Επιμέλεια: Γιάννης Σχίζας
Η τοξική επίδραση των φυτοφαρμάκων στις μέλισσες και σε άλλους επικονιαστές διπλασιάστηκε σε μία δεκαετία, σύμφωνα με νέα έρευνα, παρά την πτώση της ποσότητας των φυτοφαρμάκων που χρησιμοποιούνται. Τα σύγχρονα φυτοφάρμακα έχουν πολύ χαμηλότερη τοξικότητα σε ανθρώπους, άγρια θηλαστικά και πουλιά, και εφαρμόζονται σε χαμηλότερες ποσότητες, αλλά είναι ακόμη πιο τοξικά για τα ασπόνδυλα.
Η νέα μελέτη δείχνει ότι η υψηλότερη τοξικότητα υπερτερεί των χαμηλότερων ποσοτήτων που χρησιμοποιούνται, οδηγώντας σε μια πιο θανατηφόρο συνολική επίδραση στους επικονιαστές και στα υδρόβια έντομα όπως οι λιβελούλες. Παράλληλα, αποδείχθηκε ότι η τοξική επίδραση των φυτοφαρμάκων που χρησιμοποιούνται στις γενετικά τροποποιημένες καλλιέργειες (ΓΤΚ) παραμένει ίδια με εκείνη των συμβατικών, παρά τους ισχυρισμούς ότι οι ΓΤΚ θα μείωναν την ανάγκη για φυτοφάρμακα.
Η έρευνα, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Science, βασίστηκε στη χρήση και στην τοξικότητα 380 φυτοφαρμάκων που χρησιμοποιήθηκαν στις ΗΠΑ από το 1992 έως το 2016. Οι επιστήμονες δήλωσαν ότι παρόμοια τάση χαμηλότερου όγκου αλλά μεγαλύτερης τοξικής επίδρασης είναι πιθανή για πολλές περιοχές του κόσμου, ωστόσο τα ανοικτά δεδομένα για τη χρήση φυτοφάρμακων δεν είναι διαθέσιμα στην Ε.Ε., στη Λατινική Αμερική, στην Κίνα ή στη Ρωσία. Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν δεδομένα της κυβέρνησης των ΗΠΑ σχετικά με τη χρήση φυτοφαρμάκων και το επίπεδο τοξικότητας κάθε χημικής ουσίας, για να έχουν ένα μέτρο της «συνολικής εφαρμοσμένης τοξικότητας». Αυτό επέτρεψε την αξιολόγηση των αλλαγών με την πάροδο του χρόνου. Διαπίστωσαν ότι η αντικατάσταση των οργανοφωσφορικών και καρβαμιδικών εντομοκτόνων μείωσε τη συνολική τοξικότητα στα θηλαστικά και στα πτηνά.
«Οι ενώσεις που είναι ιδιαιτέρως τοξικές για τα σπονδυλωτά έχουν αντικατασταθεί από ενώσεις με λιγότερη τοξικότητα και αυτό είναι πράγματι μια επιτυχία», δήλωσε ο καθηγητής Ραλφ Σουλτς, του Πανεπιστημίου Κόμπλεντς και Λαντνάου στη Γερμανία, ο οποίος ηγήθηκε της έρευνας. «Ταυτόχρονα όμως, τα φυτοφάρμακα έγιναν πιο εξειδικευμένα και, δυστυχώς, πιο τοξικά για ορισμένους μη στοχοποιημένους οργανισμούς, όπως οι επικονιαστές και τα υδρόβια ασπόνδυλα». Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι πυρεθροειδείς και νεονικοτινοειδείς ενώσεις, που πλέον χρησιμοποιούνται, είναι πιο τοξικές για τα ζώα αυτά. Ο κίνδυνος για την εξαφάνιση των μελισσών οδήγησε την Ε.Ε. να απαγορεύσει την εξωτερική χρήση ορισμένων νεονικοτινοειδών εντομοκτόνων. Οι επιστήμονες δήλωσαν ότι ο αντίκτυπος στα έντομα θα μπορούσε να έχει επιπτώσεις και σε άλλα μέλη του ζωικού βασιλείου, όπως τα πουλιά, ενώ ανέφεραν επίσης πως η έλλειψη δημόσιων δεδομένων για τα φυτοφάρμακα σε πολλά μέρη «δυνητικά κρύβει έναν καθοριστικό παράγοντα της παγκόσμιας μείωσης της βιοποικιλότητας».
Πηγή: Καθημερινή
Ιαπωνία: Στη θάλασσα το μολυσμένο νερό από τα πυρηνικά
Η Ιαπωνία αποφάσισε να απορρίψει στη θάλασσα το μολυσμένο νερό από τον πυρηνικό σταθμό παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας της Φουκουσίμα.
Η κυβέρνηση του πρωθυπουργού Γιοσιχίντε Σούγκα προβλέπει να ανακοινώσει την απόφαση ήδη την ερχόμενη Τρίτη, σύμφωνα με το πρακτορείο Jiji και το δημόσιο τηλεοπτικό δίκτυο NHK.
Με την απόφαση αυτή αναμένεται να δοθεί τέλος σε συζητήσεις επτά ετών για τον τρόπο απόρριψης του νερού αυτού, που προέρχεται από βροχές, υπόγεια ύδατα ή είχε χρησιμοποιηθεί για να ψυχθούν οι πυρήνες αντιδραστήρων του σταθμού μετά την καταστροφή της 11ης Μαρτίου 2011.
Το νερό που πρόκειται να απορριφθεί σε αυτήν την επιχείρηση, η οποία αναμένεται να διαρκέσει αρκετά χρόνια, έχει φιλτραριστεί πολλές φορές για να απαλλαγεί από την πλειονότητα των ραδιενεργών του ουσιών, αλλά όχι από το τρίτιο, το οποίο δεν μπορεί να εξαλειφθεί με τις τρέχουσες πρακτικές.
Αυτό θα αραιωθεί ώστε να ανταποκρίνεται στα διεθνή πρότυπα, διευκρίνισε το NHK.
Οι πληροφορίες αυτές βλέπουν το φως της δημοσιότητας έπειτα από συνάντηση που είχε την Τετάρτη ο πρωθυπουργός Σούγκα με τον επικεφαλής της ομοσπονδίας συνεταιρισμών αλιέων της Ιαπωνίας Χιρόσι Κίσι. Μετά τη συνάντηση, ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε ότι θα ληφθεί μια απόφαση «στο προσεχές μέλλον».
Περίπου 1,25 εκατομμύριο τόνοι μολυσμένου νερού βρίσκονται σήμερα αποθηκευμένοι σε περισσότερες από χίλιες δεξαμενές κοντά στον πυρηνικό σταθμό στον οποίο σημειώθηκε το δυστύχημα πριν από δέκα χρόνια στη βορειοανατολική Ιαπωνία.
Η λήψη μιας απόφασης καθίσταται ακόμη πιο επείγουσα καθώς οι δυνατότητες αποθήκευσης του νερού που βρίσκεται εκεί μπορεί να φτάσουν στα όριά τους ήδη το φθινόπωρο του 2022.
Στις αρχές του 2020, εμπειρογνώμονες εντεταλμένοι από την κυβέρνηση συνέστησαν την απόρριψη στη θάλασσα, μια πρακτική που ήδη υφίσταται στην Ιαπωνία και στο εξωτερικό σε ενεργές πυρηνικές εγκαταστάσεις.
Η επιλογή αυτή που προτάσσεται έναντι άλλων σεναρίων, όπως η εξάτμιση στον αέρα ή μια μόνιμη αποθήκευση, αμφισβητείται πολύ από τους αλιείς και τους γεωργούς της Φουκουσίμα, οι οποίοι φοβούνται ότι αυτό θα υποβαθμίσει επιπλέον την εικόνα των προϊόντων τους στους καταναλωτές.
Πηγή: ΑΠΕ_ΜΠΕ
Ο πρώτος χάρτης
Μια σπουδαία αποκάλυψη έκαναν ερευνητές, σύμφωνα με τους οποίους, μια πέτρινη πλάκα πάνω στην οποία είναι χαραγμένες περίπλοκες γραμμές και μοτίβα που χρονολογούνται από την «Εποχή του Χαλκού» είναι ο παλαιότερος χάρτης της Ευρώπης.
Χρησιμοποιώντας τρισδιάστατες έρευνες και φωτογραμμετρία υψηλής ανάλυσης, οι ερευνητές επανεξέτασαν την πλάκα Saint-Bélec, ένα λαξευμένο και μερικώς σπασμένο κομμάτι πέτρας που ανακαλύφθηκε το 1900 αλλά ξεχάστηκε για σχεδόν έναν αιώνα.
Ερευνητές λένε ότι η πρόσφατη μελέτη της πέτρας αποκάλυψε ότι είναι η παλαιότερη χαρτογραφική απεικόνιση γνωστού εδάφους στην Ευρώπη.
Η πλάκα, με τα περίπλοκα ανάγλυφα και διάσπαρτα μοτίβα, είχε μια ενδιαφέρουσα πορεία: η ανασκαφή της έγινε από έναν τάφο στη δυτική Βρετάνη, ενώ οι ειδικοί εκτιμούν ότι έχει ξαναχρησιμοποιηθεί σε μια αρχαία ταφή προς το τέλος της πρώιμης Εποχής του Χαλκού (μεταξύ 1900 και 1640 π.Χ.), ως τοιχίο σε ένα μικρό κουτί που περιείχε ανθρώπινα υπολείμματα. Τη στιγμή της ανασκαφής, η πλάκα μήκους σχεδόν τεσσάρων μέτρων, ήταν ήδη σπασμένη και έλειπε το πάνω μέρος της.
Το 1900, μεταφέρθηκε σε ιδιωτικό μουσείο, και μέχρι τη δεκαετία του 1990, αποθηκεύτηκε στο Εθνικό Μουσείο Αρχαιολογίας στο κάστρο του Saint-Germain-en-Laye, κάπου στην τάφρο του κάστρου. Το 2014, ανακαλύφθηκε εκ νέου σε ένα από τα κελάρια του μουσείου.
Κατά τη μελέτη της πλάκας, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα ανάγλυφα έμοιαζαν με χάρτη, με επαναλαμβανόμενα μοτίβα που ενώνονταν με γραμμές.
Παρατήρησαν ότι η επιφάνειά της ήταν σκόπιμα σε σχήμα 3D για να αντιπροσωπεύει μια κοιλάδα, με γραμμές στην πέτρα που πιστεύεται ότι απεικονίζουν ένα δίκτυο ποταμών.
Η ομάδα παρατήρησε ομοιότητες μεταξύ των χαρακτικών και των στοιχείων του τοπίου της δυτικής Βρετάνης, με το έδαφος που απεικονίζεται στην πλάκα να φαίνεται να δείχνει μια περιοχή περίπου 19 μιλίων, κατά μήκος του ποταμού Οντέτ.
Ο Κλέμεντ Νίκολας, μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Πανεπιστήμιο του Bournemouth και επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, δήλωσε στο CNNi ότι η ανακάλυψη «επισημαίνει τις χαρτογραφικές γνώσεις των προϊστορικών κοινωνιών».
Ωστόσο, υπάρχουν ακόμα πολλά αναπάντητα ερωτήματα, συμπεριλαμβανομένου του γιατί η πλάκα έσπασε εξαρχής.
«Η πλάκα του Saint-Bélec απεικονίζει το έδαφος μιας ισχυρά ιεραρχικής πολιτικής οντότητας που είχε υπό αυστηρό έλεγχο ένα έδαφος στην αρχή της Εποχής του Χαλκού, και το σπάσιμό της μπορεί να υποδεικνύει καταδίκη και αποσυγκέντρωση», δήλωσε ο Νίκολας.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο γαλλικό περιοδικό Bulletin de la Société préhistorique française.