Απαντήσεις στους σύγχρονους μύθους της κρίσης. Του Βασίλη Κεχαγιά
Καθώς ο τηλεθεατής πραγματοποιεί την τηλεοπτική βόλτα του στο βηματισμό του ζάπιγκ, η πιεστική και καθόλου πειστική επιχειρηματολογία για τους τρόπους αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης μοιάζει να τον στριμώχνει στα σχοινιά της κοινωνικής παλαίστρας. Αναγκασμένος να επεξεργαστεί μια ορολογία άγνωστη μέχρι πρότινος, εκ των πραγμάτων γρονθοκοπούμενος κάτω από τη μέση, αναζητά απελπισμένα την με κάθε τρόπο διαφυγή του από το ριγκ. Έτσι, εύκολα ασπάζεται τούτη την ανερμάτιστη και αντικανονική βροχή επιχειρημάτων, αδυνατώντας να προτάξει το δικό του αντίλογο, να αποκρούσει τα αδέξια (ή μάλλον: δεξιά) χτυπήματα.
Ευτυχώς, σε ολότελα επίκαιρο χρόνο και με αξιοθαύμαστο συγχρονισμό με τα τρέχοντα γεγονότα, δύο βιβλία έρχονται να χαρίσουν το δικό τους οργανωμένο λόγο, σε βοήθεια του πολίτη που επιθυμεί να υψώσει τη γροθιά του. Ο Χρήστος Λάσκος και ο Ευκλείδης Τσακαλώτος απαντούν γραμμή-γραμμή στα 22 πράγματα που μας λένε για την ελληνική κρίση και δεν είναι έτσι, έξοχη δουλειά από τις Εκδόσεις ΚΨΜ, ενώ μοιάζει βγαλμένη από το σήμερα η αναδρομική έκδοση μιας διάλεξης και δύο συνεντεύξεων του Κορνήλιου Καστοριάδη υπό τον τίτλο Η δυνατότητα μιας αυτόνομης κοινωνίας (Εκδόσεις Στάσει Εκπίπτοντες). Είναι εντυπωσιακά τα σημεία συνάντησης των δύο βιβλίων, πραγματικά διόλου ευάριθμα. Ωστόσο, εκείνο που φαίνεται να τα συνδέει περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο είναι η θέση από την οποία ο πολίτης οφείλει να οργανώσει την άμυνά του, συντονισμένη στις έννοιες της συλλογικότητας και της συμμετοχής (χαρακτηριστικά αμφότερες οι εκδόσεις επικαλούνται την αρχαιοελληνική έννοια του ιδιώτη-ηλιθίου, ως του μη συμμετέχοντα στα κοινά πολίτη).
Το οπλοστάσιο της μάχης
Ούτε η αυτόνομη κοινωνία είναι ουτοπική ούτε η ελληνική κοινωνία βρίσκεται εγκλωβισμένη στα οικονομικά δεινά, λόγω των σφαλμάτων της και των κοινωνικών διεκδικήσεών της. Στο πρώτο σκέλος, στον τρόπο της αυτονομίας, απαντάει με πληρότητα ο Κορνήλιος Καστοριάδης, εκφωνώντας τη διάλεξή του, τον Σεπτέμβριο του 1993, λίγο πριν αναγορευθεί επίτιμος διδάκτωρ στο Πανεπιστήμιο του Μπουένος Άιρες. Στο δεύτερο σκέλος οι Λάσκος – Τσακαλώτος αποδομούν ψηφίδα – ψηφίδα τη μαγική εικόνα της κρίσης, όπως τη συνθέτουν, κατά κύριο λόγο, οι τηλεοπτικοί δέκτες. Ούτε τεμπέληδες υπήρξαμε, ούτε αντιπαραγωγικοί, ούτε φαύλοι και σοβιετολάγνοι, ούτε συνδικαλιστομανείς, ούτε υπερκρατιστές. Τόσο ο Καστοριάδης, εμμέσως, όσο και οι Λάσκος-Τσακαλώτος, αμέσως, συμφωνούν -και είναι καίριο αυτό- στο γεγονός ότι ο «ελληνικός καπιταλισμός», όπως πλασάρεται από τα Μίντια, δεν είναι παρά μια ακόμη εκδοχή του καπιταλισμού, δίχως εθνική ταυτότητα, αλλά με διεθνή στόχευση: την επιβολή της παγκοσμιοποίησης ως μοναδικού πεδίου αύξησης του κέρδους, αντί παντός τιμήματος για τους πολίτες-θύματα που πέφτουν στο πεδίο της φτώχειας.
Για να γίνει κατανοητό αυτό, οφείλουμε μία κατ’ αρχάς φιλοσοφική ανάγνωση της σχέσης του πολίτη με το κράτος, τη στράτευσή του σε κάθε μορφή συλλογικότητας, την κατάτμηση της κοινωνίας σε μικρές λειτουργικές ομάδες (αναφέρεται χαρακτηριστικά το παράδειγμα των κοινωνικών ιατρείων και του κινήματος «Δεν πληρώνω»). Μέσω της οδού αυτής ο μεν Καστοριάδης καταλήγει ότι η άμεση δημοκρατία είναι δυνατή, ενώ οι συγγραφείς του «22 πράγματα» οδηγούνται εύλογα στο συμπέρασμα ότι το έλλειμμα δημοκρατίας συναντά την απουσία της εθνικής κυριαρχίας, προς δόξαν των επιδιώξεων του παγκόσμιου καπιταλισμού.
Η ηθική της μάχης
Οι συγγράφοντες τα προηγούμενα, εκτός των άλλων και πριν απ’ όλα, αναπτύσσουν μια στέρεα πολιτική ηθική, μέσω των οποίων θα πραγματοποιηθούν τα όσα προτείνουν. Στα «22 πράγματα» ο αναγνώστης έρχεται σε επαφή με μια στέρεα επιχειρηματολογία ως προς το χαρακτήρα και την κουλτούρα των Ελλήνων, ολότελα άσχετη με όσα μιντιοφιλόσοφοι τύπου Ράμφου υποστηρίζουν. Κάτι ανάλογοι φιλοσοφικοί αναλυτές χαρακτηρίζονται εύστοχα, στο τέλος του βιβλίου ως «ποιητές με χέρι υγρό…», οι οποίοι «με τους σοφούς του κράτους τα ’χουνε κάνει πλακάκια», όπως στιχουργεί και ο Μπίρμαν. Και είναι αυτοί οι πλέον επικίνδυνοι οπλοδότες του συστήματος, αφού με τη φλυαρία τους και την «περίεργη» ανάγνωση της Ιστορίας στυλοβατούν ένα κράτος – τρομοκράτη (στη χειρότερη ιδεολογική του εκδοχή). Ανάλογα και ο Καστοριάδης αποφαίνεται ότι η ελευθερία του πολίτη και η εγκαθίδρυση της αυτόνομης κοινωνίας θα αποτελέσει δημιούργημα ανθρώπων που θα αγαπούν τη σοφία, την ομορφιά και το κοινό καλό. Με μεγάλη ευστοχία και με ιδιαίτερα μεστά επιχειρήματα οι Λάσκος – Τσακαλώτος προσδιορίζουν το κοινό καλό, εκπαραθυρώνοντας κάθε εφεύρημα του εξατομικευμένου καταναλωτικού καπιταλισμού. Ο καταναλωτισμός, πηγή των οικονομικών, αλλά και διανοητικών δεινών, κατά Καστοριάδη, αποσάρθρωσε την κοινωνική συνοχή και υπονόμευσε κάθε απόπειρα δημοκρατίας. Τώρα που προδόθηκαν οι στόχοι του, είναι καιρός οι πολίτες να πάρουν στα χέρια τους όπλα – βιβλία, με σφαίρες – επιχειρήματα.