του Δημήτρη Μπελαντή
Το ζήτημα του «αντιλαϊκισμού» κρίνεται σήμερα ως κυρίαρχο ζήτημα και ο «εθνο-λαϊκισμός» το κύριο αντίπαλο δέος. Σύμφωνα, τουλάχιστον, με ορισμένους εκδοτικούς οίκους, παλιότερους ή και πιο νέους, οι οποίοι ιδεολογικά συντάσσονται με τη διεθνοποίηση του κεφαλαίου, την «κοσμόπολιν» και τον ευρωπαϊσμό. Πρόκειται για την ιδεολογική έκφραση ενός «ριζοσπαστικού» ή «φιλελεύθερου-αντιολοκληρωτικού Κέντρου». Το οποίο αντιμάχεται είτε τους ολοκληρωτισμούς των δύο άκρων είτε τους συγκλίνοντες λαϊκισμούς και ρατσισμούς των δύο άκρων.
Πράγματι, ορισμένοι εκδοτικοί οίκοι στην Ελλάδα, θέτουν ως κεντρικό σκοπό τους την ιδεολογική καταπολέμηση του «αντιευρωπαϊσμού» ή του «εθνολαϊκισμού». Στην πράξη, ο καταγγελλόμενος «εθνολαϊκισμός» περιλαμβάνει κάθε άποψη ή σύστημα απόψεων που αντιπαρατίθεται στις κυρίαρχες στάσεις και πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και άλλων διεθνών ολοκληρώσεων του κεφαλαίου, από οικονομική, πολιτική ή και πολιτιστική οπτική γωνία, είτε προέρχεται από μια αντινεοφιλελεύθερη Αριστερά είτε από μια «λαϊκή» Δεξιά ή Ακροδεξιά.
Βεβαίως, κανείς δεν θέλει να αυτοπροσδιορίζεται ως νεοφιλελεύθερος, αφού ο νεοφιλελευθερισμός και το σύμπαν του Φρήντριχ Χάγεκ, ακόμη και μετά από σαράντα χρόνια ισχύος και εμφατικής επικράτησης λογίζεται ως κάτι το σχετικά κακόφημο και ακραίο. Η αντίθεση στον «εθνολαϊκισμό» στηρίζεται ιδεολογικά σε «ευγενέστερες» αρχές, όπως η ανεκτικότητα και επικέντρωση στην ετερότητα, ο πλουραλισμός, η πολυφωνική δημοκρατία, η αντίθεση στην ξενοφοβία ή την εθνική απομόνωση, η πολυπολιτισμικότητα, ο οικουμενισμός, ο ευρωπαϊκός φεντεραλισμός, τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Ο εκδοτικός οίκος «Επίκεντρο»
Μια χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση στον χώρο της Κεντροδεξιάς, είναι ο εκδοτικός οίκος «Επίκεντρο», ο οποίος εν πολλοίς αποτελεί συνέχεια του παλιότερου εκδοτικού οίκου «Παρατηρητής» (που κινούνταν στη δεκαετία του 1980 μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΚΚΕ Εσωτερικού).
Ήδη, καιρό πριν από τη νεοφιλελεύθερη και φιλο-Ε.Ε. «στροφή» του ΣΥΡΙΖΑ, από το 2011-2012 και λίγο αργότερα, εκδίδεται από το «Επίκεντρο» μια σειρά βιβλίων που τείνει να οριοθετήσει έναν υποτίθεται φιλελεύθερο «μέσο χώρο» ανάμεσα στον Λαϊκισμό της Άκρας Δεξιάς (Χρυσή Αυγή) και τον Λαϊκισμό της Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ, Τσίπρας, άλλες Αριστερές) –βλ. τα βιβλία των Σ. Βασιλοπούλου-Δ. Χαλικιοπούλου «Η εθνικιστική λύση της Χρυσής Αυγής», Cas Mudde «ΣΥΡΙΖΑ – Η διάψευση της λαϊκιστικής υπόσχεσης», Ανδρέας Παππάς «Στις ρίζες του εθνολαϊκισμού» και πολλά άλλα. Ανάμεσα στη Σκύλα και τη Χάρυβδη. Ουσιαστικά, πρόκειται για την δημιουργία ενός «κεντρώου» ή ορθότερα «κεντροδεξιού» θινκ τανκ που στρέφεται κατά των «δύο άκρων», άκρων τα οποία φέρονται να συγκλίνουν στον αντι-οικουμενισμό, στην άρνηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στον αντιευρωπαϊσμό, στην ξενοφοβία και στην αντίθεση στην ελεύθερη αγορά. Υπαινικτικά, τα έργα αυτά φαίνονται να συγκλίνουν στην υπονόμευση της φιλελεύθερης δημοκρατίας και σε μια μορφή πρωτότυπου σύγχρονου ολοκληρωτισμού.
Δύο έννοιες διαδραματίζουν κομβικό ρόλο στα βιβλία πολιτικής σκέψης/θεωρίας των εκδόσεων «Επίκεντρο»: Ο (εθνο)λαϊκισμός και ο ολοκληρωτισμός. Στην ουσία, πρόκειται, κατά την άποψη αυτήν πάντα, για απαράδεκτες όψεις του αντιφιλελευθερισμού (antiliberalism), της συνομωσιολογίας και της αντίθεσης στη δημοκρατία.
Ο Tagguieff οργανώνει διανοητικά μια θεωρία των «δύο άκρων» με επίκεντρο τη συνομωσιολογία και στη συνέχεια την αποδομεί. Κατά την άποψη αυτήν, «τα άκρα» φτιάχνουν μια απλοϊκή εικόνα του «λαού» και των εχθρών του. Έτσι, μετατρέπουν σύνθετα φαινόμενα πολλαπλών αιτιών σε καρικατούρες και κινητοποιούν με βάση το μίσος, την έχθρα και την δημαγωγία κατά φορέων της ελεύθερης σκέψης, αλλά τελικά και της ελεύθερης αγοράς
Μέντορας του ρεύματος αυτού είναι ο Γάλλος πολιτικός στοχαστής Pierre-Andre Tagguieff, του οποίου το γραπτό έργο περιστρέφεται γύρω από την καταπολέμηση της συνομωσιολογίας, του αντισημιτισμού και όλων εκείνων των θεωρητικών συστημάτων, τα οποία, μέσα στην μονομέρειά τους, κατατείνουν, υποτίθεται, με τρόπο δημαγωγικό κατά των «εχθρών του λαού» («Ο ρατσισμός», «Ο εθνικολαϊκισμός», «Ο εξτρεμισμός και τα είδωλά του», «Θεωρίες συνωμοσίας, εξτρεμισμός, εσωτερισμός» κ.α.).
Στην πραγματικότητα, ο Tagguieff οργανώνει διανοητικά μια θεωρία των «δύο άκρων» με επίκεντρο τη συνομωσιολογία και στη συνέχεια την αποδομεί. Κατά την άποψη αυτήν, «τα άκρα» φτιάχνουν μια απλοϊκή εικόνα του «λαού» και των εχθρών του. Έτσι, μετατρέπουν σύνθετα φαινόμενα πολλαπλών αιτιών σε καρικατούρες και κινητοποιούν με βάση το μίσος, την έχθρα και την δημαγωγία κατά φορέων της ελεύθερης σκέψης, αλλά τελικά και της ελεύθερης αγοράς. Ο Tagguieff, στην πραγματικότητα, συγχέοντας σε μεγάλο βαθμό τον δεξιό εθνικισμό με τον αντιιμπεριαλισμό και τον αντικαπιταλισμό, νομιμοποιεί τόσο τον ίδιο τον καπιταλισμό (τον οποίο θεωρεί θύμα μιας συνομωσιολογικής προσέγγισης, μαρξιστικού ή άλλου τύπου, μέσω σχημάτων του τύπου Λέσχη Μπίλντεμπεργκ) ως φορέα ελευθερίας, όσο και τις διεθνείς ολοκληρώσεις ειδικότερα, ως θεσμούς που αίρουν τον εθνικό προστατευτισμό και την ξενοφοβία. Ένας σωρός από «αντιπλουτοκρατικές» θεωρήσεις, από τα όντως χαλκευμένα από την τσαρική Οχράνα «Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών» μέχρι τις παραλλαγές του μαρξισμού, ομογενοποιούνται ως εθνολαϊκιστικές τοποθετήσεις.
Από την άλλη πλευρά, ο, κατά τη δήλωση του, φιλελεύθερος και δημοκρατικός αυτός εκδοτικός οίκος ανακαλεί με μια σειρά βιβλία του (π.χ. το δίτομο βιβλίο του Σ. Μουμτζή «Η κόκκινη βία» ή βιβλία για τους αντικομμουνιστές καπετάνιους στην Κατοχή κ.α.) τοποθετήσεις ενός σχετικά ακραίου αντικομμουνισμού, που επανατοποθετεί ως αιτία της εμφύλιας διαμάχης την «ολοκληρωτική και βίαιη» στόχευση του ΚΚΕ και της Αριστεράς στην Ελλάδα της δεκαετίας του 1940, με τρόπο όμοιο με τις τοποθετήσεις πριν από μια δεκαετία των ιστορικών Σ. Καλύβα και Ν. Μαραντζίδη. Ο κομμουνισμός ξεκίνησε το 1943 τον Εμφύλιο Πόλεμο στην Ελλάδα και άσκησε κατασταλτική βία στους εχθρούς του, ξεκινώντας τον κύκλο της αιματοχυσίας (στην πραγματικότητα, κατά την γνώμη μας, ο Εμφύλιος με την ευρεία έννοια όντως ξεκίνησε το 1943, αλλά για λόγους τελείως διαφορετικούς από αυτούς που επικαλούνται οι κ.κ. Καλύβας και Μαραντζίδης). Έτσι, κατά κάποιο τρόπο, ο κύκλος κλείνει. Αυτό που «συνέδεσε» τον φασισμό με τον κομμουνισμό στην δεκαετία του 1930 και του 1940, ο «ολοκληρωτισμός» δηλαδή, επανακάμπτει ως αυτό που συνδέει σήμερα τις αντι-Ε.Ε. ή αντιπαγκοσμιοποιητικές τοποθετήσεις των «λαϊκιστών» δεξιάς και αριστερής κοπής. Εξ αντιδιαστολής, οι πολιτικοί σχηματισμοί που υπηρετούν πιστά το διεθνοποιημένο κεφάλαιο δεν μπορεί παρά να είναι «οι καλοί». Αν και το «Επίκεντρο» ξεκίνησε ως ακραία αντι-ΣΥΡΙΖΑ φωνή, δεν θα ήταν πολύ μακριά από την πραγματικότητα να πει κανείς ότι η ιδεολογική απόσταση πια έχει μειωθεί στο ελάχιστο. Ιδίως μετά την παρουσία του καθηγητή κ. Μαραντζίδη στο κείμενο συγκέντρωσης υπογραφών υπέρ της Συνθήκης των Πρεσπών.
Ο εκδοτικός οίκος «Πόλις»
Μια αρκετά διαφορετική εκδοχή του «αντιλαϊκισμού» και της φιλελεύθερης οικουμενικής ιδεολογίας είναι ο ιδεολογικός χώρος του εκδοτικού οίκου «Πόλις». Ο οίκος Πόλις ανήκει στην κλασσική Κεντροαριστερά και στο φάσμα που θα ορίζαμε εδώ και είκοσι χρόνια ως «νέα σοσιαλδημοκρατία» ή έστω «νέο Κέντρο». Ως μια σοσιαλδημοκρατία, δηλαδή, η οποία έχει εγκαταλείψει όχι μόνο τον «σοσιαλισμό» ως κάτι ριζικά έτερο του καπιταλισμού, αλλά ακόμη και μια συνολική κοινωνική αναδιανομή κεϋνσιανού τύπου μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας.
Ο στόχος, κατά τη «νέα σοσιαλδημοκρατία», στο κοινωνικοοικονομικό επίπεδο είναι η διατήρηση μεν των κοινωνικών ανισοτήτων ως το σημείο, όμως, που αρχίζουν να είναι ανυπόφορες για τους φτωχούς («Θεωρία Δικαιοσύνης» του φιλοσόφου Τζων Ρόουλς, 1973) και η επιδοματική πολιτική υπέρ των πολύ φτωχών και περιθωριοποιημένων πολιτών. Στο πολιτιστικό-ηθικό επίπεδο, είναι κυρίως η άρση των διακρίσεων κατά μη ταξικών ομάδων, οι οποίες υφίστανται διακρίσεις λόγω μη υπαγωγής τους στην main stream πολιτιστική, ηθική και κοινωνική πλειοψηφία: γυναίκες, ομοφυλόφιλοι ή διεμφυλικοί, μετανάστες, θρησκευτικές και φυλετικές μειονότητες κ.α.
Πρόκειται, και στο οικονομικό αλλά και στο πολιτισμικό επίπεδο, για την ατζέντα που γύρω στις αρχές του αιώνα εισήγαγαν στην Βρετανία ο καθηγητής Άντονυ Γκίντενς (τα βιβλία του «Ο τρίτος δρόμος» και «Πέραν της Αριστεράς και της Δεξιάς», εκδόθηκαν πριν από είκοσι χρόνια περίπου στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πόλις), οι πρώην πρωθυπουργοί Τόνυ Μπλερ στη Βρετανία και Γκέρχαρντ Σραίντερ στη Γερμανία, ο κοινωνιολόγος Ούλριχ Μπεκ κ.α. Τρίτος δρόμος πια όχι μεταξύ σταλινισμού και σοσιαλδημοκρατίας, όπως έλεγαν πριν από σαράντα χρόνια οι ευρωκομμουνιστές, αλλά μεταξύ παλιάς «κρατιστικής σοσιαλδημοκρατίας» (διάβαζε, καθολικά αναδιανεμητικής και στηριγμένης στα συνδικάτα) και καθαρού χαγεκιανού νεοφιλελευθερισμού.
Αυτό που παλιά καταγραφόταν ως «ματαίωση της επανάστασης» των παλιών 68άρηδων, που κρατά, όμως, και μια σπίθα για το μέλλον, τώρα είναι το πρόβλημα μιας έντονης διαμάχης βασικά στο εσωτερικό των λαϊκών στρωμάτων, ανάμεσα σε «ντόπιους» και ξένους, ανάμεσα σε «λευκούς» και «έγχρωμους», ανάμεσα σε ρατσιστές και καλοπροαίρετους αλληλέγγυους, ανάμεσα σε «εκπαιδευμένους» μπάτσους και φασίστες μπάτσους
Ο φιλελευθερισμός των εκδόσεων Πόλις είναι ένας κεντροαριστερός φιλελευθερισμός, ο οποίος συμπορεύτηκε με την φυσιογνωμία του «εκσυγχρονιστικού» ΠΑΣΟΚ του Κώστα Σημίτη και με ένα ρεύμα σύγκλισης, ήδη από τη δεκαετία του 1990, μεταξύ των διανοουμένων της ανανεωτικής Αριστεράς (των εκ του ΚΚΕ Εσωτερικού προερχομένων) και των νεότερων διανοουμένων, οι οποίοι πρωτογενώς διαμορφώθηκαν από το ρεύμα Σημίτη. Αυτό το πλέγμα διανοουμένων ηγείται σήμερα, σε συνδυασμό με διανοούμενους που «παρέμειναν» στην Αριστερά ως τον ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς ιδεολογικά να διαφωνούν ουσιαστικά με τους πασοκογενείς.
Για να επανέλθουμε, όμως, στον οίκο Πόλις: Εδώ, οι εμφάσεις, παρά την, επίσης, επιμονή σε ένα πλέγμα οικουμενικού και κοσμοπολιτικού μετανεωτερικού φιλελευθερισμού με έμφαση στα στοιχεία της ατομικότητας, της διαφοράς και της ταυτότητας, είναι αρκετά διαφορετικές από το κεντροδεξιό ή και δεξιό «Επίκεντρο». Βεβαίως, εκδίδονται και τονίζονται ιστορικά έργα, όπως του ιστορικού Χάινριχ Βίνκλερ για την Δημοκρατία της Βαϊμάρης («Βαϊμάρη 1918-1933, η ανάπηρη δημοκρατία», Αθήνα 2011, ένα τμήμα του αρχικού βιβλίου του Βίνκλερ), τα οποία εκκινούν από την mainstream φιλελεύθερη θεωρία στην Ο.Δ. Γερμανίας περί «αυτοκτονίας της δημοκρατίας» και των δύο ολοκληρωτικών άκρων, που συνέβαλαν παράλληλα στην πτώση του γερμανικού κοινοβουλευτισμού, θεωρία που ανάγεται στον διαπρεπή ιστορικό K. D. Bracher («Η διάλυση της δημοκρατίας», 1955).
Όμως, η ιδεολογική έμφαση στις εκδόσεις Πόλις δεν είναι το σχήμα των παράλληλων ολοκληρωτισμών, αλλά η προβληματική του σύγχρονου ρατσισμού και νεοφασισμού σε βάρος των «μη ταξικών» ή πάντως «μη αποκλειστικά ταξικών» μειοψηφιών ή, ορθότερα, ετεροτήτων. Τόσο στο πολιτικό δοκίμιο όσο και στο λογοτεχνικό βιβλίο, ιδίως το αστυνομικό μυθιστόρημα (και είναι αλήθεια ότι ο εκδοτικός οίκος Πόλις διαπρέπει στο σύγχρονο πολιτικοποιημένο noir ή neopolar), η εικόνα είναι αυτή των σύγχρονων αναπτυγμένων κοινωνιών, όπου ένα ισχυρό ρεύμα στην κοινωνία και στον κρατικό μηχανισμό συνθλίβει τους μετανάστες, τις γυναίκες και τα δικαιώματα τους, τις φυλές των Ινδιάνων στην Λατινική Αμερική, αναβιώνει τον αντισημιτισμό, αντιπαλεύει το δικαίωμα στη διαφορά κ.λπ. (ιδίως το στοιχείο της διωκόμενης στο παρελθόν αλλά και στο παρόν εβραϊκής ετερότητας και η ανίχνευσή της είναι διάσταση πολύ καθοριστική στο «λόγο» των λογοτεχνικών έργων του οίκου Πόλις).
Βεβαίως, ο λόγος περί ανόδου του ρατσισμού και των ρατσιστικών ή και φασιστικών πρακτικών στην κοινωνία και στο κράτος του αναπτυγμένου καπιταλισμού, κάθε άλλο παρά είναι ψευδής, μυθικός ή παραπειστικός. Όλα αυτά υπάρχουν και μάλιστα σε πολύ μεγάλη έκταση πια. Όσο τμήματα των λαϊκών τάξεων συμπιέζονται και δεν εκπροσωπούνται πολιτικά προς μια δημοκρατική και εξισωτική κατεύθυνση, τα φαινόμενα αυτά θα ενισχύονται. Πόλεμος όλων εναντίον όλων, ιδίως των φτωχών μεταξύ τους.
Το πρόβλημα με τον λόγο της φιλελεύθερης Αριστεράς ή Κεντροαριστεράς, και στο πολιτικό δοκίμιο αλλά και στη λογοτεχνία, πρόβλημα που καταγράφει τα τελευταία είκοσι χρόνια και μια δραματική ιδεολογική στροφή ιδίως στο πολιτικοποιημένο αστυνομικό μυθιστόρημα (neopolar), είναι ότι πια έχει τελείως έξω από τον ορίζοντά της μια υπέρβαση του καπιταλισμού. Αυτό που παλιά καταγραφόταν ως «ματαίωση της επανάστασης» των παλιών 68άρηδων, που κρατά, όμως, και μια σπίθα για το μέλλον (π.χ. πολιτικοποιημένο αστυνομικό μυθιστόρημα από το 1970 ως το 2000 περίπου, μεταξύ αυτών των έργων και η πολύ ενδιαφέρουσα σειρά του Μ. Αττιά «Μαύρο Αλγέρι- Κόκκινη Μασσαλία, Paris Blues, από τις ίδιες τις εκδόσεις Πόλις), τώρα είναι το πρόβλημα μιας έντονης διαμάχης βασικά στο εσωτερικό των λαϊκών στρωμάτων, ανάμεσα σε «ντόπιους» και ξένους, ανάμεσα σε «λευκούς» και «έγχρωμους», ανάμεσα σε ρατσιστές και καλοπροαίρετους αλληλέγγυους, ανάμεσα σε «εκπαιδευμένους» μπάτσους και φασίστες μπάτσους. Η δε αστική τάξη, όταν επικρίνεται, είναι αποκλειστικά για τον λόγο ότι συγκαλύπτει τον φασισμό. Η πλευρά αυτή της ρατσιστικής βίας είναι πια καθόλα υπαρκτή μεν, εσφαλμένα ερμηνεύσιμη δε. Έχουμε, στα πλαίσια της φιλελεύθερης ιδεολογίας, μια σύγκρουση ανάμεσα σε ηθικά καλούς και ηθικά κακούς και όχι ανάμεσα σε ανθρώπους που συντρίβονται από μια ανεπίλυτη κοινωνική και ταξική πραγματικότητα.
Τέλος, η εθνική ταυτότητα στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές και ιμπεριαλιστικές χώρες, παύει να είναι ο χώρος ενός «τραύματος» (π.χ. παρελθόν του γαλλικού ή του γερμανικού ιμπεριαλισμού, της αποικιοκρατίας κ.λπ.), που θα μπορούσε να ανακληθεί και να επιλυθεί προς μια εναλλακτική δημοκρατική και ριζοσπαστική κατεύθυνση, που θα αντιπαλεύει τόσο τον σωβινισμό όσο και τη διάλυση της εθνικής ταυτότητας. Στο πλαίσιο του φιλελεύθερου οικουμενισμού, που είναι το καθοριστικό πλαίσιο των παραπάνω εκδοτικών οίκων, με όλες τις σημαντικές διαφορές τους, η εθνική ταυτότητα είναι βασικά η μήτρα του ρατσισμού-σωβινισμού μονοσήμαντα, είναι ένα πρόβλημα μη ανατάξιμο και χωρίς επίλυση. Η μόνη επίλυση είναι η καταστροφή της «ρατσιστογόνου» εθνικής ταυτότητας.