Η κυβέρνηση διεκδικεί με ζήλο την πλήρη «ιδιοκτησία» του Μνημονίου, με ανταμοιβή το κλείσιμο της αξιολόγησης – Αδιάκοπη η διελκυστίνδα για το χρέος
Ούτε στους χειρότερους εφιάλτες τους δεν θα μπορούσαν να ζήσουν οι βουλευτές της κυβερνώσας πλειοψηφίας όσα ζουν τις τελευταίες μέρες στη Βουλή. Αναβιώνοντας τις καλύτερες «παραδόσεις» της μνημονιακής εξαετίας, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ διασύρει την κοινοβουλευτική διαδικασία με ένα νομοσχέδιο 500 σελίδων, με παραρτήματα χιλιάδων σελίδων, που θα ψηφιστεί χωρίς την «πολυτέλεια» έστω της πρώτης ανάγνωσης.
Με το νομοσχέδιο αυτό, που ακολουθεί τα ήδη ψηφισμένα ασφαλιστικό και φορολογικό, αποκαλύπτεται η ειδοποιός διαφορά του τρίτου Μνημονίου από τα δύο προηγούμενα, που το καθιστά αληθινά το επαχθέστερο: από τη λογική των «έκτακτων» και θεωρητικά προσωρινών περικοπών των δύο πρώτων μνημονίων, προχωρούμε σε ρυθμίσεις που θεσμοποιούν τη λιτότητα και τη μετατροπή της χώρας σε αποικία χρέους με μόνιμο τρόπο, πέρα από τις «ανεπιθύμητες» επιρροές του πολιτικού κύκλου.
Κόφτης και υπερ-ταμείο
Δύο είναι τα σημαντικότερα εργαλεία με τα οποία διεκπεραιώνεται αυτός ο βαθύτατος μετασχηματισμός του κράτους: Πρώτον, ο μηχανισμός αυτόματης δημοσιονομικής διόρθωσης, που προβλέπει οριζόντιες περικοπές (με ελάχιστες εξαιρέσεις) χωρίς κοινοβουλευτική έγκριση, ακόμη και χωρίς κυβερνητική απόφαση αν η κυβέρνηση ολιγωρήσει να ενεργήσει αμέσως μόλις διαπιστωθεί απόκλιση από τους δημοσιονομικούς στόχους. Δεύτερον, το νέο ταμείο αποκρατικοποιήσεων, η Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας (ΕΕΣΠ), στην οποία μεταβιβάζεται το σύνολο της ιδιωτικής και δημόσιας περιουσίας του κράτους με σκοπό την εκποίηση του μεγαλύτερου μέρους της για την εξυπηρέτηση του χρέους. Η ΕΕΣΠ, από την επωνυμία της οποία απουσιάζει χαρακτηριστικά η λέξη «δημόσιο», μαζί με τον δημοσιονομικό κόφτη αποτελούν τους πιο ξεκάθαρους μηχανισμούς εγγυοδοσίας των δανειστών όχι μόνο με την κρατική περιουσία, αλλά με τη λειτουργία του κράτους καθεαυτήν που θα βρίσκεται εσαεί σε προκρούστεια κλίνη.
Προειδοποίηση Γιούνκερ
Η ευκολία με την οποία η κυβέρνηση υιοθετεί τέτοιου εύρους και βάθους νεοφιλελεύθερα μέτρα εκπλήσσει και τους δανειστές. Δηλώσεις του τύπου «τώρα γίνονται πραγματικές μεταρρυθμίσεις» πρέπει να θεωρηθούν ειλικρινείς, κι όχι αβρότητες. Κι εξίσου ειλικρινές πρέπει να θεωρηθεί το μέτωπο «συμμάχων» της κυβέρνησης εντός της ευρωπαϊκής τρόικας υπέρ της ολοκλήρωσης της αξιολόγησης με κάποια δέσμευση για το χρέος. Πολύ λογικό, αφού η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ, διεκδικώντας με απίστευτο ζήλο την «ιδιοκτησία» (κατά την αργκό των δανειστών) του τρίτου Μνημονίου, έχει πλήρως προσχωρήσει στο νεοφιλελεύθερο σχέδιό τους. Πιο χαρακτηριστικός όλων, ο πρόεδρος της Κομισιόν Ζαν Κλοντ Γιούνκερ ομολόγησε ότι «πήραμε πολλά και δώσαμε λίγα στους Έλληνες», αλλά προχωρώντας παρακάτω έκανε μια πολύ ενδιαφέρουσα σύγκριση με τη Γαλλία: «Δεν μπορώ να φανταστώ ποια θα ήταν η αντίδραση σε Παρίσι και Μασσαλία, εάν η Γαλλία έπρεπε να εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις σαν αυτές που επιβλήθηκαν στους Έλληνες. Τη στιγμή μάλιστα που η εργασιακή μεταρρύθμιση που επιθυμεί να επιβάλει η κυβέρνηση είναι το ελάχιστο που έχουμε να κάνουμε», είπε ο Γιούνκερ. Το ενδιαφέρον βρίσκεται στο δεύτερο σκέλος της παρατήρησης, που φωτογραφίζει την άγρια εργασιακή «μεταρρύθμιση» που θα υποστηρίξει η Κομισιόν κατά τη δεύτερη αξιολόγηση, που θα έχει στην κορυφή της ατζέντας το τρίπτυχο συλλογικές συμβάσεις- συνδικαλιστικός νόμος- ομαδικές απολύσεις.
Ο Γιούνκερ δεν είναι ο μόνος που θέλει να ανταμείψει την κυβέρνηση με μια αίσια έκβαση της αξιολόγησης στο Eurogroup της προσεχούς Τρίτης. Ο επικεφαλής του Eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ δηλώνει από την Ιαπωνία (όπου η συνάντηση των G7) ότι είναι αισιόδοξος όχι μόνο για κλείσιμο της αξιολόγησης, αλλά και για σμίκρυνση της απόστασης (προφανώς, μεταξύ ΔΝΤ και Σόιμπλε) στο θέμα του χρέους. Ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών Τζακ Λιου, από το ίδιο βήμα, ζητεί ευελιξία στο ίδιο θέμα από τους Ευρωπαίους. Ακόμη και ο Σόιμπλε είναι ένα «κλικ» πιο αισιόδοξος.
Ωστόσο, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών παραμένει ο άνθρωπος κλειδί στην ανοικτή διελκυστίνδα με το ΔΝΤ για το θέμα του χρέους.
ΔΝΤ vs Σόιμπλε
Το ΔΝΤ, συνεχίζοντας την «επιθετική» τακτική των διαρροών εγγράφων με τις προβλέψεις και τις προτάσεις του, επιμένει σε πάγωμα των πληρωμών χρέους μέχρι το 2040, επιμήκυνση όλων των δανείων μέχρι το 2080 και «κλείδωμα» των επιτοκίων στο 1,5% κατ’ ανώτατο για τουλάχιστον τρεις δεκαετίες. Κι αυτό για να πέσει το χρέος μόλις στο 106% του ΑΕΠ το 2060. Χωρίς αυτή την παρέμβαση προβλέπει χρέος 293% την ίδια χρονιά!.
Ο «μαξιμαλισμός» του ΔΝΤ φέρνει σε αμηχανία πολλούς (ανάμεσά τους και την κυβέρνηση, που ενώ είχε κηρύξει το Ταμείο «αποδιοπομπαίο τράγο», τώρα έχει πέσει θύμα της γοητείας του, αλλά χωρίς δίαυλο επικοινωνίας), αλλά κυρίως τον Β. Σόιμπλε που έχει διπλό πολιτικό πρόβλημα, όπως έχει ομολογήσει: είναι αδύνατο να φέρει πριν από τις εκλογές του 2017 στην Bundestag συμφωνία ελάφρυνσης του χρέους. Αλλά είναι εξίσου αδύνατο να περάσει συμφωνία για την αξιολόγηση χωρίς το ΔΝΤ ως εταίρο της.
Για να παρακάμψει τον σκόπελο της γερμανικής Βουλής ο Σόιμπλε επιδιώκει μια συμφωνία που δεν θα χρειάζεται την έγκρισή της. Αυτό σημαίνει ότι δεν πρέπει να περιλαμβάνει την παραμικρή νύξη νέας χρηματοδότησης – και τέτοια θεωρείται μια μεγάλη επιμήκυνση ή μια μείωση επιτοκίων. Μπορεί να περιορίζεται σε βραχυπρόθεσμα μέτρα, όπως η εξαγορά των διμερών δανείων των δυο πρώτων μνημονίων ή των δανείων του ΔΝΤ, ώστε να αντικατασταθούν με νέα δάνεια του ESM, μικρότερων επιτοκίων και μεγαλύτερης διάρκειας. Αλλά οι εξοικονομήσεις που προκύπτουν από τέτοιες βραχυπρόθεσμες «λύσεις» είναι ασήμαντες, μόλις μερικών εκατοντάδων εκατομμυρίων την περίοδο μέχρι το 2022, χρονιά κατά την οποία λήγει και η περίοδος χάριτος αποπληρωμής τόκων από δάνεια του ESM. Το μείζον πρόβλημα αρχίζει από εκεί και μετά. Και γι’ αυτό το ΔΝΤ επιμένει σε εμπροσθοβαρώς συμφωνημένο οδικό χάρτη ελάφρυνσης του χρέους από το 2018 και μετά. Αυτός είναι ο ύστατος συμβιβασμός που διατίθεται να κάνει. Προοπτική για κάτι τέτοιο την προσεχή Τρίτη δεν υπάρχει και μένει να αποδειχθεί τι εννοεί ο Ντάισελμπλουμ όταν μιλά για προσέγγιση ανάμεσα στις δυο πλευρές.
Η επόμενη παρτίδα
Αν πάντως η γερμανική πλευρά και οι δορυφόροι της αρνηθούν να δώσουν κάτι παραπάνω από υπόσχεση ελάφρυνσης μετά το 2018, το ΔΝΤ, που θα εκπροσωπείται στο Eurogroup από τον Πολ Τόμσεν, θα περιοριστεί σε ρόλο σιωπηλού παρατηρητή, αποφεύγοντας ένα βέτο στην αξιολόγηση που θα εμπόδιζε την εκταμίευση δόσης, αλλά και χωρίς να αποσαφηνίζει με ποιο καθεστώς συνεχίζεται η σχέση του με το τρίτο Μνημόνιο.
Το ΔΝΤ έχει μιαν ακόμη ευκαιρία να «κτυπήσει» δυο μέρες μετά το Eurogroup, κατά τη συνάντηση κορυφής του G7 στην Ιαπωνία (26-27/5), επιδιώκοντας τη διεθνοποίηση της ελληνικής εκκρεμότητας στο υψηλότερο επίπεδο. Οι μέχρι στιγμής ενδείξεις μιλούν για απροθυμία των ηγετών να ξανασυζητήσουν το ελληνικό ζήτημα. Αλλά είναι απίθανο η Λαγκάρντ να μην αξιοποιήσει τον ευνοϊκό γι’ αυτήν συσχετισμό του G7. Αν και σ’ αυτό το forum δεν προκύψει κάτι απτό, η επόμενη παρτίδα πόκερ για το χρέος θα παιχτεί το φθινόπωρο, στις παραμονές της δεύτερης αξιολόγησης, οπότε το ΔΝΤ θα καταστεί πάλι απαραίτητο με την «μεταρρυθμιστική» τεχνογνωσία του, σε πεδία χωρίς μεγάλο δημοσιονομικό βάρος, αλλά με τεράστιο κοινωνικό αντίκτυπο, όπως οι εργασιακές σχέσεις.
Περιττό να επισημάνουμε ότι σ’ αυτό το πολυεπίπεδο παζάρι για το ελληνικό χρέος για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ δεν προβλέπεται θέση. Ούτε σκαμνάκι παρατηρητή.
Σκίτσο : Σταθερές Πολιτικές του Βαγγέλη Παπαβασιλείου