του Κώστα Δημητριάδη
Το τελευταίο διάστημα –και ιδιαίτερα μετά την παρουσίαση της ταινίας του Κ. Γαβρά για τα γεγονότα του 2015 μέχρι το Δημοψήφισμα– διεξάγεται μια έντονη συζήτηση για τα όσα έγιναν το πρώτο εξάμηνο του 2015 με τοποθετήσεις τόσο από την ΝΔ όσο και από τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά και με παρεμβάσεις εγχώριων παραγόντων (Στουρνάρας – Τράπεζα της Ελλάδος / ΕΚΤ) και εκπροσώπων της ευρωκρατίας (Βίζερ/Euroworking group).
Η Ν.Δ. υποστηρίζει ότι η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε εγκληματική και καταστροφική για τη χώρα, ανακόπτοντας την πορεία της προς την κανονικότητα. Η στόχευσή της περιλαμβάνει φυσικά τη διατήρηση της δυνατότητας ανοίγματος του θέματος «απόδοση ευθυνών στον ΣΥΡΙΖΑ» για αυτή την περίοδο και ανάλογα με τις πολιτικές της ανάγκες. Όμως τα κύρια πυρά αλλά και κάποιες τοποθετήσεις σε τόνους ρεβανσισμού αφορούν την τόλμη και το φρόνημα που έδειξε εκείνη την περίοδο η κοινωνία. Δηλαδή, τη μαζική διεκδίκηση μιας διεξόδου από όσα της επέβαλε η ευρωκρατία και οι μνημονιακές πολιτικές δυνάμεις.
Από τη μεριά του ΣΥΡΙΖΑ, ποικιλώνυμες τοποθετήσεις (Βούτσης, Μάρδας, Δραγασάκης και άλλοι) προβάλλουν την έλλειψη προετοιμασίας και το στοιχείο της αυταπάτης, παραπέμποντας σαφώς στην ανεδαφικότητα και το ανέφικτο του όλου εγχειρήματος στις τότε συνθήκες. Κεντρικός στόχος, πέραν άλλων σκοπιμοτήτων που αφορούν τις εσωκομματικές εξελίξεις του ΣΥΡΙΖΑ, είναι να προβληθεί ότι δεν μπορούσε να υπάρξει άλλη εναλλακτική από τον δρόμο που ακολουθήθηκε.
Στόχος του δικομματισμού η ακύρωση του λαϊκού ρεύματος 2010-2015
Η εκτίμηση των εξελίξεων της περιόδου που έκλεισε με την ανατροπή του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος του 2015 πρέπει να ξεκινάει από το εξής: Όσα διαδραματίστηκαν, εκδηλώθηκαν στο έδαφος μιας ισχυρής διαθεσιμότητας της κοινωνίας για την χάραξη μιας άλλης πορείας.
Κάτω από αυτό το φώς πρέπει να εκτιμηθεί η κοινή επιδίωξη των δυνάμεων του σημερινού διπολικού πολιτικού συστήματος να καταστραφεί και να ακυρωθεί μέσα στην κοινωνία ακόμα και η σκέψη ότι μπορεί να υπάρξει ένας άλλος δρόμος από τον σημερινό. Να εμπεδωθεί ότι το τότε φρόνημα και τα «θέλω» της περιόδου 2010-2015 ήταν μια μη ρεαλιστική αποκοτιά που θα πρέπει να διαγραφεί από τη λαϊκή συνείδηση.
Αυτά ακριβώς τα κρίσιμα κοινωνικά αποθέματα θα μπορούσαν να είχαν υποστηρίξει μιαν άλλη έκβαση του όλου εγχειρήματος, αν βέβαια η πολιτική έκφραση που ηγήθηκε του ρεύματος αυτού δεν είχε υπάρξει τόσο πολλαπλά αναντίστοιχη προς τις περιστάσεις. Έχει λοιπόν κεντρική σημασία για το άνοιγμα μιας προοπτικής, ο εντοπισμός των κύριων πλευρών αυτής της αναντιστοιχίας, αυτού του ελλείμματος.
Καμιά προετοιμασία για τη σύγκρουση
Ήδη από το 2014 υπήρξε σαφές ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πολιτευόταν στη βάση της εκτίμησης ότι ήταν δυνατή η διαπραγμάτευση ενός συμβιβασμού με την ευρωκρατία. Η πολιτική αυτή υπήρξε εξ’ αρχής καταδικασμένη κυρίως γιατί υποτίμησε καταστροφικά το τι θα σήμαινε γεωπολιτικά και η παραμικρή υποχώρηση ιδιαίτερα εκείνη την περίοδο για την «γερμανική» Ευρώπη. Τη στιγμή που από πολύ νωρίς φάνηκε ότι η πλευρά των δανειστών χειριζόταν τα πράγματα με όρους ακραίας σύγκρουσης και επιδίωξης εκμηδένισης του «απείθαρχου», τότε ακυρώθηκαν από τον ΣΥΡΙΖΑ όλες οι δυνατότητες να οικοδομηθούν διαφορετικοί όροι ισχύος μπροστά σε μια τέτοια προοπτική. Αυτή η στάση αφορά όλους όσοι συμμετείχαν στην τότε κυβέρνηση και στις διαπραγματεύσεις. Συμπεριλαμβάνει και τους χειρισμούς του Γ. Βαρουφάκη, παρ’ όλο που η άρνησή του να προσυπογράψει τα τελεσίγραφα στην τελική φάση του δράματος, του παρέχει σήμερα άλλες δυνατότητες εμφάνισης στο πολιτικό σκηνικό.
Η σημερινή συζήτηση για το 2015 κυριαρχείται από την επιδίωξη του πολιτικού συστήματος για επιστροφή στην «κανονικότητα». Αποσκοπεί στην απόσπαση της συναίνεσης ενός κοινωνικού σώματος που αν και «άφωνο» συνεχίζει να δυσφορεί υπόκωφα απέναντι σε όσα μεθοδεύονται
Πάντως, η συστηματική ακύρωση οικοδόμησης σοβαρών όρων για μια άλλη πορεία υποκαταστάθηκε από τον τυχοδιωκτισμό των σπασμωδικών κινήσεων για να καταλήξει τελικά στην πλήρη και με ακραία ταπεινωτικούς όρους συνθηκολόγηση.
Ένα κόμμα αρκεί, μια κυβέρνηση μπορεί να τα κάνει όλα
Τα θέματα που έθεσε το ισχυρό ρεύμα λαϊκού ριζοσπαστισμού στην αντιμνημονιακή περίοδο (2010 – 2015) έγιναν από πολύ νωρίς (ήδη μετά από τις εκλογές του 2012) αντικείμενο συστηματικής φαλκίδευσης και χειρισμών από τη μεριά του ΣΥΡΙΖΑ. Κυριάρχησε η καθησυχαστική φόρμουλα ότι όλα θα λυθούν με την ανάθεσή τους σε μια κυβέρνηση. Ειδικότερα από τις αρχές του 2014, όλες οι κινήσεις είχαν αποκλειστικά εκλογική – κυβερνητική στόχευση με αποκορύφωμα το έωλο και εντελώς ανεδαφικό «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης» που εντάχθηκε στην με κλασικούς όρους καλλιέργεια προεκλογικών προσδοκιών. Η πολιτική που προώθησε ο ΣΥΡΙΖΑ περιορίστηκε αποκλειστικά στο θέμα της λιτότητας, αποδυναμώνοντας συστηματικά τα γενικότερα πολιτικά ζητήματα που έθεσε η κίνηση του λαού ενάντια στο μνημονιακό καθεστώς και το πολιτικό σύστημα που το υπηρετούσε. Η συνέχεια αυτής της πολιτικής λογικής (που μετά τη μνημονιακή στροφή του ΣΥΡΙΖΑ ακολουθούν και οι δύο πόλοι του σημερινού πολιτικού συστήματος) προβάλλει τα όποια επιδόματα μοιράζουν (ισχνές επιστροφές της επιβαλλόμενης υπερφορολόγησης), επιχειρώντας πίσω από αυτά να κρύψουν τις ολέθριες επιλογές τους –οικονομικές και γεωπολιτικές– που οδηγούν στη ρευστοποίηση της χώρας.
Συμπερασματικά
Η σημερινή συζήτηση για το 2015 κυριαρχείται από την επιδίωξη του πολιτικού συστήματος για επιστροφή στην «κανονικότητα». Αποσκοπεί στην απόσπαση της συναίνεσης ενός κοινωνικού σώματος που αν και «άφωνο» συνεχίζει να δυσφορεί υπόκωφα απέναντι σε όσα μεθοδεύονται.
Από την οπτική της επιδίωξης μιας διεξόδου για τη χώρα πρέπει ασφαλώς να αναζητηθούν οι δομικές και με ιστορικό βάθος αιτίες εξαιτίας των οποίων η αριστερά –τόσο οι ευρωπαϊστικά συμβιβαστικές όσο και οι υπέρ μιας προοπτικής ρήξης με την ΕΕ μερίδες της– απέτυχε συνολικά να ανταποκριθεί στις προκλήσεις αλλά και τις σημαντικές δυνατότητες που ανέδειξε η κρίση του 2015. Η συζήτηση δεν μπορεί να περιορίζεται στο υπαρκτό ζήτημα της προδοσίας. Πρέπει ιδιαίτερα να μας απασχολήσει το γιατί υπήρξαν τόσο αδύναμες και ανεπαρκείς και οι λίγες εκείνες φωνές και δυνάμεις μέσα στην κοινωνία που επιχείρησαν να πουν κάτι ουσιαστικό. Γιατί απομονώθηκαν με χαρακτηριστική ευκολία. Αυτή τη συζήτηση πρέπει να επιδιώξουμε.