Η ανάγκη επαναδιατύπωσης μιας «άλλης» νομιμότητας

Είναι πραγματικά εκνευριστικό να βλέπεις και να ακούς τον αναπαραγόμενο λόγο από τα ΜΜΕ για το έγκλημα, να μένει εγκλωβισμένος μεταξύ της νεοφασιστικής Σκύλλας και της νεοφιλελεύθερης Χάρυβδης. Είναι απογοητευτικό να μη διακρίνεις έναν πραγματικά αριστερό, ριζοσπαστικό λόγο ως πολιτικό πρόταγμα που να μην υπερβαίνει το πλαίσιο της αστικής νομιμότητας, ένα κουστούμι ραμμένο στα χέρια των ταξικών σχέσεων εξουσίας της κοινωνίας μας. Είναι ανησυχητικό, όταν θεωρητικά εργαλεία και ερευνητικές προτάσεις που δομούν μια «άλλη» εγκληματολογική σκέψη, καταπολεμώνται στον τόπο παραγωγής τους από κρυφοφασίστες και αδαείς κατόχους θέσεων εξουσίας στην ακαδημία, και εκδότες επιστημονικών περιοδικών-μικρομάγαζων που εκλιπαρούν μια επιδότηση από την Coca-Cola.
Ίσως, βέβαια, τότε να είναι κατανοητό ότι αυτό το οποίο είναι αυτονόητο για ένα δευτεροετή φοιτητή, είναι ακατανόητο για τον τηλεθεατή ενός δελτίου ειδήσεων. Η κατεγεγραμμένη εγκληματικότητα δεν είναι τίποτα άλλο από την αποτυπωμένη δράση των φορέων που ασκούν το μονοπώλιο της βίας. Το έγκλημα είναι κάτι άλλο που οφείλουμε να δούμε με τα μάτια μας και όχι με τις παρωπίδες που μας βάζουν πληρωμένοι κονδυλοφόροι. Ειδικά, δε, στο καπιταλιστικό σύστημα το έγκλημα είναι ενδημικό και παράγεται ως φυσική συνέπεια της δράσης των φορέων εξουσίας. Είναι η ίδια τους η δράση, η οποία μέσα από τους μηχανισμούς της «νομιμότητας» και με τη βοήθεια μιας ελεγχόμενης γνώσης αποκρύπτει τον πραγματικό της χαρακτήρα και μεταμφιέζεται στο αντίθετό της. Ένα απλό παράδειγμα. Σε μια σχέση δυο ανθρώπων όταν ένας μετακινηθεί και ο άλλος τον δείρει, τον ρίξει στη θάλασσα ή τον εγκλωβίσει σε έναν ανθυγιεινό κλειστό χώρο, δεν είναι η πράξη που θα καθορίσει το στίγμα του εγκληματία, αλλά το ρούχο που φοράει και η ταυτότητα που κατέχει.
Για να δομηθεί μια ριζοσπαστική απάντηση στο εγκληματικό φαινόμενο, θα πρέπει να τεθούν συγκεκριμένα ερωτήματα:
• Τι είναι το έγκλημα ή καλύτερα τι θα πρέπει να είναι το έγκλημα ως πρόταγμα μιας πολιτικής δράσης που θέλει να λέγεται ριζοσπαστική;
• Τι είναι η εγκληματικότητα και τι μας αποκαλύπτει για τον τρόπο που λειτουργεί το σύγχρονο καπιταλιστικό σύστημα;
• Ποιοι τρόποι σκέψης και δράσης έχουν αναπτυχθεί για τις απαντήσεις στο εγκληματικό φαινόμενο και πώς συγκεκριμένοι από αυτούς συνδέονται με το νεοφασιστικό μόρφωμα;
• Και τέλος, με ποιο τρόπο μπορεί να ριζώσει μια ριζοσπαστική απάντηση στο έγκλημα σε ένα κοινωνικό σύνολο αποβλακωμένο από ένα συγκεκριμένο μιντιακά επιβαλλόμενο φόβο θυματοποίησης;
O πρώτος αγώνας πρέπει να δοθεί στο πεδίο της νομικής μορφής της εγκληματικότητας. Ένας αγώνας τόσο στο επίπεδο των ιδεών, όσο και στην πολιτική, σε μια πραγματική αριστερή, ταξική διατύπωση ενός άλλου νομικού εποικοδομήματος, μιας άλλης «νομιμότητας». Σε αυτή την περίπτωση, όταν κάποιος επικαλείται την υπάρχουσα νομιμότητα και τη στηρίζει τότε χάνει κάθε δυναμική για την αλλαγή και μετατρέπεται σε προστάτης του status quo. Δεν είναι, άλλωστε, δυνατό να το επικαλείσαι όταν βλέπεις ότι για παράδειγμα η κλοπή δεν είναι η πράξη του αφαιρώ ένα ποσό από έναν άλλον σε μια οικονομική συναλλαγή, παρά μόνο όταν ο «κλέφτης» είναι ένας ιδιώτης που βάζει το χέρι του και κλέβει το πορτοφόλι από την τσάντα του άλλου. Κάθε άλλη περίπτωση ονομάζεται αλλιώς. Δηλαδή, όταν σε «κλέβει» μια τράπεζα ονομάζεται διαφορά επιτοκίου χορήγησης δανείου και κατάθεσης, όταν σε «κλέβει» το κράτος ονομάζεται μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα, όταν σε «κλέβει» το αφεντικό σου ονομάζεται οικονομική κρίση. Θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η υπεράσπιση των αρχών του υπάρχοντος νομικού συστήματος είναι η υπεράσπιση των ταξικών συμφερόντων της άρχουσας τάξης.

Η «νομιμότητα» ως σχέση
Η «νομιμότητα» δεν είναι μόνο ιδεολογία, αλλά και μια πραγματική σχέση, η οποία εκδηλώνεται σαν ένα ιδιαίτερο σύστημα σχέσεων, παραγόμενη από την ταξική σύγκρουση συμφερόντων. Η ρίζα των νομικών σχέσεων βρίσκεται στους υλικούς όρους της κοινωνίας, αυτό όμως έχει συγκαλυφθεί και τελικά έχει καταλήξει να γίνει φετίχ, ακριβώς όπως το ευρώ.
Για να μπορέσουμε όμως να αποκαλύψουμε την πραγματική του φύση, για να μπορέσουμε να καταγράψουμε το πραγματικό έγκλημα και να στοιχειοθετήσουμε μια ριζοσπαστική πολιτική πρόταση αντιμετώπισης του, θα πρέπει να το εξετάσουμε συσχετικά με τους καπιταλιστικούς όρους ανάπτυξης. Αποκλείοντας την ανεύρεση αιώνιων «αληθειών» και καθολικών φαινομένων, θα πρέπει να δεχθούμε ότι το τι ορίζεται σήμερα ως έγκλημα είναι μια σύμβαση, μια υποχρεωτική συμβατική εγγύηση που υποστηρίζει και επικυρώνει την άνιση κατανομή πλούτου, το μονοπώλιο των καπιταλιστών, την κυριαρχούμενη θέση της εργατικής τάξης.
Ακόμα χειρότερα, αυτή η «νομιμότητα» εκφράζει με συγκεκριμένους όρους τη φιλοσοφία της καπιταλιστικής εμπορευματικής οικονομίας. Τέτοιοι όροι είναι τα «συμβαλλόμενα» (ισότιμα) δυο μέρη, του θύτη και του θύματος, η ζημιά που υφίσταται το θύμα, η ατομική υπευθυνότητα ως ενοχή, η ευθύνη για προσδοκώμενη συνέπεια (δόλος), ενώ ακόμα και η ποινή ως ανάλογη του εγκλήματος υλοποιείται στο πλαίσιο της αρχής της ισότιμης αποζημίωσης. Δεν επιτρέπεται όταν αναπτύσσεται στο πλαίσιο της οικονομικής θεωρίας ένα διαφορετικό πολιτικό πρόταγμα, να αφήνεται ανεπηρέαστη στο πλαίσιο της εγκληματολογικής θεωρίας η νεοφιλελεύθερη σκέψη, μόνο και μόνο επειδή έχει μετατραπεί σε φετίχ. Ο αγώνας λοιπόν θα πρέπει να είναι και για την κατάργηση αυτών των τρόπων σκέψης και έκφρασης, αυτών των σχέσεων που αναπτύσσονται και όχι μόνο στη λεκτική αναμόρφωσή τους αλλά στην τελική κατάργηση όλου του νομικού εποικοδομήματος και στην επαναδιατύπωση μιας «άλλης» νομιμότητας.
Είναι, βέβαια, κατανοητό ότι ο συγκεκριμένος αγώνας δεν μπορεί να είναι ανεξάρτητος από τον ταξικό αγώνα στο πλαίσιο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, για το τελικό ξεπέρασμά του. Το νομικό πλαίσιο δεν είναι αυτόνομη σφαίρα και δεν θα πρέπει να τρέφουμε ουτοπικές ελπίδες, όσο ζούμε στο σήμερα. Από την άλλη όμως, ο αγώνας θα πρέπει να δοθεί και σε σχέση με το εγκληματικό φαινόμενο ως αναπόσπαστο κομμάτι αυτής της συνολικής ταξικής πάλης.
Ας δούμε ένα παράδειγμα, στην περίπτωση που οριοθετήσουμε απλώς ότι το έγκλημα δεν κάνουν μόνο υποκείμενα αλλά και συλλογικές οντότητες και επίσης ότι το ζητούμενο είναι να καταγραφεί η κοινωνική βλάβη που προκαλείται από μια ενέργεια (ή και ελλείψει αυτής). Σε αυτή την περίπτωση, ανθρωποκτονία εκ προθέσεως θα ήταν όλα τα θανατηφόρα «εργατικά ατυχήματα» που παράγονται ως συνειδητές επιλογές κέρδους εταιριών που δεν ασχολούνται με το να παρέχουν έναν ασφαλή χώρο εργασίας. Η έρευνα του Reiman για τις ΗΠΑ, το 1972, έδειξε ότι 114.000 άνθρωποι πέθαναν από αρρώστιες και ατυχήματα τέτοιου τύπου, σε σύγκριση με τις 20.600 ανθρωποκτονίες που καταγράφηκαν εκείνη τη χρονιά. Όμοια και οι σωματικές βλάβες σε εργασιακούς όρους, σύμφωνα με έρευνα του Box στη Μεγάλη Βρετανία ήταν τριπλάσιες σε σχέση με αυτές που καταγράφηκαν ως εγκλήματα. Στο πλαίσιο, δε, της κατανάλωσης εκεί οι αριθμοί είναι εξωφρενικοί. Σύμφωνα με έρευνα της Εθνικής Επιτροπής για την Ασφάλεια των Προϊόντων των ΗΠΑ, κάθε χρόνο 20 εκατομμύρια άνθρωποι τραυματίζονται από χρήση προϊόντων και 110.000 οδηγούνται σε μόνιμη αναπηρία. Ούτε μία από αυτές τις περιπτώσεις καταγράφονται ως έγκλημα (με τις ποινικές του συνέπειες). Ο Conklin το 1977 μέτρησε το κόστος όλων των ποινικών αδικημάτων σε σχέση με την ιδιοκτησία (κλοπές-ληστείες) στις ΗΠΑ. Το βρήκε 3 δισ. δολάρια και το συνέκρινε με τα 40 δισ. που κόστισαν στο κράτος τα λεγόμενα εγκλήματα του λευκού κολάρου.

Οι λέξεις χάνουν το νόημά τους
Μια σύγκριση για την ελληνική πραγματικότητα θα ήταν δραματική, καθώς το σύνολο των ληστειών και των κλοπών δεν θα υπερβαίνουν το κόστος για ένα μόνο σκάνδαλο πολιτικής διαφθοράς και σίγουρα είναι λιγότερο από το σύνολο των αναγκαστικών μειώσεων των αποθεμάτων των ασφαλιστικών ταμείων λόγω PSI. Aλλά και ατομικά να το δούμε, το κόστος ανά άτομο για το ετήσιο σύνολο των ληστειών δεν μπορεί να υπερβαίνει το κόστος της κερδοσκοπίας των εταιριών που πωλούν τρόφιμα και ρουχισμό. Απλώς το δεύτερο ονομάζεται πληθωρισμός και δεν είναι αδίκημα. Αν υποθέσουμε ότι ένα βενζινάδικο αυξάνει αδικαιολόγητα 1 λεπτό τη βδομάδα την τιμή της βενζίνης, τότε αυτό σημαίνει ότι για 2 εκατομμύρια καταναλωτές που βάζουν 20 ευρώ τη βδομάδα βενζίνη στο αυτοκίνητό τους, η συνολική ετήσια «κλοπή» θα είναι 2 δισ., 240 εκατομμύρια ευρώ. Αυτό όμως δεν είναι έγκλημα αλλά απλά κάτι κακό για το οποίο φταίνε τα καρτέλ ή ο πόλεμος στη Συρία και πάντως δεν τιμωρείται όπως μια ληστεία σε μια τράπεζα. Και βέβαια μην ξεχνάμε: Οι περισσότερες ανθρωποκτονίες στην Ελλάδα γίνονται με αυτοκίνητο. Τιμωρούνται ως πλημμελήματα κάποιοι οδηγοί που φταίνε, αλλά ποτέ οι κατασκευαστές-εργολάβοι των δρόμων. Όχι, αυτοί δεν είναι εγκληματίες αλλά επιχειρηματίες τους οποίους το κράτος επιβραβεύει δίνοντάς τους την αποκλειστική οικονομική διαχείριση των μέσων αυτού του θανάτου.
Όχι. Δεν θέλουμε να στηρίξουμε αυτή τη «νο…μιμότητα». Μια ριζοσπαστική πολιτική πρόταση οφείλει να την αλλάξει, αναδεικνύοντας το πραγματικό έγκλημα που γίνεται. Αυτό των καπιταλιστικών εταιριών και του κράτους συμμάχου τους με θύματα την εργατική τάξη.

*Ο Στράτος Γεωργούλας είναι επίκουρος Καθηγητής Πανεπιστημίου Αιγαίου

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!