Διαβάζουμε στη βικιπαίδεια: «Αντιπολίτευση ονομάζεται γενικά η οποιαδήποτε εναντίωση κατά των κυβερνώντων (κυβέρνησης) μιας χώρας, ή συνασπισμού χωρών.
Αυτή ασκείται είτε από πολιτικά πρόσωπα κομμάτων ή ανεξάρτητους βουλευτές, είτε και από τους πολίτες μιας χώρας ή και συνασπισμού χωρών, π.χ. δημοσιογράφους, κοινωνιολόγους, συνδικαλιστές, καλλιτέχνες, ηθοποιούς, ευρωβουλευτές κ.λπ., δηλαδή σύνολο προσώπων συνεκτικά ή χαλαρά ομαδοποιημένων. Η αντιπολίτευση εκδηλώνεται είτε δια λόγου, π.χ. αναφορές, καταγγελίες κ.λπ., είτε δια έργου (δράσης), όπως π.χ. με καταψήφιση, ή αποχώρηση, ή απεργιακή κινητοποίηση ή αποστροφή των πολιτών κ.λπ. που μπορεί να φθάσει και σε εξύβριση δια λόγου ή έργου».

Τελούμε σε κατάσταση απουσίας αντιπολίτευσης στη χώρα. Ταυτόχρονα τελούμε σε κατάσταση δομικής συμπολίτευσης που συγκροτείται από τα συστημικά κόμματα, από το πολιτικό σύστημα και τον τρόπο οργάνωσής του, από τις οικονομικές ελίτ καθώς και από τις διασυνδέσεις και τις εξαρτήσεις από διεθνή κέντρα (π.χ. Ε.Ε. και οικονομική της πολιτική, τράπεζες, ΔΝΤ, μνημονιακές δεσμεύσεις) και επιδιώξεις των Πρεσβειών –.κυρίως ΗΠΑ και Γερμανίας. Δεν ήταν πάντα έτσι, ούτε και πρόκειται για μια φυσιολογική ή απόλυτη κατάσταση. Για παράδειγμα, τα πρώτα μνημονιακά χρόνια υπήρξε μια κοινωνική αντιπολίτευση, άλλαξε ο συσχετισμός δύναμης μέσα στο πολιτικό σύστημα, γκρεμίστηκε ο δικομματισμός Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ και αναδείχθηκε μια νέα δύναμη, ο ΣΥΡΙΖΑ, που προς στιγμήν φάνηκε να συμπορεύεται με το αντιμνημονιακό κίνημα και στην πορεία ενσωματώθηκε στη δομική συμπολίτευση.

Η δομική συμπολίτευση έχει ρίζες σε ολόκληρη τη μεταπολίτευση, από τότε που επιλέχθηκε ο δικομματισμός (Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ) σαν βασικός πυλώνας των βασικών προσανατολισμών – ο οποίος μπλόκαρε ή κατέστειλε ή ακόμα ενσωμάτωσε τον ριζοσπαστισμό των πρώτων μεταπολιτευτικών χρόνων, αφού προώθησε αναγκαίες δομικές προσαρμογές προκειμένου να λειτουργήσει στις νέες (τοτινές) συνθήκες ο εκσυγχρονισμένος μεταπρατισμός (ποιότητα του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού). Ο Σημιτισμός σαν κατάσταση και τάση αποτέλεσε κομβικό όχημα για την επιτάχυνση της «ευρωποποίησης» της χώρας και για να στηθεί η φαντασίωση μιας Ελλάδας ευδαιμονίας και ανάπτυξης μέσα από την τριπλέτα «Ευρώ, Ολυμπιάδα, Βαλκανικό Ελντοράντο».

Μέσα σε μια δεκαετία όλα αυτά είχαν εξανεμιστεί, και η χώρα γνώρισε μια τεράστια κρίση εθνικών διαστάσεων: οικονομική χρεοκοπία, απώλεια του 25% του ΑΕΠ της, και μνημονιακά δεσμά που επέβαλαν οι Δανειστές-Τοκογλύφοι, με υποθήκευση για 99 χρόνια όλου του δημόσιου πλούτου. Πάνω στην αποδοχή του οικοδομήματος αυτού, και πάνω (ή μέσα) στις τρικυμίες που τάραξαν τη χώρα τα χρόνια αυτά, στήθηκε η δομική συμπολίτευση των τριών πλέον κομμάτων, Ν.Δ.-ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ. Η ληξιαρχική πράξη γέννησης αυτής της συμπολίτευσης έγινε όταν ψήφισαν από κοινού το 3ο και χειρότερο μνημόνιο τον Αύγουστο του 2015. Σταδιακά φτάσαμε στη σημερινή κατρακύλα όλου του συστημικού πολιτικού κόσμου στον ευρωατλαντισμό, την πλήρη παράδοση στην ηγέτιδα δύναμη της Δύσης –τις ΗΠΑ– και ό,τι αυτή προστάξει για τη χώρα και την περιοχή (βλ. συμφωνία Πρεσπών και, πολύ περισσότερο, την άμεση εμπλοκή στον πόλεμο της Ουκρανίας και την ενδυνάμωση της στρατιωτικής παρουσίας των ΗΠΑ επί ελληνικού εδάφους).

Δεν χρειάζονται πλέον την έννοια της αντιπολίτευσης

Επί δικομματισμού, τις πρώτες δεκαετίες της μεταπολίτευσης, η κυβέρνηση κυβερνούσε, η αντιπολίτευση έλεγχε την κυβέρνηση, εισέπραττε την φθορά της κυβέρνησης, κι όταν αναλάμβανε τη διακυβέρνηση τηρούσε –στο όνομα της συνέχειας του κράτους– σχεδόν όλες τις δεσμεύσεις που είχε πάρει η άλλη πλευρά. Τώρα, την περίοδο της δομικής συμπολίτευσης, υπάρχει αποχή και άρνηση από τη μείζονα και ελάσσονα αντιπολίτευση να παίξουν έναν ρόλο αντιπολιτευτικό, να εισπράξουν έστω τη φθορά της κυβέρνησης, να τεθούν διαφορετικοί στόχοι, να πριμοδοτηθούν διαδικασίες κινητοποιήσεων και συμμετοχής των πολιτών. Ακόμα και οι κομματικές συγκεντρώσεις και εκδηλώσεις έχουν ατονήσει εσκεμμένα, ενώ αδιαφορούν εάν υπάρχει ένα κοινωνικό ρεύμα που ίσως αξιοποιήσουν στην αντιπαράθεσή τους με το κυβερνών κόμμα ή για την ανέλιξή τους στην κυβέρνηση.

Στην ουσία, η δομική συμπολίτευση αφορά και στηρίζεται στην πλήρη σύγκλιση επί του προγραμματικού πεδίου και των προσανατολισμών. Αφορά απλά τη διακυβέρνηση εντός πλαισίων πολύ ορισμένων και, ακόμα περισσότερο, αφορά επίσης δύο διαδικασίες σημαντικές (που σημαδεύουν όλες τις Δυτικές χώρες): το σύστημα μπορεί να αναπαράγεται και να διαιωνίζεται με πιο «αυτόματο τρόπο», χωρίς να χρειάζεται πρωταγωνιστικές δυνάμεις παρά μόνο διεκπεραιωτικές-διαχειριστικές ομάδες (ανεξαρτήτως χρώματος και προέλευσης), φθάνει να υπηρετούν τις προδιαγραφές του συστήματος χωρίς πολλές λοβιτούρες, ιδεολογισμούς και «μεγάλους στόχους». Άλλωστε η δεύτερη πράξη της δομικής συμπολίτευσης μετά το 3ο μνημόνιο είναι οι όρκοι που ομνύουν ενάντια στον «εθνολαϊκισμό», και η τρίτη είναι ο αντιρωσισμός (η ανάδειξη και ανακήρυξη της Ρωσίας ως εχθρού της Ελλάδας και του «ελεύθερου» κόσμου).

Στα πλαίσια αυτά ο λαός (με όλες τις σημασίες του όρου, και χωρίς να τον εκθειάζουμε ή να τον αγιοποιούμε) απλά δεν έχει πλέον κανένα ρόλο. Τι του αναλογεί; Καταρχήν να προσαρμοστεί-υποταχθεί στο νέο πλαίσιο, να κάτσει ήσυχος και φοβισμένος, ατομικοποιημένος ο καθένας σε μέγιστο βαθμό, με συναίσθηση μιας γενικευμένης ανημπόριας. Το μόνο που του επιτρέπεται είναι ο ρόλος του υποψήφιου ψηφοφόρου, του κάπως συμμετέχοντος στις δημοσκοπήσεις (όταν δεν είναι κατασκευασμένες ή πειραγμένες), και του «περιορισμένου» καταναλωτή.

Η αναπαραγωγή με τέτοιους όρους του πολιτικού συστήματος, των κομμάτων και του προσωπικού τους, δεν χρειάζεται καθόλου την έννοια της αντιπολίτευσης (έστω με τον –ατελή– ορισμό της βικιπαίδειας που παραθέσαμε). Και φυσικά δεν θέλουν καθόλου την αυτόνομη ακηδεμόνευτη έκφραση του λαού, της κοινωνίας, των πολιτών. Ο «αντιλαϊκίστικος» λόγος της δομικής συμπολίτευσης οφείλει να συκοφαντήσει όλες τις μεγάλες στιγμές του λαού τα τελευταία χρόνια. Το κίνημα των Πλατειών χρεώνεται στην ακροδεξιά και στη Χρυσή Αυγή, και τα 3 κόμματα της συμπολίτευσης κινήθηκαν ενιαία για τη διαχείριση της πανδημίας (η γραμμή ήταν αυτό που έλεγε ο πρώην υπουργός Ξανθός ή ο νυν Συριζαίος Γεροτζάθας, έτσι για να μην ξεχνιόμαστε, και όλοι μαζί χειροκρότησαν την απόλυση σε μία μέρα 7.500 υγειονομικών). Τώρα όλοι μαζί ψηφίζουν στο ευρωκοινοβούλιο την κλιμάκωση του πολέμου στην Ουκρανία.

Με κάποιο τρόπο, η κοινωνία έχει ευθύνες. Αλλά και με κάποιο τρόπο προσπάθησε να αντισταθεί. Έκανε πολλά κατά τα τελευταία 12 χρόνια, και ορισμένες στιγμές ξεπέρασε τον «συνήθη» εαυτό της

Η απουσία αντιπολίτευσης θέτει κι άλλα ερωτήματα

Είναι απαραίτητο να εκτιμήσουμε την πορεία του πολιτικού πεδίου και του πολιτικού συστήματος, όπως κάναμε σε αδρές γραμμές πιο πάνω. Εντούτοις αυτές οι διαπιστώσεις δεν απαντούν ικανοποιητικά στο γιατί δεν υπάρχει κοινωνική και πολιτική αντιπολίτευση στη χώρα, και μάλιστα σε συνθήκες επιδείνωσης της οικονομικής ανέχειας, της ακρίβειας, της επισφάλειας σε πολλά επίπεδα της κοινωνικής ζωής. Επειδή, ακόμα κι αν το σύστημα έχει βρει ένα τρόπο να λειτουργεί στον «αυτόματο» (ακόμα κι όταν φουντώνουν τρικυμίες και θύελλες) φτάνει να δούμε την πολιτική κρίση όλων των αντιπροσωπευτικών θεσμών και κυβερνήσεων στην Ευρώπη και την Αμερική, όπου πλέον δεν «πρωταγωνιστεί» μια κλασική αστική τάξη με τις αξίες, την ηγεμονία της και την άμεση εμπλοκή της στα πολιτικά και διαχειριστικά δρώμενα μιας χώρας.

Η απουσία κοινωνικής και πολιτικής αντιπολίτευσης σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με τις πολλαπλές χρεοκοπίες που έζησαν οι μάζες κατά τα τελευταία 40 χρόνια. Είδαν καταρρεύσεις στρατοπέδων και πτώση του σοσιαλισμού σε μια σειρά χώρες χωρίς να υπάρξει οποιαδήποτε λαϊκή αντίδραση (διότι οι μάζες των χωρών αυτών έζησαν τα καθεστώτα του υπαρκτού σοσιαλισμού ως καθεστώτα ανελευθερίας), έζησαν την πλήρη κοροϊδία από κόμματα της αριστεράς που ανέλαβαν τη διακυβέρνηση, είδαν να ακυρώνεται κάθε ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο, έζησαν την ακύρωση όποιας προοπτικής. Βιώνουν ένα διαρκές, αέναο παρόν με μοναδική «εναλλακτική» την προσαρμογή σε αυτό με κάθε τρόπο για να μην βρεθούν στη περιοχή του κοινωνικού αποκλεισμού, στον κοινωνικό Καιάδα. Βλέπουν με τα μάτια τους τμήματα των χωρών, μεγάλα κομμάτια της κοινωνίας να βυθίζονται (ή ακόμα παρατηρούν μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα από άλλες κατεστραμμένες χώρες), βλέπουν μια άδεια και ψεύτικη «δράση» συνδικαλιστικών οργάνων, βιώνουν μια μεγάλη πολιτιστική ισοπέδωση. Και έχουν φάει πολλές σφαλιάρες και ήττες, απανωτές ήττες: συλλογικές, κλαδικές, προσωπικές, εθνικές. Ήττες και ματαιώσεις.

Με κάποιο τρόπο, η κοινωνία έχει ευθύνες. Αλλά και με κάποιο τρόπο προσπάθησε να αντισταθεί. Έκανε πολλά κατά τα τελευταία 12 χρόνια, και ορισμένες στιγμές ξεπέρασε τον «συνήθη» εαυτό της, δείχνοντας αλληλεγγύη προς τους πιο ευάλωτους, πόνο για την κατάντια της χώρας και ντροπή για το διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα. Μέσα στην κοινωνία, κι όχι πάνω από αυτήν, λειτούργησε διαβρωτικά και ο ιδεολογικός παράγοντας. Ο ιδεολογικός διαβρωτικός παράγοντας πηγάζει χρονικά από τη μεταπολιτευτική περίοδο. Πέρα από τις ισχυρές οικονομικές ελίτ (όμιλοι και οικογένειες), υπήρξε ένας πλουτισμός μεσαίων στρωμάτων κάθε είδους, υπήρξε η ανάδυση νέων ομάδων και τρόπων πλουτισμού (επέκταση δανεισμού, χρηματιστήριο, μεταφορά επιχειρήσεων στα Βαλκάνια, παραοικονομία κ.λπ.) έτσι ώστε, με την προβολή και διάδοση του «τρόπου ζωής» αυτών των στρωμάτων, δημιουργήθηκε ένα νέο ιδεολογικό τοπίο. Τη στιγμή που έμπαιναν οι βάσεις για τον κατακερματισμό της κοινωνίας (που τώρα έχει προχωρήσει αρκετά, με κύριο όχημα τον οικονομικό εξαναγκασμό και τον δικαιωματισμό), την ίδια στιγμή διαχεόταν το «όραμα» του εύκολου και γρήγορου πλουτισμού.

Διχασμένα στρώματα και έλλειψη αντίρροπου ιδεολογικού ρεύματος

Έτσι ευρύτατα στρώματα πτυχιούχων και επιστημόνων κινήθηκαν στην κατεύθυνση «να βγάλουμε γρήγορα φράγκα», «να πλουτίσουμε». Γιατροί, μηχανικοί, εργολάβοι, δικηγόροι, οικονομολόγοι κι άλλοι βάλθηκαν να βγάλουν χρήματα όπως μπορούσαν, να κτίσουν εξοχικά και μεζονέτες, να αγοράσουν πολυτελή τζιπ και τώρα SUV, να κατακλύζουν χιονοδρομικά κέντρα και να παίζουν τένις, να θέλουν οπωσδήποτε Μύκονο το καλοκαίρι. Αυτά μπόρεσαν να ανθίσουν πάνω στη συρρίκνωση του «συλλογικού» σε οποιαδήποτε μορφή (κινήματα, συνδικαλισμός, ενώσεις επιστημονικές, ΜΜΕ και δημοσιογραφία κ.λπ.), και η ιδιωτικοποίηση προσέφερε ευκαιρίες ανέλιξης σε πολλούς από αυτούς. Τα στρώματα αυτά εμφανίζονταν –στην καλύτερη περίπτωση– σαν διχασμένα ανάμεσα σε πολιτική καταγωγή και ψήφο από τη μια, και κοινωνικό στάτους και ρόλο από την άλλη. Λειτούργησε δηλαδή το «από δω η κυρία μου (ιδεολογία, ψήφος κ.λπ.) κι από κει το αίσθημά μου» (πλουτισμός, κυνήγι χρήματος, αναπαραγωγή ρόλου αφεντικών ή «στελέχους» επιχείρησης).

Στην ουσία –πάνω στις εκατόμβες των χρεοκοπιών σοσιαλισμού, εργατικού προτάγματος, αριστεράς που είπαμε– προστέθηκε ένας άλλος μεγάλος ιδεολογικός εξοστρακισμός: η ίδια η χώρα δεν αναζήτησε το πώς να διαθέσει ορθολογικά και προς το συμφέρον όλης της κοινωνίας (και της χώρας) το επιστημονικό (ικανό) δυναμικό που παρήγαγε, όπως μηχανικούς – γιατρούς – πληροφορικάριους κ.λπ. Διότι οι ηγεσίες, πολιτικές-πνευματικές, αδιαφορούσαν για τη χώρα και την κοινωνία, αφού η εξάρτηση (και ο μεταπρατισμός) έχει εισχωρήσει μέχρι το μεδούλι τους. Κι άρα κατ’ αυτές απομένει μόνο ένας συμπληρωματικός και αεριτζίδικος τρόπος ύπαρξης της Ελλάδας. Παράλληλα, δεν αναπτύχθηκε καθόλου, και δεν έγινε καμία σχετική προσπάθεια από πουθενά, από κανέναν χώρο, ένα αντίρροπο ιδεολογικό ρεύμα, του τύπου «θέλουμε να προσφέρουμε» στη χώρα και στην κοινωνία, και απόρριψης του τάχα αξιοκρατικού «πρέπει να αμειφθούμε πλουσιοπάροχα για την εργασία που κάνουμε». Σε ποιον να χρεώσουμε αυτήν την έλλειψη; Γιατί δεν υπήρξε ένα τέτοιο ρεύμα; Έπαιξαν ρόλο διεθνείς και πιο συνολικοί όροι (όπως επιστημονισμός, «ανάπτυξη», άτομο κι όχι κοινωνία κ.λπ.), όπως έπαιξαν ρόλο και ειδικοί ελλαδικοί όροι (ο «ευρωπαϊσμός», ο κοσμοπολιτισμός, η υπεροψία των στρωμάτων αυτών προς τη «βλαχιά» της χώρας, η διάβρωση της εθνικής και κοινωνικής συνείδησης, η αδιαφορία για την πορεία της Ελλάδας).

***

Πολλές φορές τίθεται το ερώτημα «τι κάνουμε;». Πρώτα πρέπει να απαντηθεί το ερώτημα πόσο μας ενδιαφέρει πραγματικά να αντιμετωπίσουμε μια εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση, κι έπειτα να απαντήσουμε με ειλικρίνεια στο δεύτερο ερώτημα, τι είμαστε διατεθειμένοι να κάνουμε για να αλλάξουν τα πράγματα. Δεν υπάρχει «κάποιος άλλος» που θα μας λύσει το πρόβλημα. Αν υποθέσουμε ότι απαντάμε κάπως στα δύο αυτά ερωτήματα, πρέπει να αναρωτηθούμε για τη βασιμότητα και τη συμφωνία μας γύρω από τις διαπιστώσεις και εκτιμήσεις για την σε εξέλιξη κατάσταση. Μόνο αφού γίνουν αυτά τα διαβήματα μπορούμε με κάποια σοβαρότητα να απαντήσουμε στο ερώτημα «τι κάνουμε;». Αλλά γι’ αυτό το ζήτημα θα χρειαστεί να επανέλθουμε διεξοδικότερα.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!