Τα πρωταρχικά ερωτήματα, ο μεγάλος στόχος και η αξία της συλλογικότητας

Του Αλέξανδρου Σταθακιού*

 

Έχει συμπληρωθεί σχεδόν ένας μήνας από τις εκλογές της 25ης Γενάρη, που άλλαξαν το πολιτικό σκηνικό στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Πολλοί από μας, ως απλά μέλη του ΣΥΡΙΖΑ, συμμετείχαμε ενεργά στην προεκλογική εκστρατεία και συζητήσαμε πολύ με πολλούς πολίτες όλων «των αποχρώσεων». Συχνά αυτό που έμπαινε στην κουβέντα, πέρα από τα επίμαχα ερωτήματα για το χρέος, το τέλος της λιτότητας, αλλά και τη δυνατότητα ενός «έντιμου συμβιβασμού» με τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις χωρίς διακύβευση των ουσιαστικών δικαιωμάτων του λαού και της χώρας, ήταν η ίδια η ποιότητα του πολιτικού λόγου και η ενεργοποίηση όλων των πολιτών στην πολιτική μέσα από τις διαδικασίες και τους θεσμούς της Δημοκρατίας.

Αυτή, δε, η συζήτηση, ακολουθούσε μετά την απαρίθμηση αιτημάτων και την απάντησή μας να μη συνεχίζουν οι πολίτες στην ατελέσφορη λογική του δίπολου «κυβερνώντες- κυβερνώμενοι», αλλά να συμμετέχουν οι ίδιοι στην τελική διαμόρφωση των λύσεων, στην «παραγωγή» της πολιτικής, ξεκινώντας από την ουσιαστική εκπροσώπηση ενός εργασιακού ή κοινωνικού χώρου και καταλήγοντας στη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας της πολιτικής εξουσίας, μέσα από τη συμμετοχή σε μαζικά, δημοκρατικά κόμματα αρχών. Επιπλέον, εφόσον πάρα πολλοί από αυτούς εκφράζονταν θετικά για τις διακηρυγμένες αρχές και το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, στους ίδιους τους κεντρικούς άξονες της πολιτικής μιας ενδεχόμενης (τότε) κυβέρνησης της Αριστεράς, μέσα από την συμμετοχή τους στο κόμμα μας.

 

Η «πολιτική διαπάλη» ως επικοινωνιακό προϊόν

Οι άνθρωποι ήταν απογοητευμένοι και από την ποιότητα της πολιτικής μαζικοποίησης των πρώτων δεκαετιών της μεταπολίτευσης, αλλά και από το ήθος, το ύφος και τις πρακτικές των τελευταίων δεκαετιών όταν η «πολιτική διαπάλη» ήταν τελικά «θέατρο», επικοινωνιακό προϊόν προς αγορά με ψήφους για τους αδαείς. Για τους δε «ξύπνιους» ήταν υποταγή έναντι κάποιου εξευτελιστικού τιμήματος σε μια ουσιαστικά «μαφιόζικη πυραμίδα» επιτήδειων που εκφωνούσαν ιδεολογήματα και πολιτικά προγράμματα ως πρόσχημα. Κάποιοι βέβαια, πιο ψύχραιμοι, έλεγαν ότι και να μην είναι ανήθικη αυτή η «πυραμίδα» δεν τους αφορά. Είναι μια γραφειοκρατία που αναπαράγει τον εαυτό της και τίποτα παραπάνω. «Οπότε, ας αναθέτουμε την πολιτική κάθε τέσσερα χρόνια στους πιο ικανούς και ηθικούς, στους «άριστους», να τους κρίνουμε αποστασιοποιημένα και ας μην εμπλεκόμαστε σε διαδικασίες που διαπιστωμένα έχουν οδηγήσει σε αδιέξοδα». Τελικά, η απαξίωση της πολιτικής καταλήγει έτσι στην απαξίωση του πυρήνα της Συλλογικότητας.

Αυτές οι «πικρές» διαπιστώσεις γεννούσαν και μεταξύ μας μεγάλο προβληματισμό και συζητήσεις. Πώς θα ανατρέψουμε τη «λογική της ανάθεσης»; Πώς όλος αυτός «ο κόσμος της βιοπάλης» που στο όνομά του μιλάμε, θα ενεργοποιηθεί ως συνειδητός και αποφασισμένος εθελοντής μαχητής για την παραγωγική και κοινωνική ανασυγκρότηση της Χώρας μας; Ενεργοποίηση που έχουμε ανάγκη για να αντέξουμε και να παλέψουμε στη δύσκολη διαπραγμάτευση που έχουμε μπροστά μας;

Ας τα πάρουμε όμως ένα-ένα: Είναι κακό η πολιτική να είναι και Θέατρο; Να συγκινεί; Ενδεχομένως να συναρπάζει; Να μιλάει και με έναν άλλο τρόπο πέρα από τα τεχνοκρατικά επιχειρήματα; Να θέτει αξιακά, βαθιά και πρωταρχικά ερωτήματα; Τα οποία, έστω και αν τελικά καταφέρνει να τα απαντήσει στο «μέτρο του εφικτού», τα χρειάζεται προκειμένου να προκαλεί τις συνειδήσεις και τις καρδιές; Να χρησιμοποιεί τις «μεγάλες διηγήσεις» ως μόνιμη παρώθηση για τα μικρά ρεαλιστικά «βήματα»; Μήπως με αυτόν τον τρόπο η πολιτική διαφυλάσσεται από το να είναι φτηνή παράσταση, υποκουλτούρα, παράλληλα με μια δήθεν «επιστημονικότητα» που αφορά τους «ειδικούς»;

 

«Κάθαρση»

Υπάρχει –θεωρούμε– τρόπος, η πολιτική να γίνει σπουδαία δραματική τέχνη, να αναπαριστά τα υπαρκτά κοινωνικά δράματα και να επιδιώκει την «Κάθαρση» με τον τρόπο του αρχαίου δράματος. Δηλαδή να δώσει μιαν απάντηση για τις δυνατότητες και τα όρια των δικών της αξιών μέσω της επίτευξης, της μερικής επίτευξης ή ακόμα της μη επίτευξης κάποιων συναπτών κοινωνικών στόχων. Και για να μη μιλάμε αφηρημένα, μια και μιλάμε για τη ριζοσπαστική Αριστερά, στις μέρες μας, είναι αναγκαίο να μην ξεχνά στο πολιτικό της δράμα αυτά που θέλει μέσω της συλλογικής πράξης να επαληθεύσει: Δηλαδή ότι οι ανάγκες των πολλών είναι πάνω από τα κεφάλαια των λίγων, ότι η λιτότητα και τα χρέη είναι κίβδηλες καταστάσεις που χρησιμοποιούνται από αυτούς που θέλουν να γυρίσουν την ιστορία των λαών και των κοινωνιών πίσω, ότι τελικά όλη αυτή η τεχνολογική και οικονομική πρόοδος που επιτελέστηκε και σήμερα χρησιμοποιείται για να κάμψει δικαιώματα, ανήκει στον κόσμο της εργασίας και πρέπει να ξαναγυρίσει σε αυτόν. Αυτά να τα θυμάται η αριστερή πολιτική, όταν θέλει στο μέτρο του εφικτού να κάνει συμφωνίες για τις δανειακές συμβάσεις, ακόμα και αν γνωρίζει κάποιο εμπόδιο και προσωρινό όριο στη διεκδίκηση. Να προσπαθεί να κρατήσει κάτι που μπορεί να κερδίσει, αλλά να μην απεμπολήσει τον μεγάλο στόχο.

Ας δούμε και το δεύτερο: Η συλλογικότητα, κάθε είδους κι όχι μόνο η πολιτική, θέλει κόπο. Έχει αγώνα και αγωνία για τη σύνθεση της ίδιας της ουσίας της, αλλά και των στόχων της. Θέλει κότσια για την εκφορά του οικείου Λόγου, για τον ουσιαστικό εναγκαλισμό του Λόγου του Άλλου για την ανάδειξη και την προάσπιση αυτού που πρωτεύει, το οποίο συνήθως είναι αυτό που και ο Άλλος κατανοεί, την καρτερία αλλά και την πειθώ για αυτό που περιμένει. Η πιο ασφαλής διαδικασία που μέχρι σήμερα έχει γνωρίσει η ανθρωπότητα για αυτή τη δουλειά είναι θεσμοί σαν τα κόμματα. Το ίδιο γίνεται σε άλλο πλαίσιο και στην κάθε οργανωμένη κοινότητα. Ασφαλώς και δεν είναι εύκολο να μπει κανείς σε αυτή τη διαδικασία, αν δεν έχει κίνητρο. Σήμερα, όμως, όσοι θέλουμε να σηκώσουμε το κεφάλι ψηλά έχουμε κίνητρο. Συχνά και οι πολιτικές συλλογικότητες χάνουν την ικμάδα τους και καταλήγουν «γραφειοκρατικές» ή αμοραλιστικές. Δεν μπορεί, όμως, να είναι αυτού του είδους η πολιτική συλλογικότητα της ριζοσπαστικής Αριστεράς, όταν θέλει ν’ αλλάξει γρήγορα και αποφασιστικά την Χώρα μας. Αν είναι τέτοια, τότε κανείς δεν αξίζει να την ψηφίζει. Αν έχει τα προβλήματά της, αλλά έχει όμως και μέλλον, ίσως τότε μπορεί να συμμετέχει και να την αλλάξει, με τον τρόπο που περιγράφουμε πιο πάνω.

 

* Ο Αλέξανδρος Σταθακιός είναι Μέλος της Ν.Ε. ΣΥΡΙΖΑ Σάμου, και Περιφερειακός Σύμβουλος Βορείου Αιγαίου με την παράταξη Βόρειο Αιγαίο-Γόνιμη Γραμμή 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!