Μια βασική αιχμή του ευρωπαϊσμού με πολιτικές και ιδεολογικές στοχεύσεις και προεκτάσεις
Η όλη υπόθεση του συνεδρίου της Εσθονίας για τα «κομμουνιστικά εγκλήματα» (23 Αυγούστου, Ταλίν) δεν αποτελεί απλά πρωτοβουλία μιας κυβέρνησης χώρας-μέλους της Ε.Ε., αλλά της Προεδρίας του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αυτό το εξάμηνο ασκείται από την Εσθονία. Πέρα από τις ιδιαιτερότητες της εν λόγω χώρας (βλέπε και διπλανό άρθρο), είναι σαφές πως οι εκδηλώσεις που διοργανώθηκαν στο Ταλίν φέρουν την σφραγίδα της Ε.Ε. και αποτελούν έναν ακόμα σταθμό στα πλαίσια της αντικομμουνιστικής εκστρατείας που έχει εξαπολυθεί τα τελευταία χρόνια.
Ούτε η μέρα διεξαγωγής των εκδηλώσεων είναι τυχαία. Η 23η Αυγούστου έχει ανακηρυχθεί με ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ως πανευρωπαϊκή Ημέρα Μνήμης «για τα θύματα όλων των ολοκληρωτικών και αυταρχικών καθεστώτων». Έκτοτε, κάθε χρόνο την μέρα αυτή, διοργανώνονται ανάλογες εκδηλώσεις σε διαφορετική κάθε φορά ευρωπαϊκή πρωτεύουσα. Πέρυσι πραγματοποιήθηκαν στην Μπρατισλάβα της Σλοβακίας και η ελληνική κυβέρνηση συμμετείχε επίσημα. Μάλιστα, στην αντίστοιχη διάσκεψη είχε ταυτιστεί ο αγώνας ενάντια στον κομμουνισμό με την θωράκιση απέναντι στην άνοδο της «ριζοσπαστικοποίησης» που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια στην Ευρώπη.
Η Ε.Ε. εδώ και δυο δεκαετίες έχει εκδηλωθεί ανοικτά και επίσημα ενάντια στο κομμουνιστικό κίνημα, τις ιδεολογικές του αναφορές και την ιστορικότητα του. Αρχικά, με το ψήφισμα 1096 του 1996 πρότεινε μέτρα για το ξερίζωμα της κληρονομιάς των κομμουνιστικών καθεστώτων από τις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ. Δέκα χρόνια αργότερα, με το ψήφισμα 1096 του 2006 τόνισε την ανάγκη διεθνούς καταδίκης των «εγκλημάτων» που διεπράχθησαν από τα κομμουνιστικά καθεστώτα, πρότεινε τη διεξαγωγή διεθνούς έρευνας για τον εντοπισμό και την καταδίκη των «ενόχων» -κατ’ αναλογία με τις δίκες των Ναζί στην Νυρεμβέργη- ενώ κάλεσε τα Κ.Κ. των χωρών του πρώην ανατολικού μπλοκ να αποκηρύξουν το παρελθόν τους, αν θέλουν να αποτελέσουν κομμάτι του ευρωπαϊκού «δημοκρατικού κορμού».
Οι πολιτικές σκοπιμότητες, προφανείς: Να εξοβελίσουν μια και καλή πάνω από τον ουρανό της Ευρώπης το φάντασμα του κομμουνισμού. Κατασυκοφάντηση του κομμουνισμού ως οράματος και ιστορικής προσπάθειας των λαών για μια καλύτερη, πιο δίκαιη ζωή. Εμπέδωση της λογικής του «there is no alternative» μέσα από την εξίσωση ναζισμού-κομμουνισμού, Ακροδεξιάς-Αριστεράς. Χτύπημα κάθε αντισυστημικού κινήματος ή κριτικής φωνής που αμφισβητεί τα θέσφατα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Νομιμοποίηση ενός αντιδημοκρατικού θεσμικού πλαισίου όπου κόμματα και οργανώσεις τίθενται εκτός νόμου, κλείνουν έντυπα, διώκονται αγωνιστές. Αλλά και κατάργηση λαϊκών κατακτήσεων που προέκυψαν μέσα από έναν άλλο βαθμό ανάπτυξης των κοινωνικών αγώνων.
Ειδικά σήμερα, που η παρατεταμένη οικονομική και πολιτική κρίση εντός της Ε.Ε. προκαλεί ένα αυξανόμενο κύμα αμφισβήτησης και κοινωνικής αναστάτωσης, είναι επιτακτική ανάγκη για τις ευρωπαϊκές άρχουσες τάξεις να αποτρέψουν την συνάντηση του υπό διαμόρφωση ριζοσπαστισμού με κάθε πιο συνολικό απελευθερωτικό πρόταγμα.
Υπάρχει και μια ακόμα διάσταση, που αφορά περισσότερο το κομμάτι της ιδεολογίας. Με όλες αυτές τις πράξεις της Ε.Ε., επιδιώκεται επί της ουσίας η παραχάραξη της ιστορίας και το ξαναγράψιμο της. Μέσα από άτυπες συσκέψεις (όπως η «Ευρωπαϊκή δημόσια ακρόαση για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν από ολοκληρωτικά καθεστώτα» που διοργανώθηκε το 2008 από την σλοβενική προεδρία της Ε.Ε.), αποφάσεις και εκθέσεις (π.χ. «Διακήρυξη της Πράγας σχετικά με την ευρωπαϊκή συνείδηση και τον κομμουνισμό» του 2008 και «Διακήρυξη της Βαρσοβίας» του 2011), «επιστημονικά» ινστιτούτα (όπως η «Πλατφόρμα Ευρωπαϊκής Μνήμης και Συνείδησης» που περιλαμβάνει 55 δημόσιους και ιδιωτικούς οργανισμούς από Ευρώπη και Αμερική), επιδιώκεται η διαμόρφωση μιας νέας αφήγησης και μιας νέας συλλογικής μνήμης σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.
Όπως άλλωστε σημειώνεται και στο ψήφισμα του 2009, η Ευρώπη «δεν θα ενωθεί ποτέ αν δεν μπορέσει να καταλήξει σε μια κοινή θεώρηση της ιστορίας της, αν δεν αναγνωρίσει το ναζισμό, το σταλινισμό και τα φασιστικά και κομμουνιστικά καθεστώτα ως κοινή κληρονομιά και αν δεν διεξαγάγει τίμιο και ουσιαστικό διάλογο για τα εγκλήματά τους τον περασμένο αιώνα».
Όλο αυτό το πλέγμα θεσμών και αποφάσεων συμπληρώνεται με εκατοντάδες προγράμματα σε επίπεδο δήμων, σχολείων και πανεπιστημίων μέσω των οποίων επιχειρείται με συστηματικό τρόπο και σε ευρεία κλίμακα η διαμόρφωση μιας ιστορικής συνείδησης που θα βασίζεται στην αποδοχή του καπιταλισμού ως μόνου αποδεκτού και φυσιολογικού συστήματος κοινωνικών σχέσεων.
Τελικά, στο επίμαχο συνέδριο συμμετείχαν 8 από τα 27 κράτη-μέλη της Ε.Ε. Εκτός από τις χώρες της Βαλτικής (Εσθονία, Λετονία, Λιθουανία), συμμετείχαν ακόμα Πολωνία, Κροατία, Ουγγαρία, Τσεχία και Σλοβακία. Η σύσταση δεν είναι καθόλου τυχαία. Πρόκειται για χώρες της Ε.Ε. που, ως επί το πλείστον, έχουν τις πιο βαθιές σχέσεις εξάρτησης από τον αμερικάνικο παράγοντα και βρίσκονται στην πρωτοπορία του «αντικομμουνιστικού αγώνα», αλλά και της γεωπολιτικής αντιπαράθεσης με τη Ρωσία.
Το συνέδριο, πέρα από ότι ταύτισε το «Κεφάλαιο» του Μαρξ με το «Ο Αγών μου» του Χίτλερ (!), ολοκληρώθηκε με την έκδοση διακήρυξης, την οποία υπογράφουν οι εκπρόσωποι των πιο πάνω χωρών. Στο κείμενο, το βάρος πέφτει στην ανάγκη δίωξης όσων ευθύνονται για τα «κομμουνιστικά εγκλήματα» και καλεί στην ενίσχυση των προσπαθειών για την εδραίωση και τη λειτουργία ενός ειδικού δικαστηρίου για αυτά (CICROC).
Θα πρέπει, τέλος, να αναφερθεί ότι οι εκπρόσωποι άλλων κρατών-μελών της Ε.Ε., όπως της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Βρετανίας, της Ιταλίας και της Ολλανδίας, δεν συμμετείχαν στο συνέδριο, παραβρέθηκαν όμως κανονικότητα στις εκδηλώσεις μνήμης «για τα θύματα του ναζισμού και του σταλινισμού», που διοργανώθηκαν στην Πλατεία Ελευθερίας του Ταλίν.