Η τεράστια καταστροφή που προκάλεσε ο πρόσφατος σεισμός στην Τουρκία, πέρα από το κύμα αλληλεγγύης της ελληνική κοινωνία, προκάλεσε και μια –προσωρινή– εξομάλυνση των σχέσεων Ελλάδας και Τουρκίας. Οι εικόνες των υπουργών Εξωτερικών των δύο χωρών να αγκαλιάζονται και να συνομολογούν πως δεν θα έπρεπε να χρειάζεται μια τεράστια καταστροφή για να βελτιωθούν οι σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας, σε συνδυασμό με τα αντίστοιχα δημοσιεύματα και στις δύο χώρες, που έκαναν λόγο για αλλαγή σελίδας, αλλά και οι σχετικές δηλώσεις των ΗΠΑ, έδωσαν σε πολλούς ελπίδα και θύμισαν το μακρινό πια 1999, όπου για πρώτη φορά ακούστηκε ο όρος «διπλωματία των σεισμών». Τότε, έπειτα από την κρίση των Ιμίων το 1996, οι μεγάλοι σεισμοί του 1999 σε Τουρκία και Ελλάδα αποτέλεσαν αφορμή για να μειωθεί η ένταση μεταξύ των δύο χωρών – είναι η περίοδος της διατεταγμένης, από τις ΗΠΑ, ελληνοτουρκικής φιλίας.
ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ όμως κάτι τέτοιο να συμβεί και σήμερα, είναι δηλαδή η λεγόμενη «διπλωματία των σεισμών» και η υπερατλαντικά διατεταγμένη φιλία το κλειδί για να λυθεί αυτό το κρίσιμο πρόβλημα;
Αρχικά, θα πρέπει να διευκρινιστεί πως η αποστολή ανιδιοτελούς βοήθειας από τη χώρα μας, με κάθε τρόπο και σύμφωνα με το αίσθημα αλληλεγγύης του λαού μας, είναι κάτι παραπάνω από αναγκαία. Δεν αφορά το αν κάτι τέτοιο θα μας ωφελήσει μακροπρόθεσμα, αφορά τις σχέσεις που μπορούν να έχουν οι λαοί μεταξύ τους και το ήθος που μπορεί να δείξει ένας λαός σε μια κρίσιμη στιγμή. Αυτές οι κινήσεις –όχι μόνο οι θεσμικές αλλά και η πρωτοβουλιακές–, εγγράφουν κάτι στην Ιστορία, τη «μνήμη» των λαών και των μεταξύ τους σχέσεων. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα και τη –σε βάθος χρόνου– εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών, ή όπως πολλοί έσπευσαν να δηλώσουν, την ολοκληρωτική επανατοποθέτηση της Τουρκίας στη Δύση.
Τα διάφορα επιτελεία σε Ελλάδα, Τουρκία και ΗΠΑ θεωρούν ότι ανοίγει ο δρόμος για «πολιτισμένες» παραχωρήσεις, από τη μεριά της χώρας μας, στο πλαίσιο της διατήρησης του καλού κλίματος, όπως είναι π.χ. η συνεκμετάλλευση του Αιγαίου
Σήμερα η κατάσταση είναι πιο σύνθετη και διαμεσολαβείτε από περισσότερους παράγοντες. Καταρχήν, ο πόλεμος στην Ουκρανία, έχει αλλάξει κατά πολύ τα δεδομένα και η νέα κατάσταση που έχει επιφέρει στο γεωπολιτικό τοπίο έχει αυξήσει τον ρόλο αλλά και τις βλέψεις της Τουρκίας. Επιπλέον, ο δυτικός άξονας, υπό την ηγεμονία των ΗΠΑ, έχει δείξει πως είναι έτοιμος να προσφέρει διάφορα ανταλλάγματα στην Τουρκία προκειμένου να συγκρατηθεί στο δυτικό στρατόπεδο και αυτά δυστυχώς αφορούν παραχωρήσεις σε βάρος της Ελλάδας και της Κύπρου. Αυτός ο παράγοντας είναι κρίσιμος και δεν μπορεί να συμψηφιστεί με το παρελθόν, καθώς τώρα η πίεση για «οποιαδήποτε συμφωνία» από μεριάς των ΗΠΑ είναι σημαντικά αυξημένη αλλά και η γεωπολιτική ένταση και η θέση που έχει πάρει η χώρα μας στο ΝΑΤΟ (προκεχωρημένο φυλάκιο), δυσχεραίνουν τα πράγματα και αφήνουν την Ελλάδα να γέρνει επικίνδυνα προς τις επιθυμίες των ΗΠΑ και τις ορέξεις της Τουρκίας. Παράλληλα, το νεο-οθωμανικό αφήγημα της Τουρκίας έχει για αυτήν στρατηγικό βάθος και μέχρι σήμερα έχει συνοδευτεί από εισβολές σε γειτονικά κράτη, την υποστήριξη πολέμων, την αποστολή στρατιωτικών δυνάμεων στη Λιβύη, την αύξηση της έντασης με Ελλάδα και Κύπρο μέχρι τα πρόθυρα ενός πολεμικού επεισοδίου αλλά και την υπογραφή συμφωνιών, όπως το τουρκολιβυκό μνημόνιο, που στοιχειοθετούν τη στρατηγική της «Γαλάζιας Πατρίδας». Αυτά δεν είναι ίδια με το 1999 και δεν μπορούν έτσι απλά να παρακαμφθούν ως μη γενόμενα.
ΑΚΟΜΗ όμως και αυτές καθαυτές οι «διαφορές» των δύο χωρών είναι σήμερα αυξημένες. Μπορεί μεν οι ελληνικές κυβερνήσεις να μιλούν μονάχα για τις θαλάσσιες ζώνες, το ίδιο όμως δεν ισχύει και για την Τουρκία, η οποία επίσημα κάνει λόγο για κατεχόμενα νησιά, αποστρατιωτικοποίηση των νησιών, τουρκική μειονότητα στη Θράκη, δύο κράτη στην Κύπρο, ενώ ακόμη και στις θαλάσσιες ζώνες η προσέγγιση της Άγκυρας είναι έξω και πέρα από το διεθνές δίκαιο και ουσιαστικά δεν αναγνωρίζει ελληνική κυριαρχία στα νησιά του Αιγαίου. Εν ολίγοις οι σημερινές «διαφορές» συμπυκνώνονται στο ότι ζητούνται μεγάλες παραχωρήσεις από Ελλάδα και Κύπρο σε σημαντικά ζητήματα, πράγμα που μέχρι τώρα γινόταν και υπό την πίεση της απειλής ενός πολεμικού επεισοδίου. Μια τέτοια ατζέντα δεν αλλάζει από τη μια μέρα στην άλλη, όπως βέβαια δεν αλλάζει και η λογική του κατευνασμού που ακολουθούν οι ελληνικές κυβερνήσεις τα τελευταία χρόνια.
Ο ΛΟΓΟΣ που χαίρονται τα διάφορα επιτελεία είναι ότι πιθανόν να εξασφαλίζουν μια μικρή παράταση χρόνου, μια πρόσκαιρη περίοδο νηνεμίας και παράλληλα ότι ανοίγει ο δρόμος για «πολιτισμένες» παραχωρήσεις στο πλαίσιο της διατήρησης του καλού κλίματος, όπως είναι π.χ. η συνεκμετάλλευση του Αιγαίου. Όμως σε κάθε περίπτωση πρόκειται για παραχωρήσεις ελληνικής κυριαρχίας και ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων που θα μπορούν να πλασαριστούν πιο εύκολα ως «τελικές» λύσεις, με τις ευχές πάντοτε και των ΗΠΑ, και θα σερβιριζόντουσαν στην ελληνική κοινωνία σαν πιο ευκολοχώνευτες. Ακόμη και για όσους θεωρούν πως βρισκόμαστε σε μια στιγμή όπου το ζήτημα μπορεί να κλείσει δίνοντας «τα λιγότερα δυνατά», θα πρέπει να θυμίσουμε πως η λογική παραχωρήσεων στα πλαίσια του κατευνασμού έχει αποδειχθεί και ιστορικά αλλά και στο πλαίσιο των ελληνοτουρκικών σχέσεων αδιέξοδη, αφού όχι απλά δεν κλείνει το ζήτημα αλλά πετυχαίνει το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή την αύξηση της πίεσης προς τη χώρα σε βάθος χρόνου.