Τελικά η… τάξη επιβλήθηκε στην Πρυτανεία. Με την εισβολή αστυνομικών δυνάμεων χθες το πρωί, το κτίριο εκκενώθηκε και η κατάληψη τερματίστηκε με τη σύλληψη όσων βρίσκονταν στο χώρο.
Όπως και σε πλείστα άλλα ζητήματα που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση, τίθεται ένα αφοπλιστικό(;) ερώτημα: «Και τι άλλο να κάναμε;». Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η κατάληψη ενός πανεπιστημιακού χώρου από μια μικρή ομάδα ανθρώπων που δεν έδειχναν να αφήνουν κανένα περιθώριο άλλης επίλυσης εμφανίζεται ως απαγορευτική για κάθε άλλη αντιμετώπιση. Είναι όμως, στα αλήθεια, έτσι;
Πράγματι, μια μερίδα του αντιεξουσιαστικού χώρου, επιλέγει την τακτική ενεργειών πλήρως αποκομμένων από τους κοινωνικούς χώρους και τους ανθρώπους που κινούνται σε αυτούς, για την επιβολή μιας «ατζέντας». Η λογική φαίνεται να είναι η εξής: Θα προβαίνουμε σε ενέργειες που θα προκαλούν κατασταλτικές απαντήσεις ώστε να αποδειχθεί ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει και η εξουσία παραμένει ανάλγητη. Έτσι, θα δικαιολογεί την ύπαρξή του ο χώρος που φαίνεται να συγκρούεται θεαματικά με τους καταπιεστικούς μηχανισμούς του κράτους.
Η λογική αυτή, όμως, απλοϊκή και καθόλου προωθητική για την υπόθεση της χειραφέτησης, ενταγμένη στην ουσία της στη λογική του θεάματος και των ΜΜΕ, δεν αντιμετωπίζεται, εν προκειμένω από τον ΣΥΡΙΖΑ, δεν απαντιέται σε μαζικό επίπεδο, με πολιτικό και ιδεολογικό τρόπο. Θα έπρεπε πλατιά να αναδειχθεί και να υποστεί κριτική και απομόνωση ως στάση που δεν τροφοδοτεί τίποτα άλλο από το παιχνίδι που παίζουν οι ίδιοι οι μηχανισμοί της εξουσίας, παιχνίδι στο οποίο εντάσσεται και το ίδιο το πανεπιστημιακό άσυλο.
Η δεύτερη κραυγαλέα έλλειψη είναι αυτή της παρουσίας των μαζικών κινημάτων και ειδικά του πανεπιστημιακού και φοιτητικού κινήματος. Πλήρης αφωνία και αδυναμία να αρθρωθεί, πέρας από τις «παραδοσιακές» ανακοινώσεις, ουσιαστικός λόγος και να υπάρξει, πρακτικά, παρέμβαση για την υπεράσπιση του ίδιου του άσυλου και των δημοκρατικών διαδικασιών στα πανεπιστήμια.
Έτσι, απομένει σαν δήθεν μοναδική ρεαλιστική, η «λύση» της καταστολής. Δεν είναι η μοναδική περίπτωση. Από το κλίμα των πρώτων μετεκλογικών ημερών με τα κάγκελα να φεύγουν από τη Βουλή και τα ΜΑΤ να αποσύρονται από διάφορα σημεία, περνάμε σιγά-σιγά σε μια «κανονικότητα» όπου η παρουσία των κατασταλτικών δυνάμεων ενισχύεται και πάλι, ενώ ξεχνιούνται οι αλλαγές που είχαν εξαγγελθεί.
Στην προκειμένη περίπτωση, η «λύση» συνοδεύεται από την καταπάτηση του πανεπιστημιακού ασύλου. Δεν αποτελεί, όμως, επιτυχία η προσφυγή σε αυτές τις μεθόδους για να επιλυθεί ένα θέμα που, κάτω από άλλους όρους, θα μπορούσε να είχε αντιμετωπιστεί από τους ίδιους τους εμπλεκόμενους, τους φοιτητές, τον χώρο του πανεπιστημίου, την κοινωνία.
Για να μπορούν να αντιμετωπιστούν, όμως, διαφορετικά και χωρίς βία μειοψηφικές και «πραξικοπηματικές» επιλογές, θα χρειαζόταν ένα άλλο πρόταγμα. Θα χρειαζόταν, επί της ουσίας, η ηθική υπεροχή ενός άλλου μοντέλου συμμετοχής και δημοκρατίας, ένας άνεμος ριζοσπαστισμού και πραγματικής αλλαγής μέσα στους κοινωνικούς χώρους.
Αυτός σήμερα δεν υπάρχει, η κοινωνία μοιάζει απλά να παρακολουθεί τις κινήσεις της κυβέρνησης, χωρίς εκείνη να συμμετέχει. Φταίει η ίδια για αυτό ή το σήμα που με διάφορους τρόπους λαμβάνει είναι ότι συνεχίζεται πάνω-κάτω η παλιά κατάσταση, κυριαρχεί η «διαχείριση» και είναι περιττή η δική της συμμετοχή;
Γ.Π.