Μιὰ Ὄψη τῆς «Τιμῆς» τους
«Καὶ μοναχὰ ἡ τιμὴ τοὺς ἀπομένει» (Κ.Γ.Κ.).
Γράφει ο Δημήτρης Αρμάος*
Τῶν δημοσίων ὑπαλλήλων ἡ τραγικὴ θέση σήμερα ἔχει ἀπασχολήσει ἤδη τὴ δημοσιότητα καὶ θὰ τὴν ἀπασχολήσει κι ἄλλο στὸ μέλλον. Πόλος συζήτησης, ποὺ προάγεται μὲ τοὺς πιὸ βάρβαρους αὐτοματισμοὺς ἐξαιτίας τῶν μνημονιακῶν πληγμάτων ἀνὰ συντεχνία (μὰ σὲ ὅλες τὶς συντεχνίες), παραμένουν ἡ χρησιμότητα («ἀπαραίτητοι», «ἄξιοι», «ἀνάξιοι», μὲ ποσοστά) καὶ τὰ προνόμιά τους. Ὡς παρακολούθημα ἔρχονται τὰ προσόντα τους (τρόποι διορισμοῦ, ἀντιστοιχία μὲ τὰ ζητούμενα, ἀξιοκρατία κ.τ.π.). Ἔχει, ὅμως, νόημα νὰ σταθοῦμε λίγο προσεχτικότερα πάνω στὸ πῶς καὶ τὸ γιατί καταλήγει κάποιος νὰ γίνει δημόσιος ὑπάλληλος. Ἀπ’ αὐτὸ μποροῦμε ἴσως νὰ κρίνουμε πιὸ νηφάλια καὶ τὸ ἦθος τῆς τάξης αὐτῆς, ποὺ τελεῖ ὑπὸ ἀμφισβήτηση, καὶ ὄχι μόνο ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας.
Ἀείποτε θεμελιῶδες κριτήριο ἔνταξης στὸν δημόσιο τομέα θεωρεῖτο ἡ «ἀσφάλεια». Ὅπως κι ἂν ἀναλύεται αὐτή: κατοχυρωμένα ἐδῶ κι ἕναν αἰώνα περίπου στὴν Ἑλλάδα ἐργασιακὰ δικαιώματα, μονιμότητα, σταθερότητα ἀπολαβῶν – τέτοια πράγματα. Ἂς ἀφήσουμε κατὰ μέρος προσώρας τὴν ὁλομέτωπη ἐπίθεση ποὺ δέχονται ὅλα αὐτά. Σὲ συνθῆκες «ὑγιοῦς» καπιταλισμοῦ, ἢ μὲ «αὐτοπεποίθηση», παρόμοιων προνομίων δὲν στεροῦνταν ἐντελῶς μήτε καὶ οἱ ἰδιωτικοὶ ὑπάλληλοι. Ἐκεῖνοι ποὺ δὲν τὰ εἶχαν ἦταν οἱ ἐλεύθεροι μικροεπαγγελματίες καὶ οἱ «ἐλευθέρας βοσκῆς» διανοούμενοι καὶ καλλιτέχνες χωρὶς πρόσβαση στὰ χρηματιστήρια ἢ τὶς «αὐλὲς» τῶν χώρων ἀναφορᾶς τους.
Ἡ ἀσφάλεια τοῦ Δημοσίου, ὡστόσο, ἦταν ἀσύγκριτη, ἂν καὶ ὡς συνθήκη δὲν ἦταν ἄμοιρη στιγματισμοῦ, δεδομένου ὅτι τὰ ἔσοδα ἑνὸς ὑπαλλήλου ἐκεῖ, πλὴν ἐξωφρενικῶν ἀλλὰ ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων, οὐδέποτε ὑπῆρξαν στοιχειωδῶς ἱκανοποιητικά («γλίσχρος» μισθὸς τῶν 3+60), ἐνῶ τὴν παρουσία του στὸν τριτογενὴ τομέα (ὑπηρεσίες) συνόδευε πάντα (ὄχι χωρὶς ἔρεισμα) ἡ συλλογικὴ ὑποψία τῆς ραστώνης (ἀχρηστία, ἥσσων προσπάθεια, ἀνεμελιὰ «μέσα» κι «ἔξω» ἀπὸ τὸ ὡράριο, ἄδειες, διακοποῦλες κ.λπ.). Γιατί, λοιπόν, ἕνας ἱκανὸς ἄνθρωπος νὰ διαλέξει μιὰ τέτοια «ἀσφάλεια» φαλκιδευμένη ἀπὸ οἰκονομικὴ καχεξία καὶ κοινωνικὴ ἀνυποληψία;
Ἀφήνοντας ἀπ’ ἔξω κακοήθειες τοῦ στὶλ «γιατὶ δὲν ἔκανε γιὰ τίποτα περισσότερο» (εἴπαμε: «ἱκανός»), οἱ ὀφθαλμοφανεῖς ἀπαντήσεις ποικίλλουν: Γιατὶ ἡ χώρα ἦταν κατώτερη ἀπὸ τὰ τέκνα της. Γιὰ νὰ ἔχει ἥσυχο τὸ κεφάλι του. Γιατὶ ἤθελε νὰ κάνει καὶ οἰκογένεια. Γιατὶ, ἐπιτέλους, «βγαίνει» ὁ συμψηφισμός! – Παρὰ τὸ ὀρθολογικὸ κύρος ποὺ ἀπονέμει σὲ ἀπαντήσεις σὰν αὐτὲς τὸ «οἰκονομικό» τους ἀντίκρισμα καὶ ἡ ἄμεση ἐπαληθευσιμότητά τους σὲ κοινωνικὸ ἐπίπεδο, στὶς ἐπιλογὲς τοῦ εἴδους λανθάνει καὶ μιὰ διάσταση καθαρὰ ἰδιοσυγκρασιακή, ἡ ὁποία συστηματικὰ παρορᾶται.
Ἐπιλέγει κανεὶς τὸν δημόσιο τομέα ὡς ὑπάλληλος καὶ μέσω μιᾶς ἄλλης ἀναγωγῆς σὲ ἄτοπο: Ἐξαιτίας τῆς ἀπόστασής του ἀπὸ τὴν κερδοσκοπία. Μπορεῖ τούτη ἡ παράμετρος, κοντὰ στὶς ἄλλες, νὰ ἰσχύει σὲ πολλῶν τὶς περιπτώσεις, σὲ κάποιων ὅμως (κι ὄχι λίγων, ὅσο κι ἂν δὲν θέλουμε νὰ τὸ παραδεχτοῦμε) εἶναι ἡ καθοριστική. Ἂς ἐπιμείνουμε λοιπόν.
Αὐτὴ ἡ μορφὴ δημοσίου ὑπαλλήλου εἶναι τὸ συγκαιρινό μας ἀντίστοιχο τοῦ κτηνοτρόφου καὶ τοῦ καλλιεργητῆ σὲ μακρινέεεες ἐποχὲς τυχοδιωκτισμοῦ καὶ κατακτήσεων. (Γιὰ λόγους ἐργονομικοὺς τουλάχιστον, ἂς μείνουν ἔξω ἀπὸ τὸ σχῆμα μας οἱ τεχνίτες καὶ οἱ πάσης φύσεως ἐπικεφαλῆς τῶν κοινοτήτων.) Εἶναι, θὰ ἔλεγε κανείς, ὁ ἀπόλεμος ἄνθρωπος σὲ καιροὺς θυμοῦ, ἀνταγωνισμῶν καὶ συρράξεων.
Νὰ γίνουμε πιὸ ἀκριβεῖς: Ὁ κατ’ ἰδιοσυγκρασία δημόσιος ὑπάλληλος εἶναι ὅ,τι πιὸ ἀπόμακρο ἀπὸ τὸν μεταπράτη, τὸν ἔμπορο, τὸν ἄνθρωπο τῆς συναλλαγῆς. Ἔχει κακὴ σχέση μὲ τὸ χρῆμα, ὅ,τι κι ἂν νομίζει ὁ ἴδιος (ποὺ δὲ νομίζει δηλαδὴ – ἀλλὰ λέμε…). Γι’ αὐτὸ καί, σὲ κάθε «κακοτοπιὰ» τοῦ συστήματος (καλὴ ὥρα), παραλύουν οἱ ἀγωνιστικοὶ-ἀμυντικοὶ μηχανισμοί του. Ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτή, θὰ μποροῦσε νὰ χαρακτηριστεῖ ἄτολμος, δίχως «φιλοδοξίες», μέχρι καὶ «περιθωριακός».
Δὲν εἶναι, ὅμως, χωρὶς ἀξίες. Κάθε ἄλλο. Ἄσχετα μὲ τὸ πῶς διαμορφώνεται ἕνας τέτοιος χαρακτήρας, ὑπερασπίζει τὶς ἐπιλογές του (ἐν προκειμένω, τὶς ἐπαγγελματικές) μὲ βάση ἕναν κώδικα ἔγκυρο καὶ γιὰ τὸ σύνολο, ἕναν ἀπὸ τοὺς συνυπάρχοντες ἐμπάση περιπτώσει μέσα στὶς κοινωνίες μας. Θὰ τὸν ἀποκαλούσαμε: Ἀποστροφὴ πρὸς τὴν Ἐξαπάτηση – μὲ ὅσα ἀπορρέουν ἀπ’ αὐτό: ἀπέχθεια γιὰ τὴ δυστυχία (καὶ) τοῦ ἄλλου, γιὰ τὴν ἀδικία, τὴ ματαίωση, τὸ φόνο κ.λπ. Παρὰ τὰ λεγόμενα δέ, καὶ σὲ συνάρτηση μὲ τὴ βεβαιότητά του ὅτι λειτουργεῖ μέσα σὲ ὀργανωμένη Πολιτεία, ἄτρωτη ἀπὸ τὴν ἀπληστία τῶν λίγων καὶ τὴν πλεονεξία τῶν «ἀγορῶν», σφοδρὴ εἶναι ἡ ἀντιπάθειά του πρὸς τὸν παρασιτισμό – κι ὡς τέτοιον ἐκλαμβάνει κάθε δοσοληψία μακριὰ ἀπὸ τὴν παραγωγὴ τῶν ἀγαθῶν.
Ἁπλοϊκή, παρορμητικὴ καὶ περιδεὴς σκέψη ὄντως, ἀλλὰ σ’ αὐτὴν ἑδράζεται τὸ αἴσθημα «τιμῆς» ποὺ ἀπομένει, κατὰ τὸν ποιητή, ὅταν οἱ θλιβεροί του ἥρωες «ἀνηφορίζουνε τοὺς δρόμους» –ἢ παίρνουνε τὸ ἀστικὸ λεωφορεῖο– γιὰ τὸ σπίτι. Γιὰ τὸν βαθὺ καὶ «γνήσιο» ψυχικὸ τύπο τοῦ δημοσίου ὑπαλλήλου δὲν ὑπάρχουν συναλλακτικὰ ἤθη «χρηστά»: παντοῦ ἐπικρατεῖ ἐκμετάλλευση, ὑπάρχουν μόνο «χαμένοι» καὶ «κερδισμένοι», καὶ δὲν θέλει ν’ ἀνήκει οὔτε στοὺς μὲν οὔτε στοὺς δέ. Σὲ ἐξαιρετικὰ ἠθικὰ μεγέθη μάλιστα, ὁ ἐν λόγω τύπος ἀπαξιώνει εὐθὺς καὶ εὐθέως περιφρονεῖ τὴ σιγουριὰ νὰ ἀνήκει ἀποκλειστικὰ στοὺς δεύτερους. Στοχεύοντας σ’ ἕναν τέτοιο ἀποκλεισμό, τοῦ εἶναι ὑποφερτὸ ἕως καὶ τὸ ἐνδεχόμενο ταπεινώσεών του μέσα στὴν ἀπρόσωπη, συχνὰ «δοτὴ» ἢ ἀλλοπρόσαλλη, γραφειοκρατικὴ ἱεραρχία.
Γι’ αὐτόν, ὁ ἔμπορος ποὺ ἄνοιξε δρόμους στοὺς πολιτισμοὺς εἶναι ἄγνωστο πρόσωπο ἢ ἀμφίβολος θρύλος. Δὲν τοῦ ἀναγνωρίζει τὴ λάμψη τοῦ πολιτισμικοῦ ἥρωα. Ὅπως δὲν ἔχουν λάμψη ἥρωα γενικὰ μὲς στὴ συνείδησή του ὅσοι πολεμιστές, κοντὰ στὰ ἀποδεκτά τους κατορθώματα, συνήργησαν νὰ χυθεῖ ἄδικα ἔστω καὶ μία σταγόνα αἷμα ἢ δάκρυ. Κατὰ τοῦτο, μιλᾶμε γιὰ τὴ συνισταμένη τῆς φιλειρηνικῆς προσωπικότητας – ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἐνσάρκωση τῆς δειλίας, ἀπὸ τὴν πλευρὰ ὅσων βλέπουν σὰν ἀρένα τὴ ζωή, καὶ τῆς διακριτῆς μειοψηφίας τους, ἰδίως, ποὺ ἐνορχηστρώνει τὸν κοινωνικὸ κανιβαλισμὸ τῶν ἡμερῶν μας.
Τὸ φτάσαμε μακριά, ἔ;
Ναί. Ἀλλὰ μὲ τὸ περιθώριο τῆς περιγραφῆς ἑνὸς αὐθεντικοῦ στερεότυπου, οἱονεὶ παραμέτρου τοῦ ἐσωτερικοῦ κόσμου πολλῶν μας, ὅπως ὁ Δὸν Ζουὰν ἢ ὁ Δὸν Κιχότης. Ἂς μὴ γελιόμαστε: ὑπάρχουν ἀρκετοὶ ἀμιγεῖς τύποι δημοσίων ὑπαλλήλων σὰν τὸν παραπάνω μέσα στὰ γραφεῖα μας. Καλή τους «τύχη».
*O Δημήτρης Αρμάος είναι συγγραφέας