Ο Μακρόν, πρόεδρος μιας κοινωνικής και πολιτικής μειοψηφίας, έκανε αυτήν την εβδομάδα την κίνησή του: έχοντας αφήσει επί δύο μήνες τη χώρα χωρίς πρωθυπουργό, διόρισε τελικά στη θέση τον δεξιό Μισέλ Μπαρνιέ, στέλεχος του κόμματος των Ρεπουμπλικάνων με περγαμηνές ευρωκράτη. «Παραβιάζει το Σύνταγμα και τους νόμους», ωρύονται οι αριστεροί και (λίγο πιο σιγανά) οι κεντροαριστεροί, αφού το Νέο Λαϊκό Μέτωπο, ως πρώτη κοινοβουλευτική δύναμη, έπρεπε να πάρει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης – ενώ τώρα δίνεται στον εκπρόσωπο του τέταρτου κόμματος, που έλαβε μονοψήφιο ποσοστό. Έχουν μισό μόνο δίκιο, διότι η ουσία βρίσκεται στο ότι ο Μακρόν δεν παρακάμπτει απλώς τους κανόνες της αστικής δημοκρατίας: αδιαφορώντας για το γεγονός ότι έχει ηττηθεί, έως και ταπεινωθεί, σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις, περιγελά με θράσος αυτούς που νόμισαν ότι είναι νικητές.
Γιατί; Επειδή μπορεί. Επειδή έχει τις πλάτες της ευρωκρατίας και της τραπεζοκρατίας, που δεν είναι δα και η πρώτη φορά που ξεφτιλίζουν τους δημοκρατικούς κανόνες στην Ευρώπη – κάτι ξέρουμε κι εμείς. Κι επειδή έχει καταλάβει ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να φοβάται αυτήν την αριστερά. Εξάλλου αυτή ακριβώς η αριστερά, έχοντας κάνει σημαία τη γραμμή του «αντιΛεπέν μετώπου», του χάρισε τριψήφιο αριθμό βουλευτών. Κι αφού τον ξελάσπωσε, αυτός τώρα αντί για… ευχαριστώ κλείνει το μάτι όχι μόνο στους δεξιούς Ρεπουμπλικάνους, αλλά και στην μέχρι προχθές επάρατη Λεπέν. Διότι ο κόσμος το ’χει τούμπανο και η γαλλική πολιτική τάξη κρυφό καμάρι ότι στους διαδρόμους δόθηκε η σιωπηρή (μέχρι στιγμής) συναίνεση της Λεπέν γι’ αυτή τη «λύση», που φτύνει κατάμουτρα τη λαϊκή βούληση – περιλαμβανομένης αυτής των ψηφοφόρων της Λεπέν.
Η τελευταία όμως ξέρει πολύ καλά τι κάνει: θα ανεχθεί για κάποιο διάστημα μια κυβέρνηση Μπαρνιέ, θα της αποσπάσει οτιδήποτε μπορεί, κι όταν αυτή πέσει σε τοίχο (που θα πέσει), θα εμφανιστεί η «επάρατη ακροδεξιά» να δρέψει τα κέρδη της λαϊκής οργής. Πόσο μάλλον που η αριστερά, υποτασσόμενη στην «υπεύθυνη» στάση που της επέβαλαν οι διάφοροι Ολάντ (κι εδώ κόντρα στη βούληση των ψηφοφόρων), από ελπίδα των πληβείων κατέστη παράγοντας απογοήτευσης. Γιατί λοιπόν πέφτει τώρα από τα σύννεφα και οργίζεται; Επειδή η «αντιΛεπέν» γραμμή, δηλαδή η έστω και με βαριά καρδιά στήριξη του ακραίου κέντρου, έδειξε τόσο γρήγορα τα όριά της; Ή επειδή έχουν σπάσει τα φρένα της συστημικής αλαζονείας; Σε κάθε περίπτωση, το μόνο που μπορεί να κάνει πλέον η αριστερά για να μην βρεθεί έξω από τις μελλοντικές λαϊκές αντιδράσεις (μπροστά στις οποίες μπορεί να ωχριούν τα Κίτρινα Γιλέκα) είναι μια έμπρακτη αυτοκριτική. Δηλαδή μια πραγματική αλλαγή γραμμής.