Του Σταύρου Γεωργά.
Οι πίνακες του David αρκούν για να αποδειχτεί αυτό που ανέδειξε ο Μαρξ στη 18η Μπρυμαίρ: «οι νεωτερικές ιδέες της Επανάστασης ήταν δυνατόν, μπορεί κι αναπόφευκτο, να προωθηθούν ενδεδυμένες το χιτώνα των Γράκχων, η κυριαρχία της “Ρωμαϊκής Δημοκρατίας” (μιας αφαίρεσης καθ’ εαυτήν) στο φαντασιακό των πολιτών που δίνουν τον όρκο στο Σφαιριστήριο είναι προφανής και αποφασιστική, μ’ όλη την αναγκαία αμφισημία της (γιατί οι νεκροί μουδιάζουν κιόλας το νου των ζωντανών, καθώς του επιβάλλονται μ’ όλο το βάρος τους)…».

Αξίζει τον κόπο να εξετάσουμε κατά πόσον συμβαίνει και το αντίθετο: κατά πόσον συνθήκες που μοιάζουν απολύτως πρωτότυπες και σηματοδοτούν μιαν «αλλαγή παραδείγματος» θα γίνονταν πολύ πιο ευανάγνωστες, αν απλοποιούσαμε (όπως λέγαμε κάποτε στο Δημοτικό) τα κλάσματα σε τέτοιο βαθμό ώστε να προκύψει κάτι αδρό – που θα ήταν, παραδόξως, αναγνωρίσιμο, παλαιότατο κι επομένως οικείο.
Φερ’ ειπείν: αν διαβάσουμε Θουκυδίδη και μόνον, κι εφόσον κάνουμε τις αναγκαίες αναγωγές των περιστατικών στον κοινό παρονομαστή τους, έχουμε έναν ικανοποιητικό ορισμό του πολέμου, έναν τρόπο δηλαδή, που δεν φαίνεται ν’ αχρηστεύτηκε έκτοτε, ν’ αναγνωρίσουμε πότε έχουμε πόλεμο. Η επιδίωξη του αντιπάλου να κυριαρχήσει ισοδυναμεί, στη μια πλευρά αυτού του πολύεδρου ορισμού, με την επιδίωξη ν’ αποκτήσει εδάφη, πλούτη και ανδράποδα. Εικοσιπέντε αιώνες αργότερα, ο «αντίπαλος» μπορεί να είναι αόριστος, τα «όπλα» αγνώριστα κι άυλα – και το «πεδίο της μάχης» ακαθόριστο, τόσο όσο και η έννοια της «βιοπολιτικής». Ωστόσο, έχουμε πόλεμο ή όχι; Θέλω να πω: κινδυνεύουμε να χάσουμε εδάφη και πλούτη; Κινδυνεύουμε να γίνουμε ανδράποδα; Και ωμότερα: θα υπάρξουν νεκροί; Αντιλαμβάνομαι ποιες ενστάσεις θα εγερθούν και πάντοτε φοβόμουν τους αναγωγισμούς. Παρ’ όλα αυτά, έχει σημασία να τεθεί το ερώτημα. Όταν (θα το θυμούνται οι συνομήλικοί μου) περάσαμε εν μιά νυκτί στο ευρώ, αντιμετωπίσαμε ένα τεράστιο έλλειμμα κοινωνικής εμπειρίας: δεν μπορούσαμε χωρίς νοερούς υπολογισμούς, με μια ματιά στις τιμές, να πούμε αν κάτι ήταν ή όχι ακριβό, δεν μπορούσαμε (κι αυτό κράτησε κάμποσο) να συνειδητοποιήσουμε ότι το κέρμα που κρατούσαμε ήταν χαρτονομίσματα μόλις προχθές – και, εν μια νυκτί, βρεθήκαμε ν’ αφήνουμε πουρμπουάρ όχι 20 αλλά 350 δραχμές: ένα τόσο δα ευρουδάκι, μια και ντρεπόμασταν ν’ αφήσουμε κάτι λιγότερο, το μικροσκοπικό πεντάλεπτο ας πούμε (17,5 δραχμές δηλαδή). Το ερώτημα αν έχουμε πόλεμο θα μπορούσε να είναι, εν προκειμένω, ό,τι ήταν τότε η αναγωγή στις δραχμές. Αυτό όλο κι όλο εννοώ.
Βαδίζουμε σε λεπτότατο πάγο, το ξέρω. Εύκολα ένα τέτοιου είδους ερώτημα αποκτά διαστάσεις μελοδραματικές, παράγοντας ένα είδος πολιτικού κιτς, στο επίπεδο της ρητορικής καταρχάς: μπορεί και να καταλήξω να μιλάω (να νιώθω εντέλει) σαν το Παιδί Φάντασμα, κυκλοφορώντας μες στη συσκοτισμένη Αθήνα, που την συνθλίβει η μπότα του Γερμανού κατακτητή. Αλλά προτιμώ ν’ αντιμετωπίσω αυτόν τον μέγιστο κίνδυνο παρά να παρακάμψω το προφανές, αυτό που θα ήταν προφανές, δηλαδή αν δεν φαίνονταν όλα σαν τα ξάρτια και το σκαρί όταν έφτασε στην Κολχίδα η Αργώ (και, ναι, ήταν μ’ όλες τις εν πλω αλλαγές η Αργώ), απολύτως καινούργια.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!