισμό εργασίας, έχει ολοκληρωμένα και πλήρη χαρακτηριστικά, και εκείνο για το οποίο υπάρχει ανάγκη είναι η εθνικοποίηση-κοινωνικοποίηση των μεγάλων στρατηγικής σημασίας παραγωγικών μονάδων, στο πλαίσιο της θεμελιακής σοσιαλιστικής επιδίωξης για τον μετασχηματισμό των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.