Οι πολιτικές ελίτ της χώρας έχουν πετύχει κάθε προφανές στην παγκόσμια διπλωματική ιστορία. Έχουν εκχωρήσει το δικαίωμα στους «συμμάχους» της να αξιοποιούν τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας, ακόμα και αυτή την εδαφική της ακεραιότητα, ως διαπραγματευτικά εργαλεία των προσπαθειών Ουάσιγκτον και Βερολίνου να διατηρήσουν την Τουρκία στο τροχιά των, ενίοτε και αντικρουόμενων, συμφερόντων τους.
Η Γερμανία, που ασκεί την προεδρία της Ε.Ε. αυτό το εξάμηνο, έχει θέσει ως μέγιστη προτεραιότητα την υπέρβαση όλων των δυσκολιών που καθυστερούν την αποκατάσταση των ευρω- τουρκικών σχέσεων και την ανάδειξη της Άγκυρας σε στρατηγικό εταίρο της Ε.Ε. Οι ΗΠΑ με τη σειρά τους ανέχονται τις «ιδιοτροπίες» Ερντογάν και ιδιαίτερα τα ανοίγματα του στη Ρωσία εκτιμώντας ότι η συνοχή της Ν.Α. πτέρυγας του ΝΑΤΟ και η παραμονή της Τουρκίας στο δυτικό «μαντρί» την κυρίαρχη επιλογή. Αν το τίμημα της ικανοποίησης αυτών των επιλογών είναι ο ακρωτηριασμός της Ελλάδας τους είναι παντελώς αδιάφορο. Άλλωστε η προθυμία με την οποία όλες η πτέρυγες της αστικής πολιτικής συναινούν στις δυτικές προτροπές για εξευμενισμό του Ερντογάν και αποδέχονται τις πιέσεις για συνομιλίες παράδοσης κυριαρχικών δικαιωμάτων καθιστούν την «δουλειά» τους πιο εύκολη. Σήμερα βρισκόμαστε στην τελική ευθεία αυτής της διαδρομής εμφανίζονται στη πρώτη γραμμή των εξελίξεων οι σημιτικές προτροπές για αποδοχή «επώδυνων συμβιβασμών».
Διπλωματία με στόχο την αποφυγή εξευτελισμού
Η έντονη κινητικότητα της ελληνικής διπλωματίας, του πρωθυπουργού και του υπουργού Εξωτερικών Ν. Δένδια, ακόμα και αυτές τις κρίσιμες στιγμές δεν διαφέρει σε τίποτα από όσα γίνονταν τις τελευταίες δεκαετίες. Η ελληνική πλευρά προσέφυγε σε ΗΠΑ, ΟΗΕ, Ε.Ε. ζητώντας στήριξη και αλληλεγγύη μπροστά στην επιθετικότητα της Τουρκίας. Αλλά δηλώσεις στήριξης δεν ήρθαν ποτέ. Το αμερικάνικο υπουργείο Εξωτερικών δήλωσε υποκριτικά την ανησυχία τους για τις εντάσεις στην περιοχή τονίζοντας ότι αυτές συμβαίνουν σε «αμφισβητούμενα ύδατα της Ν.Α. Μεσογείου». Η ελληνική πλευρά δεν έκανε καμιά κίνηση διαμαρτυρίας προς Στέιτ Ντιπάρτμεντ θυμίζοντας τις προβλέψεις του Δικαίου των θαλασσών στη ρύθμιση του καθορισμού της εκμετάλλευσης των θαλάσσιων ζωνών μεταξύ όμορων χωρών. Αρκέστηκε να προβάλει καθησυχαστικά τις δηλώσεις του απερχομένου Αμερικάνου πρέσβη Πάιατ που, χωρίς αντίκρισμα, «χαϊδεύει αυτιά» αναφερόμενος στο δικαίωμα των νησιών σε ΑΟΖ. Άλλωστε την επίσημη αμερικάνικη θέση επιβεβαίωσε ο Αμερικανός υφυπουργός Εξωτερικών, Φίλιπ Ρίκερ, που κατά τη διάρκεια τριήμερη επίσκεψη στις Βρυξέλες επανέλαβε ότι «οι ΗΠΑ είναι βαθιά ανήσυχες για τα ανακοινωθέντα σχέδια της Τουρκίας να ερευνήσει για φυσικούς πόρους σε περιοχές όπου Ελλάδα και Κύπρος διεκδικούν δικαιοδοσία» και συνέστησε «οι φίλοι και οι σύμμαχοί μας στην περιοχή να προσεγγίσουν αυτά τα ζητήματα με πνεύμα συνεργασίας».
Είναι ερώτημα αν υπάρχει άλλη χώρα στο κόσμο που αποδέχεται αδιαμαρτύρητα συστάσεις «συνεργασίας» με επίδικο την κυριαρχία και την εδαφική της ακεραιότητα.
Κατ’ ανάλογο τρόπο η ελληνική διπλωματία αρκέστηκε σε ενημέρωση του γ.γ. του ΟΗΕ αποφεύγοντας να καταγγείλει την πολιτική της Τουρκίας ως υπεύθυνη για τη διασάλευση της ειρήνης στην περιοχή. Στην πραγματικότητα η μεθόδευση της «προσφυγής» στον ΟΗΕ υπονομεύει τα όποια περιθώρια εμπλοκής της Γαλλίας και της Ρωσίας, μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας, καθιστώντας πολιτικά ακίνδυνη την κίνηση για τις επεκτατικές βλέψεις της Άγκυρας.
Η ευρωπαϊκή στάση
Απόλυτη ψυχρολουσία ήταν η στάση της Γερμανικής Ευρώπης. Η μυστική διπλωματία που εγκαινίασε το Βερολίνο για επιτάχυνση της αποκατάστασης ευρω-τουρκικών σχέσεων και ανάδειξη της Τουρκίας ως στρατηγικού εταίρου της Ε.Ε. εκφράστηκε με το πιο ορατό τρόπο μπροστά στην πολεμική κλιμάκωση των τουρκικών διεκδικήσεων. Αρκέστηκε σε δηλώσεις «ανησυχίας», συνέστησε ψυχραιμία και κάλεσε τις δύο πλευρές να «προσφύγουν» στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης ως λύση του προβλήματος. Το Βερολίνο δεν κρύβει ότι θεωρεί τις ελληνοτουρκικές διαφορές ως αναχρονισμό και «βαρίδι » στους σχεδιασμούς που έχει για την περιοχή. Αντιλαμβανόμενο την αποχώρηση των ΗΠΑ από την περιοχή ως ευκαιρία ενίσχυσης του ρόλου και της παρουσίας της Γερμανίας σε Βαλκάνια, Μέση Ανατολή και Αφρική προσδοκά στην σύσφιξη των σχέσεων της με την Τουρκία ως αναγκαίο όχημα εμπέδωσης της ηγεμονίας της αλλά και όρθωσης εμποδίων στις αντίστοιχες επιδιώξεις της Γαλλίας. Η Ελλάδα των προθύμων «άνετα» μπορεί να αναδειχθεί σε «Ιφιγένεια» των τεράστιων υπόγειων ή φανερών συγκρούσεων ανακατανομής της γεωπολιτικής ισχύος στην περιοχή. Άλλωστε η Ελλάδα με την στάση της διευκολύνει τον επιδιωκόμενο στόχο. Η ανώδυνη και ανιαρή εμμονή των Αθηνών στο αίτημα για επιβολή, ακαθόριστων ακόμα, κυρώσεων και αυτό στην περίπτωση που η Άγκυρα κλιμακώσει τις προκλήσεις της, την κατατάσσει στις προβλέψιμες, και άρα εύκολα αντιμετωπίσιμες, χώρες.
Η ελληνική πλευρά δεν δίστασε να απευθύνει έκκληση «κατανόησης» και από τη Ρωσία. Να θυμίσουμε ότι μόλις την προηγούμενη βδομάδα ελληνικά πολεμικά πλοία συμμετείχαν σε νατοϊκή άσκηση περικύκλωσης της Ρωσίας στη Μαύρη Θάλασσα ενώ από το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης νατοϊκοί στρατιώτες και υλικό προωθούνται στη Ρουμανία για αντίστοιχη άσκηση. Η απάντηση της ρωσικής διπλωματίας «βρείτε τα με την Τουρκία» θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί πραγματικά «ήπια».
Αξιοποίηση της αδιαφορίας
Το ελληνικό πολιτικό σύστημα εισπράττει την αδιαφορία που αρμόζει σε προβλεπόμενους και πειθήνιους αποδέκτες των προτροπών της δυτικής συμμαχίας. Σήμερα επικαλείται το λεγόμενο διεθνές αρνητικό κλίμα την ίδια στιγμή που για δεκαετίες παρέμενε απολύτως αδρανής για να το αλλάξει. Σήμερα αξιοποιεί τη διεθνή αδιαφορία ή και ανοχή στις τουρκικές βλέψεις σε βάρος της χώρας ως άλλοθι αλλά και μέσο εκφοβισμού του λαϊκού παράγοντα, ώστε να δικαιολογήσει, ανώδυνα για την κυριαρχία του, για την αποδοχή τετελεσμένων σε βάρος της χώρας. Θέτει ως κύριο στόχο και εκλιπαρεί για στήριξη που θα αποτρέψει να οδηγηθεί στην υπογραφή ενός «εξευτελιστικού συμβιβασμού» με πρόσχημα να αποτραπεί μια πολεμική αναμέτρηση. Τίποτα από τα δυο δεν είναι σίγουρο. Κυρίως όσο στέλνει μήνυμα ότι όσο πιο πολύ πιέζεται τόσο πιο πρόθυμα υποχωρεί…