του Γιάννη Σχίζα
Τον χειμώνα του 1987, μήνα Φεβρουάριο, στην Αττική, κυριαρχούσαν τόσο ήπιες θερμοκρασίες ώστε έβλεπες στις παραλίες να κάνουν μπάνιο οι άνθρωποι! Όλα προοιωνίζονταν μια υπέροχη πρόωρη άνοιξη, οπότε ξαφνικά, μέσα στον Μάρτη, ένα βαρομετρικό υψηλό 1054 mb (μίλιμπαρ) κυριάρχησε στη Ρουμανία, ενώ στην Ελλάδα το βαρομετρικό χαμηλό ήταν μέσες άκρες 988 mb… Η εικόνα ήταν αόρατη πλην όμως υπαρκτή – ήταν σαν να έσπασε ένα φράγμα και ξεχύθηκαν ακάθεκτοι οι ποταμοί του ανέμου: Οι άγριοι και παγωμένοι βοριάδες επέδραμαν κατευθείαν από τη Σιβηρία και τις πολικές περιοχές και η χώρα ολόκληρη τυλίχθηκε στα λευκά επί μέρες – που έφταναν ως την άκρη της θάλασσας…
Νεκροί, άνευ υποκειμένων νοσημάτων…
Με ανακούφιση και με πολλές καταστροφές, με δενδροκαλλιέργειες να έχουν καταρρεύσει και κτίσματα να έχουν γκρεμιστεί, με μια αντιπυρηνική συνάντηση στη Τσαγκαράδα του Πηλίου που έγινε 15 ημέρες αργότερα εν μέσω παγετώνων(!) μονίμως εγκατεστημένων στην άκρη των δρόμων, ξεφύγαμε κάποτε από το λευκό και πορευτήκαμε ως το καλοκαίρι. Οπότε –Ιούλιο μήνα– μας περίμενε μια νέα έκπληξη: Για οκτώ περίπου ημέρες η θερμοκρασία αναρριχήθηκε στους 43 με 44 βαθμούς –υπό σκιάν παρακαλώ!– ενώ το βράδυ, η θερμοκρασία έφτανε τους 30 και βάλε, μη μπορώντας να φέρει μια οποιαδήποτε χαλάρωση στους ανθρώπους. Τα πάντα έμοιαζαν με προσομοίωση της κόλασης! Η υπερθέρμανση κατά τη διάρκεια της ημέρας ενσωματωνόταν σε υλικά όπως η άσφαλτος και το τσιμέντο και επανεκπέμπονταν όλη τη νύχτα, χωρίς να υπάρχει πουθενά έστω και η παραμικρή υποψία δροσιάς. Τότε ήταν που εξέπεμψαν την οσμή του θανάτου από τα διαμερίσματά τους 2.500 άνθρωποι, κατά κανόνα υπέργηροι, ξεχασμένοι από τους νέους, με ή χωρίς «υποκείμενα νοσήματα»: Ο θάνατός τους διαμόρφωσε ένα τρομακτικό μποτιλιάρισμα στους ψυκτικούς θαλάμους και στα γραφεία κηδειών, που ήταν αμάθητα σε τόσο μεγάλο «κύκλο εργασιών». Αξίζει να σημειωθεί πως στη Γαλλία σε ένα μεταγενέστερο κύμα καύσωνα πέθαναν τον Ιούνιο-Αύγουστο του 2003 περίπου 15.000, διαμορφώνοντας ένα μοναδικό ρεκόρ για τη χώρα!
Εμένα στη μνήμη μου, από αντίστοιχο καύσωνα που έγινε το 1988, έμεινε το εξής περιστατικό, κατά την περιγραφή του αστυνομικού δελτίου : Στου Ρέντη, σε μια περιοχή υποβαθμισμένη, ένα από αυτά τα πνιγηρά βράδια, κάποιος κάτοικος ασφυκτιούσε και αδυνατούσε να ανεχθεί τα συνεχή γαυγίσματα μιας κομπανίας σκύλων, οπότε βγήκε με τη καραμπίνα του και άρχισε τους πυροβολισμούς προς κάθε κατεύθυνση, για να τρομοκρατήσει τα ζώα…Υποθέτω ότι η σκηνή εμπεριείχε τόση και τέτοια απόγνωση, που θα μπορούσε κάλλιστα να εμπνεύσει (εκτός από έναν εισαγγελέα…) τον Παζολίνι ή τον Βούλγαρη…
Η μετά βδελυγμίας αποκήρυξη του γυμνού χώματος, οι ταρατσόκηποι που εγκωμιάζονται πανταχόθεν αλλά τελικά μετριούνται σε ασήμαντους αριθμούς, η μικρή βιομάζα του ενδοαστικού πράσινου, όλα αυτά και όχι μόνο, συνδυαζόμενα με τις «ταλαντώσεις» της εποχής του Θερμοκηπίου, κάνουν τους αστικούς χώρους ευάλωτους
Πολλά είπαν γι’ αυτή την ξαφνική μετάπτωση του καιρού – μέχρι που ορισμένοι έθεσαν την υπόθεση ότι μπορεί να οφείλεται στο συμβάν του Τσερνομπίλ που είχε γίνει την προηγούμενη χρονιά, το 1986. Από επιστημονική άποψη δεν απεδείχθη τίποτε, αλλά έτσι ή αλλιώς το ουσιώδες ήταν ότι οι κάτοικοι των πόλεων πραγματικά «έσκασαν»…
Απέμεινε σαν σίγουρο πως η αύξηση των θερμοκρασιών δεν μπορούσε να αναχαιτισθεί λόγω της έλλειψης κλιματιστικών, γι’ αυτό και τα επόμενα χρόνια η ελληνική κοινωνία έτρεξε για την απόκτησή τους. Στην Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας όπου δούλευα, ένα από τα πρώτα κλιματιστικά έκανε σαν κατσαρόλα εν ώρα βρασμού και πάγωνε τον εργαζόμενο που είχε την ατυχία να βρίσκεται σε κοντινό χώρο… Αποτέλεσμα, το κλιματιστικό έκλεινε «ανεπαισθήτως»(!) και η επαναφορά του σε λειτουργία γίνονταν ύστερα από κάποια ώρα, μετά από ορισμένες διαμαρτυρίες των υπολοίπων…
Το είδος της δόμησης
Ο καιρός έχει γυρίσματα, πάντως το μεγάλο «γύρισμα» που ζούμε στις παρούσες συνθήκες έγκειται στη στροφή προς την υπερθέρμανση: Την υπερθέρμανση που αντιμετωπίζεται εν μέρει με τα κλιματιστικά, έχοντας σαν παράπλευρη απώλεια την ανοικτότητα του χώρου. Ο Ξενοφών Ζολώτας στο έργο του «Οικονομική μεγέθυνση και φθίνουσα κοινωνική ευημερία» αναφέρεται στην περίπτωση της οπλοχρησίας στις ΗΠΑ, που ανέβηκε κατά μερικά εκατομμύρια περίστροφα μέσα σε μια δεκαετία : «Και τι μ’ αυτό» – αναρωτιέται ο συγγραφέας, διαπιστώνοντας την ουσιαστική κατάρρευση του αισθήματος ασφαλείας στη Κοινωνία, παρά την αυξημένη κατοχή περιστρόφων! Κάπως ανάλογα μπορούμε να πούμε ότι η εξασφάλιση κάποιων συνθηκών θερμοκρασίας μέσα σε ένα ατομικό διαμέρισμα –με πρόσθετο κόστος την κλειστότητα του χώρου!– δεν εγγυάται την ομαλή διαβίωση και την ποιότητα ζωής.
Οι πλούσιοι ή έστω οι ευκατάστατοι έχουν την ευκαιρία να χρησιμοποιούν σε μεγάλες εκτάσεις χώρου κλιματιστικά, όμως το πρόβλημα παραμένει τουλάχιστον για τα μικρομεσαία στρώματα . Γενικά μπορούμε να πούμε: Η εγγύτητα των κτιριακών όγκων που εμποδίζει τον αερισμό και κάνει «πάσες» θερμότητας από το ένα κτίριο στο άλλο είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνη για την υπερθέρμανση – ας είναι καλά η «λογική» του περιορισμού της κτιριακής ανάπτυξης εις ύψος…
Η παραγωγή των κλιματιστικών έχει ενταχθεί πλέον μέσα στους οικονομικούς κύκλους και κατέχει ένα σεβαστό τμήμα του εθνικού εισοδήματος, όμως το ερώτημα για έναν αστικό ποιοτικό χώρο εξακολουθεί να υποβόσκει. Η μετά βδελυγμίας αποκήρυξη του γυμνού χώματος, οι ταρατσόκηποι που εγκωμιάζονται πανταχόθεν αλλά τελικά μετριούνται σε ασήμαντους αριθμούς, η μικρή βιομάζα του ενδοαστικού πράσινου, όλα αυτά και όχι μόνο, συνδυαζόμενα με τις «ταλαντώσεις» της εποχής του Θερμοκηπίου, κάνουν τους αστικούς χώρους ευάλωτους.
Στην πραγματικότητα, η χρήση των κλιματιστικών δεν αποτελεί προσθήκη στο Εθνικό Εισόδημα, αλλά μερική άμυνα σε μια απειλούμενη καταστροφή. Θα ήταν λοιπόν σκόπιμο να τονίσουμε ότι οι αλλαγές με επίκεντρο την κατοικία, με άλλα λόγια η χρήση βιοκλιματικών κατοικιών, η επιμελημένη σκίαση του αστικού χώρου, η αραιότητα της δόμησης έστω και προς όφελος του ύψους και άλλα ανάλογα, θα αποτελούσαν κατάλληλα μέτρα για μια «αστική κατάσταση» χωρίς κλιματιστικά…