Το Δημόσιο πετάει τα εργαλεία πολιτικής που έχει και το ξένο κεφάλαιο ετοιμάζεται να ελέγξει όλη την ελληνική οικονομική δραστηριότητα. Του Γιώργου Τοζίδη
Οι τελευταίες εξελίξεις στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα άνοιξαν τη συζήτηση για ορισμένα κρίσιμα ζητήματα όσον αφορά τον «αφελληνισμό» του, τη διαδικασία ανακεφαλαιοποίησής του και τη ματαίωση της συγχώνευσης Εθνικής-Eurobank.
«Αφελληνισμός»;
«Εγώ θέλω καλές τράπεζες. Δεν με νοιάζει αν είναι γαλλικές, αμερικανικές κ.λπ.». Η παραπάνω τοποθέτηση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) Γ. Προβόπουλου δεν εξέπληξε κανέναν. Άλλωστε ο ίδιος, ως πρόεδρος της Εμπορικής Τράπεζας, υλοποίησε την πώλησή της στη γαλλική Credit Agricole (το 2006), προκειμένου να ενισχυθεί ο τραπεζικός ανταγωνισμός! Σε μόλις 6 χρόνια η Credit Agricole (C.A.) αποχώρησε από την Ελλάδα αφού, όμως, πρώτα κατέστρεψε το 50% περίπου των θέσεων εργασίας στην Εμπορική (περίπου 3.500).
Γιατί είναι σημαντική η εθνικότητα του τραπεζικού συστήματος;
Οι τράπεζες διαχειρίζονται πόρους που προέρχονται, κυρίως, από το εσωτερικό της χώρας. Ακόμη και στην Κύπρο το 70% περίπου των καταθέσεων προέρχονταν από Ελλαδίτες και Κύπριους καταθέτες. Αυτοί οι πόροι (καταθέσεις επιχειρήσεων και νοικοκυριών) είναι πολλαπλάσιοι των ιδίων κεφαλαίων που τοποθετούν οι μέτοχοι. Ο τρόπος αξιοποίησης των καταθέσεων συνδέεται άμεσα με την εθνικότητα των κεφαλαίων που ελέγχουν την τράπεζα.
Η εμπειρία της C.A. (αλλά και της Societé Generale) έδειξε την «απέχθεια» των ξένων τραπεζιτών προς τις παραγωγικές επενδύσεις. Όπως αναφέρει, σε άρθρο του στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία (14/04/2013) ο Κ. Λαπαβίτσας, «ο δανεισμός για παραγωγικές επενδύσεις απαιτεί γνώση των συνθηκών του παραγωγικού ιστού, οι οποίες έχουν συγκεκριμένο εθνικό και τοπικό χαρακτήρα. Οι ξένες τράπεζες, συνήθως, δεν έχουν την ειδική γνώση που απαιτείται και άρα προτιμούν να δανείσουν για άλλους σκοπούς». Στα 6 χρόνια παρουσίας της στην Ελλάδα η C.A. είχε ως κύριο σκοπό τη μεταφορά πόρων (καταθέσεων) στη Γαλλία μέσω της προτροπής προς τους πελάτες της Εμπορικής να επενδύσουν σε προϊόντα της μητρικής.
Σε περιόδους κρίσης όπως η σημερινή, ο έλεγχος του τραπεζικού συστήματος από ξένα κεφάλαια θα έχει ως αποτέλεσμα την αποστέρηση της χώρας από τους απαραίτητους πόρους για τη χρηματοδότηση του προγράμματος παραγωγικής ανασυγκρότησης που έχει ανάγκη. Όμως, σε μια οικονομία που οι υποδομές, οι στρατηγικές επιχειρήσεις, ακόμη και η ακίνητη περιουσία του Δημοσίου ανήκουν στο ξένο κεφάλαιο, είναι «φυσιολογικό» και οι τράπεζες να ελέγχονται από ξένους επενδυτές. Πολύ περισσότερο όταν με αυτόν τον έλεγχο, λόγω του υπερδανεισμού των ελληνικών επιχειρήσεων, αποκτάται ο έλεγχος και αυτών των επιχειρήσεων από το ξένο κεφάλαιο που θα τις μετατρέψει είτε σε υποκαταστήματα πολυεθνικών είτε σε τόνους από παλιοσίδερα.
Ελληνικό παράδοξο
Η διαδικασία ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών με κεφάλαια που δανείζεται το ελληνικό κράτος αλλά διαχειρίζεται ανεξέλεγκτα το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) που θα αποκτήσει και την πλειοψηφία των μετοχών τους, αποτελεί ελληνικό παράδοξο. Σημειώνεται ότι, μετά την κρίση του 2008, οι τράπεζες που διασώθηκαν με κρατικά κεφάλαια πέρασαν στον έλεγχο του Δημοσίου, έστω προσωρινά, σε όλες τις χώρες.
Στην Ελλάδα, όχι μόνο δεν «τιμωρούνται» οι μέτοχοι των τραπεζών, αλλά έχουν τη δυνατότητα, με την καταβολή του 10% των απαιτουμένων κεφαλαίων, να διατηρήσουν τον έλεγχο των τραπεζών και αποκτούν και το δικαίωμα για την αγορά και του υπόλοιπου 90% μέσα σε μια 5ετία και μάλιστα με προνομιακούς όρους. Σημειώνεται ότι η τιμή των μετοχών, με βάση την οποία θα γίνει η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, θα προσδιοριστεί με βάση τις τρέχουσες χρηματιστηριακές αξίες που είναι σε εξευτελιστικά επίπεδα λόγω της υποτιμητικής κερδοσκοπίας των τελευταίων μηνών. Σύμφωνα με εκτίμηση της Alpha Bank, που έχει αναρτηθεί στην ιστοσελίδα της, η απόδοση του δικαιώματος της μετοχής κυμαίνεται από 10% το πρώτο έτος μέχρι 358%(!) το πέμπτο.
Η ενδεχόμενη μη ανταπόκριση των μετόχων των τραπεζών δεν έχει να κάνει τόσο με την εκτίμηση ότι η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών θα απαιτήσει και νέα κεφάλαια λόγω της ραγδαίας αύξησης των επισφαλειών (εξαιτίας της παρατεινόμενης ύφεσης και της αύξησης της ανεργίας) αλλά με την προσδοκία ότι θα τις αποκτήσουν πολύ πιο φθηνά μέσω του ΤΧΣ.
Με τον τρόπο που επιχειρείται η ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών δυσκολεύει σημαντικά η εθνικοποίησή τους από μια κυβέρνηση της Αριστεράς.
Με την ανακεφαλαιοποίηση δημιουργούνται νέα δεδομένα και κατά συνέπεια απαιτείται η εκπόνηση συγκεκριμένου σχεδίου για τη διαδικασία και τα μέσα που θα απαιτηθούν ώστε οι τράπεζες να περάσουν στον έλεγχο του Δημοσίου και της κοινωνίας και να χρησιμοποιηθούν ως εργαλεία χρηματοδότησης του προγράμματος παραγωγικής ανασυγκρότησης.
Υπέρ ή κατά της συγχώνευσης ΕΤΕ-Eurobank;
Η συγχώνευση των δύο τραπεζών προβλήθηκε από τη μνημονιακή κυβέρνηση με διθυράμβους. Η δημιουργία μιας μεγάλης τράπεζας με ενεργητικό ίσο με το ΑΕΠ της Ελλάδας, με μεγάλο δίκτυο εξωτερικού (Βαλκάνια, Ουκρανία, Ν. Αφρική, Μάλτα, Ηνωμένο Βασίλειο), προβλήθηκε ως η στρατηγική κίνηση που θα έθετε και πάλι σε κίνηση την οικονομία στο σύνολό της.
Η τοποθέτηση υπέρ ή κατά της συγχώνευσης των δύο τραπεζών εξαρτάται άμεσα από το ιδιοκτησιακό καθεστώς.
Εάν η ανακεφαλαιοποίηση γινόταν με την απόκτηση από το κράτος του ελέγχου της νέας τράπεζας, αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει μια θετική εξέλιξη, όσον αφορά τον έλεγχο των πόρων που διαχειρίζονται, τον τρόπο διευκόλυνσης των επιχειρήσεων και νοικοκυριών ώστε να μπορέσουν να ανταποκριθούν στις δανειακές υποχρεώσεις τους, και θα συνέβαλε στη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος. Θα ήταν δυνατός ο διαχωρισμός της εμπορικής από την επενδυτική δραστηριότητα και θα μπορούσαν να ληφθούν μέτρα για την αυστηρότερη εποπτεία της λειτουργίας της (π.χ. δεσμεύσεις στην ΤτΕ, σχέση ίδιων προς ξένα κεφάλαια). Αυτά τα μέτρα θα προσέδιδαν μεγαλύτερη αξιοπιστία στη νέα τράπεζα και θα προσέλκυαν και νέα κεφάλαια.
Η ίδια τράπεζα υπό τον έλεγχο του ιδιωτικού κεφαλαίου, είτε άμεσα με τη συμμετοχή των μετόχων στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου είτε έμμεσα, μέσω του ΤΧΣ, θέτει σε δοκιμασία τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος.
Η δημιουργία μιας τράπεζας «πολύ μεγάλης για να πτωχεύσει» που θα βρίσκεται υπό τον έλεγχο του ιδιωτικού, ξένου ή εγχώριου, τραπεζικού κεφαλαίου και θα διαχειρίζεται πόρους ίσους με το ΑΕΠ της χώρας αποτελεί θανάσιμο κίνδυνο για το σύνολο της οικονομίας.
Όμως η ματαίωση της συγχώνευσης των δύο τραπεζών δεν έγινε για την αποτροπή του συστημικού κινδύνου. Η δημιουργία του Ευρωπαϊκού Ταμείου Εγγύησης των καταθέσεων όλων των ευρωπαϊκών τραπεζών προϋποθέτει τον έλεγχό τους και δεν υπάρχει καλύτερος έλεγχος από την ιδιοκτησία των μεγαλύτερων ευρωπαϊκών τραπεζών από το γερμανικό τραπεζικό κεφάλαιο. Η ματαίωση της συγχώνευσης είναι ο προάγγελος του περάσματος της Εθνικής τράπεζας (χωρίς τα βάρη της Eurobank) στο γερμανικό τραπεζικό κεφάλαιο (Deutsche Bank).