του Σπύρου Θεοδωρόπουλου
Οι εικόνες των τελευταίων ημερών από την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στη Θεσσαλονίκη, με εκατοντάδες κόσμου να συνωστίζονται μπροστά στο ναό για να γιορτάσουν τον πολιούχο Άγιο της πόλης, άνοιξαν εκ νέου τη συζήτηση σχετικά με τα μέτρα προφύλαξης στους Ιερούς Ναούς αλλά και για το αν οι χώροι λατρείας θα έπρεπε σε πρώτο χρόνο να είναι ανοιχτοί.
Το δημόσιο ντιμπέητ σχετικά με το ζήτημα φαίνεται να οριοθετείται ανάμεσα σε μία άποψη που υποστηρίζει πως όλα βαίνουν καλώς στις εκκλησίες και από μια άλλη που συνήθως με σχετικά υποτιμητικό τρόπο υποστηρίζει πως πρέπει να κλείσουν άμεσα και πως ακόμα και η μέχρι τώρα λειτουργία τους είναι εγκληματική. Φαίνεται όμως πως καμία από αυτές τις δύο θέσεις δεν είναι ικανή να απαντήσει στη συγκυρία. Η πρώτη δείχνει να μη λαμβάνει υπόψη τη κρισιμότητα των στιγμών ενώ η δεύτερη δεν μπορεί να καταλάβει το πόσο εμποτισμένη είναι η θρησκεία σε μεγάλο τμήμα του πληθυσμού.
«Οι πανουκλιασμένοι Πέρσες και οι μοναχοί αμάρταναν το ίδιο. Γιατί για τους μεν πρώτους ο πόνος ενός παιδιού δε μετρούσε, και, για τους δεύτερους δε ο ανθρώπινος φόβος είχε κυριέψει τα πάντα»
Προσπαθώντας να υπερβούμε και τις δύο αυτές τοποθετήσεις φέρνουμε στο νου μας το σημείο από την «Πανούκλα» του Αλμπέρ Καμύ, όπου ο πάτερ Πανελού κάνει το δεύτερο κήρυγμά του. Ο παπάς, έχοντας δει ένα παιδί να ξεψυχά μπροστά του, συγκλονισμένος από το θέαμα, λέει λίγες μέρες μετά στο ποίμνιο πως οι πιστοί δεν πρέπει να μιμηθούν ούτε τους Πέρσες που σε μια επιδημία πανούκλας πέταγαν τα μολυσμένα σεντόνια στους χριστιανούς για να μεταδώσουν την ασθένεια, ούτε όμως τους μοναχούς του Καΐρου που σε μια αντίστοιχη περίσταση πιάναν την όστια με λαβίδα για να μη μεταδοθεί η ασθένεια: «Οι πανουκλιασμένοι Πέρσες και οι μοναχοί αμάρταναν το ίδιο. Γιατί για τους μεν πρώτους ο πόνος ενός παιδιού δε μετρούσε, και, για τους δεύτερους δε ο ανθρώπινος φόβος είχε κυριέψει τα πάντα. Και στις δυο περιπτώσεις το πρόβλημα είχε κάνει φτερά. Και οι δύο κωφεύανε στη φωνή του Κυρίου» κλείνει το κήρυγμα του. Στην αμέσως επόμενη σελίδα ο Καμύ παραδέχεται πως αυτή η οπτική είναι μια συνεπής χριστιανική προσέγγιση: «Όταν ένας αθώος μένει χωρίς μάτια, τότε ο χριστιανός πρέπει ή να χάσει τη πίστη του, ή να αποδεχτεί τα χαμένα μάτια. Ο Πανελού δε θέλει να χάσει τη πίστη του. Θα πάει ως το τέλος.»
Λίγες μέρες αργότερα ο ιερωμένος καταλήγει χτυπημένος από την ασθένεια. Ο συγγραφέας συμπεραίνει μέσα από τα λόγια του γιατρού Ριε πως απέναντι στην αφηρημένη έννοια της πίστης εμείς πρέπει να αντιτάξουμε την καθόλου αφηρημένη έννοια του Ανθρώπου.
Στα δικά μας, αν δεν προσπαθήσουμε να αφουγκραστούμε την ανάγκη ενός μεγάλου τμήματος του λαού μας να ξεφύγει από την παρούσα κατάσταση μέσω της πίστης κι αν δεν προσπαθήσουμε με σεβασμό σε αυτή την ανάγκη να προτείνουμε πως σε κάθε ερώτηση η απάντηση είναι ο άνθρωπος -κι αντίθετα απαντάμε με κοροϊδίες, ειρωνεία κι αφ’ υψηλού κριτικές σαν να είμαστε κήνσορες των πάντων- το μόνο που θα καταφέρουμε θα είναι να προκαλέσουμε εκ νέου κοινωνικούς διχασμούς και να σπρώξουμε ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας στις συμπληγάδες μιας ανίκανης κυβέρνησης από τη μία και ορισμένων κατώτερων των περιστάσεων κληρικών από την άλλη.