Ο Παύλος Πολάκης, απαντώντας στον Αλ. Τσίπρα που τον είχε «αδειάσει» για όσα είχε πει από το βήμα της Βουλής, έγραψε:

«Η ιστορία της Ελλάδας μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους είναι η ιστορία της πάλης δυο παρατάξεων. Της προοδευτικής δημοκρατικής αριστερής που εξέφραζε την κοινωνική πλειοψηφία και της συντηρητικής, δεξιάς και ακροδεξιάς, που εξέφραζε την εκάστοτε μειοψηφία των εκμεταλλευτών και της ολιγαρχίας. Η πρώτη είχε Κολοκοτρώνηδες, Μακρυγιάννηδες, αγωνιστές της εθνικής ανεξαρτησίας και των εργατικών δικαιωμάτων, Βελουχιώτηδες, 114, Πολυτεχνείο, Αλλαγή. Η δεύτερη φτιάχτηκε από τους κοτζαμπάσηδες τους Τουρκοκρατίας και σε αυτήν βρήκαν καταφύγιο, από μαυραγορίτες και δοσίλογους μέχρι υπόκοσμο των Γκοτζαμάνηδων και χουντικούς».

Κανονικά δεν είναι ό,τι πιο παραγωγικό να ασχοληθεί κανείς με τις απόψεις του Π. Πολάκη για την ελληνική ιστορία. Ειδικά όταν όλα αυτά ειπώθηκαν στο πλαίσιο του δικομματικού καβγά στο κοινοβούλιο για το θέμα της παραπομπής του Ν. Παππά. Του υπουργού της… προοδευτικής παράταξης που τότε δήλωνε ότι όποιος έχει πιο χοντρό πορτοφόλι θα αναλάβει τα κανάλια και την ενημέρωση των πολιτών. Κι όμως, προκύπτει ένα θέμα που έχει ενδιαφέρον να σχολιαστεί: Είναι η ιστορία της Ελλάδας η ιστορία της πάλης δύο παρατάξεων;

Η ιστορία της νεότερης Ελλάδας σημαδεύεται κυρίως από τους εξής παράγοντες και την αλληλεπίδρασή τους:

  • Τον ξένο παράγοντα, ο οποίος από την πρώτη στιγμή είχε ενεργό ρόλο στην προσπάθεια να περιοριστεί η υπόσταση της χώρας, να ψαλιδιστούν οι δυνατότητές της και να υπάρξει αυτή μόνο ως ενεργούμενο των μεγάλων δυνάμεων.
  • Το κυρίαρχο πολιτικό προσωπικό της χώρας που με ελάχιστες φωτισμένες εξαιρέσεις (οι οποίες δεν πολιτογραφούνται ακριβώς με βάση τις «δύο παρατάξεις») υπήρξε παρασιτικό και άμεσα υπαγόμενο στις μεγάλες δυνάμεις, κάτι που ίσχυε και για την εξαρτημένη μεγαλοαστική τάξη.
  • Τους αγώνες, τις εξεγέρσεις και τις επαναστάσεις με πρωταγωνιστικό πάντα τον λαϊκό παράγοντα. Αυτές έγιναν σε αυτό τον τόπο πάντα με δύο αιχμές, την ανεξαρτησία απέναντι στις εξωτερικές επιβουλές και την ελευθερία, τη δημοκρατία, τη χειραφέτηση στο εσωτερικό της χώρας, πεδία που υπήρξαν συνδεδεμένα μεταξύ τους.

Οι βασικές παρατάξεις που ανταγωνίζονταν στο επίπεδο του πολιτικού-κομματικού συστήματος, λόγω της φύσης του και των πολλαπλών αποκλεισμών που αυτό παρήγαγε, σπάνια υπήρξαν ως αντανάκλαση αυτής της πάλης.

Ούτε το 1821 υπήρξε φυσικά το κόμμα των κοτζαμπάσηδων και το κόμμα των εξεγερμένων με καθαρούς λογαριασμούς μεταξύ τους (να μη μιλήσουμε για τις πιο «χοντρές» αλλαγές στρατοπέδων που ήταν καθημερινές), ενώ από το 1824 είχαμε αγγλικό, γαλλικό και μετά και ρώσικο κόμμα.

Για σχεδόν έναν αιώνα τα κόμματα είναι προσωποπαγή, εκφράζοντας με μπερδεμένο τρόπο εξωτερικά, εσωτερικά ή και τοπικιστικά συμφέροντα. Ο λαός δεν είναι φυσικά μόνιμα επαναστατημένος, για μακρές περιόδους υποτάσσεται στην κομματοκρατία και ψάχνει μέσα από αυτή να ταχτοποιήσει ατομικά και συντεχνιακά συμφέροντα.

Ο πιο μόνιμος και βαθύς διχασμός στο πολιτικό σύστημα θα έρθει στις αρχές του εικοστού αιώνα, μέχρι το 1936, και θα αντικατοπτρίζει ουσιαστικά έναν διχασμό στο εσωτερικό της ίδιας της κυρίαρχης τάξης, με τους βενιζελικούς και τους αντιβενιζελικούς. Η κομμουνιστική Αριστερά θα υπάρξει μέχρι τον πόλεμο ως ένας πιο αδύναμος, τρίτος παράγοντας στην πολιτική ζωή.

Ουσιαστικά μόνο κατά τη δεκαετία του 1940 θα διαμορφωθεί μια παράταξη που αυθεντικά θα εκφράζει τη μεγάλη πλειονότητα του λαού και τους πόθους του. Και βέβαια είναι γνωστό ότι τον Δεκέμβριο του 1944 πρωθυπουργός ήταν ο Γ. Παπανδρέου, ενώ κατά την περίοδο του εμφυλίου οι ΗΠΑ δεν ήθελαν δεξιά αλλά κεντρώα κυβέρνηση και την επέβαλαν με μεγάλο ζήλο.

Το 1958 η ΕΔΑ θα βγει δεύτερο κόμμα και από τότε θα υπάρξει εναγώνια προσπάθεια των ΗΠΑ και του εγχώριου συστήματος να αποκατασταθεί η «ομαλότητα» και να επανέλθει ένας δικομματισμός με πρωταγωνίστριες τη δεξιά και την κεντρώα παράταξη, με την Αριστερά και πάλι σε τρίτο ρόλο.

Στην Ελλάδα υπήρχε πάντα ένα μεγάλο αντιστασιακό φορτίο κοινωνικού ριζοσπαστισμού. Αυτό χοντρά-χοντρά ζητούσε δύο πράγματα. Δημοκρατία και τέλος της ξενοκρατίας. Ο ριζοσπαστισμός αυτός στάθηκε βασικά εχθρικός προς το πολιτικό σύστημα και τα κόμματα. Ο διχασμός στο πολιτικό σύστημα σχεδόν ποτέ δεν υπήρξε ευθεία αντανάκλασή του παρόλο που πολλές φορές σχετίστηκε μαζί του

Στο κείμενο που αναφέραμε στην αρχή, καταχωρούνται στην «προοδευτική παράταξη» το Πολυτεχνείο και η «Αλλαγή». Το Πολυτεχνείο βέβαια έγινε χωρίς να το θέλει καμιά επίσημη παράταξη, ενώ η πολιτική κατάσταση μετά το 1981 καθόλου δεν σκιαγραφείται από την πάλη δυο παρατάξεων με τη μία να εκφράζει τους λαϊκούς πόθους και την άλλη την ξενοκρατία.

Γενικότερα, μετά τη Μεταπολίτευση εγκαθιδρύεται ένα αυστηρά δικομματικό σύστημα. Οι αγώνες που ξεσπούν αντιμετωπίζουν την εχθρότητά του ή γίνονται αντικείμενο διαχείρισης και ενσωμάτωσης. Η επίσημη Αριστερά έχει κι αυτή τον δικό της ρόλο που δεν ξεφεύγει καθόλου από αυτό το πλαίσιο.

Το 2010 ο δικομματισμός καταρρέει και έχουμε την εμφάνιση ενός νέου ρεύματος κοινωνικού ριζοσπαστισμού. Αυτός, από ένα σημείο κι έπειτα, «ακουμπάει» σε μεγάλο βαθμό στον ΣΥΡΙΖΑ ψάχνοντας πολιτική λύση. Μόνο τυφλωμένοι, ή έχοντες συμφέρον, δεν διαπιστώνουν ότι η κυβέρνηση που προέκυψε το 2015, ειδικά μετά την υπογραφή του τρίτου Μνημονίου, δεν ξέφυγε ούτε εκατοστό από το πλαίσιο που όρισαν οι μεγάλες δυνάμεις και οι εγχώριες ελίτ. Παίζοντας μάλιστα προωθητικό ρόλο στη ρύθμιση γεωπολιτικών θεμάτων με τον τρόπο παρήγγειλαν οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ.

Θεωρία ενσωμάτωσης

Για να φτάσουμε στο συμπέρασμα. Η ιστορία της Ελλάδας μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους δεν είναι η ιστορία της πάλης δυο παρατάξεων. Στην Ελλάδα υπήρχε πάντα ένα μεγάλο αντιστασιακό φορτίο κοινωνικού ριζοσπαστισμού. Αυτό χοντρά-χοντρά ζητούσε δύο πράγματα. Δημοκρατία και τέλος της ξενοκρατίας. Ο ριζοσπαστισμός αυτός στάθηκε βασικά εχθρικός προς το πολιτικό σύστημα και τα κόμματα. Ο διχασμός στο πολιτικό σύστημα σχεδόν ποτέ δεν υπήρξε ευθεία αντανάκλασή του παρόλο που πολλές φορές σχετίστηκε μαζί του. Η συνάντησή του ριζοσπαστισμού με προοδευτικές, αριστερές και κομμουνιστικές ιδέες υπήρξε μια πραγματικότητα παραγωγική και περίπλοκη, που δεν μπορεί να αναλυθεί περισσότερο εδώ.

Η αφήγηση ότι η ιστορία της Ελλάδας είναι η ιστορία της πάλης δυο παρατάξεων, από τη μια της επαράτου Δεξιάς και από την άλλη της δημοκρατικής παράταξης, η αντιπαράθεση ανάμεσα στο σκοτάδι και το φως, είναι βασικά η αφήγηση της συστημικής Κεντροαριστεράς. Την λάνσαρε παλιότερα το ΠΑΣΟΚ και την κληρονομεί σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ. Είναι μια θεωρία ενσωμάτωσης, ύπουλη, ψευδής και βαθιά αποπροσανατολιστική.

Μια τελευταία παρατήρηση. Εδώ και χρόνια ο «λαϊκισμός» έγινε αντικείμενο μελέτης, και από ένα σημείο και μετά πολύ της μόδας σε ακαδημαϊκούς κύκλους. Άλλο όμως η οικοδόμηση μεγάλων λαϊκών μπλοκ κοινωνικών ετερόκλητων δυνάμεων, κι άλλο «είμαι ένας φωνακλάς βουλευτής ενός κόμματος της παγκοσμιοποίησης». Είναι λίγο διαφορετικό φαινόμενο η Αυριανή και διαφορετικό, ας πούμε, ο Τσάβες… Καμιά φορά όσο χώνεσαι στους ακαδημαϊκούς κύκλους, τόσο αποξενώνεσαι από τις πιο απλές αλήθειες. Ειδικά όταν κάποιες θεωρίες αποτελούν διαβατήριο χρηματοδότησης ή εισόδου σε κάθε λογής σαλόνια…

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!