Την επόμενη εβδομάδα η κυβέρνηση προβλέπεται να ανακοινώσει το «Εθνικό Σχέδιο για το Δημογραφικό». Το δημογραφικό πρόβλημα, η δημογραφική κρίση, είναι πλέον ένα από τα κεντρικά θέματα για το υπαρξιακό πρόβλημα της Ελλάδας, καθώς αφορά το σύνολο της κοινωνικής και οικονομικής δυνατότητας επιβίωσης της χώρας.
Η ακτινογραφία της δημογραφικής κρίσης στην Ελλάδα
Γρήγορη μείωση πληθυσμού: Οι αριθμοί είναι ζοφεροί, όπως και αν τους εξετάσει κάποιος. Ο πληθυσμός της Ελλάδας από 8,4 εκατ. το 1961 έφτασε τα 11 εκατ. το 2001. Από εκεί και μετά ξεκινά η μείωση, η οποία, αφού έλαβε σημαντικές διαστάσεις στην περίοδο της κρίσης 2010-2021, όταν εγκατέλειψαν τη χώρα 1,17 εκατ. άνθρωποι (ντόπιοι αλλά και μετανάστες), πέρα από τις άλλες συνέπειες που θα περιγράψουμε παρακάτω, συνεχίζει με σημαντικούς ρυθμούς και «μετά την περίοδο των μνημονίων» – όπως αρέσκεται να την προσδιορίζει το πολιτικό σύστημα, χωρίς αυτό φυσικά να ισχύει. Έτσι ο πληθυσμός το 2021 ήταν 10,482 εκατ. άνθρωποι (απογραφή ΕΛΣΤΑΤ), 10,438 εκατ. το 2022 και 10,414 εκατ. το 2023 (στοιχεία, εκτίμηση Eurostat). Προβλέπεται δε να συρρικνωθεί σε 7,777 εκατ. το 2070 (εκτίμηση Eurostat).
Δυσμενής ηλικιακή διάρθρωση: Όσον αφορά την ηλικιακή διάρθρωση, η εικόνα είναι εξίσου ζοφερή, αν όχι χειρότερη. Είμαστε μια χώρα που γερνά με γρήγορους ρυθμούς. Το ποσοστό των ανθρώπων ηλικίας άνω των 80 ετών το 2022 ήταν 7,2% (κατά 1,1 εκατοστιαίες μονάδες υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο). Η διάμεση ηλικία στο σύνολο του πληθυσμού έχει αυξηθεί από 38,7 έτη το 2001 σε 46,1 έτη το 2022 (κατά 2 έτη υψηλότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο), και συνεχίζει να επιδεινώνεται. Η Ελλάδα είναι η τρίτη χώρα στην κατάταξη σε γήρανση στην Ευρώπη έχοντας πάνω από αυτήν την Ιταλία με 48 έτη και την Πορτογαλία με 46,8 έτη. Τα χαμηλότερα επίπεδα διάμεσης ηλικίας είναι στην Κύπρο (38,3 έτη) και στην Ιρλανδία (38,8 έτη). Σημειωτέον ότι και οι δύο αυτές χώρες πέρασαν από τη μνημονιακή κρίση.
Υπογεννητικότητα, αύξηση θανάτων, μετανάστευση: Ως «δημιουργές αιτίες» για αυτές τις δυσμενείς εξελίξεις στο συνολικό μέγεθος του πληθυσμού εμφανίζονται η υπογεννητικότητα και η αύξηση των θανάτων. Το αποτέλεσμα από το συνδυασμό τους είναι η δραματική αρνητική φυσική μεταβολή του πληθυσμού, κοινώς η μείωση. Αν σε αυτή τη μείωση προσθέσουμε και τη μετανάστευση των νέων, ειδικά των πλέον μορφωμένων, η κατάσταση γίνεται σταδιακά τραγική από πολλές πλευρές (που αφορούν το σύνολο της οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας στη χώρα, όχι μόνο την πληθυσμιακή εξέλιξη). Οι γεννήσεις βαίνουν συνεχώς μειούμενες από το 2010 και μετά, όπως φαίνεται από τον πίνακα που δημοσιεύουμε με τίτλο «Εξέλιξη Πληθυσμού Ελλάδας», και οι θάνατοι αυξανόμενοι, με αποτέλεσμα η φυσική μεταβολή του πληθυσμού να είναι διαχρονικά αρνητική και συνεχώς επιδεινούμενη.
Όσον αφορά την υπογεννητικότητα, πρέπει να τη δούμε υπό το πρίσμα των ηλικιών τεκνοποίησης διαχρονικά. Η μέση ηλικία τεκνοποίησης έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία 40 χρόνια. Το 1982 οι περισσότερες γεννήσεις ήταν από ζευγάρια που οι γυναίκες ήταν ηλικίας 20-29 ετών. Το 2002 οι περισσότερες γεννήσεις ήταν από ζευγάρια με γυναίκες ηλικίας 25-34 ετών. Το δε 2022 οι περισσότερες γεννήσεις είναι από ζευγάρια με γυναίκες ηλικίας 30-39 ετών.
Εάν στα νούμερα της φυσικής μεταβολής του πληθυσμού συμπεριλάβουμε και τα στοιχεία της μετανάστευσης στο εξωτερικό, η επιδείνωση δραματοποιείται. Τη σκληρή μνημονιακή περίοδο οι ετήσιες εκροές Ελλήνων μεταναστών ήταν της τάξης των 50.000 ατόμων ετησίως. Συνολικά στην περίοδο 2010-2021 εγκατέλειψαν τη χώρα 1,17 εκατ. άνθρωποι (ντόπιοι αλλά και μετανάστες). Η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων μεταναστών είναι νέα παιδιά, με πανεπιστημιακή μόρφωση και μεταπτυχιακές σπουδές. που αναζητούν διέξοδο σε χώρες της Ε.Ε., καθώς στην Ελλάδα δεν υπήρχε –και δυστυχώς συνεχίζει να μην υπάρχει– μέλλον γι’ αυτούς. Είναι το γνωστό φαινόμενο brain drain που, εκτός από τις άμεσες πληθυσμιακές, έχει τεράστιες αρνητικές επιπτώσεις για το μέλλον της χώρας και της οικονομίας της.
Με όλα αυτά καταλήγουμε, σε επίπεδο αριθμών, σε ένα γηράσκοντα πληθυσμό. Όχι επειδή βελτιώθηκε σημαντικά το προσδόκιμο ζωής, καθώς όπως είδαμε οι θάνατοι είναι συνεχώς αυξανόμενοι, αλλά επειδή αυξάνεται η υπογεννητικότητα και ταυτόχρονα η νεολαία μεταναστεύει στο εξωτερικό.
Όταν το Μαξίμου κοροϊδεύει
Η κυβέρνηση ετοιμάζεται να ανακοινώσει το «Εθνικό Σχέδιο για το Δημογραφικό». Ο πρωθυπουργός, συνεχίζοντας τα επικοινωνιακά του παιγνίδια, δήλωσε στις 14 Μάη: «Το δημογραφικό και η προστασία της ελληνικής οικογένειας είναι προτεραιότητα για εμάς», και διανθίζει τις δηλώσεις του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με φωτογραφίες με παιδιά!
Το πόσο είναι στις προτεραιότητές του καταγράφεται από τα έργα του ίδιου προσωπικά, και της κυβέρνησής του. Ενδεικτικό για ποια οικογένεια μπορούμε να μιλάμε είναι η νέα φτωχοποίηση του λαού λόγω πληθωρισμού, οι ανεπαρκέστατες αυξήσεις στους ονομαστικούς μισθούς, η δραματική υποβάθμιση των κοινωνικών υπηρεσιών και η θεσμοθέτηση νέων χαρατσιών. Σε αυτά προστίθενται και οι τελευταίες κυβερνητικές αποφάσεις για τα εργασιακά. Με όλα αυτά θεσμικά θα στηρίξει την οικογένεια, ή θα επιδεινώσει τα νούμερα που αναφέραμε παραπάνω;
Όταν ο εργαζόμενος θα δουλεύει 13 ώρες την ημέρα, τρέχοντας από τη μία δουλειά στην άλλη για να μπορέσει «να τα βγάλει πέρα», λόγω της εγκληματικής πολιτικής της κυβέρνησης για τις τιμές, τις αμοιβές, τη στεγαστική πολιτική κ.λπ., θα έχει τη δυνατότητα μετά είτε να κάνει οικογένεια, αν δεν έχει, είτε να φροντίσει την υπάρχουσα;
Με ποια κίνητρα, με ποιες πολιτικές στήριξης της οικογένειας θα μπορέσει να δημιουργήσει και να διατηρήσει σταθερή και με αξίες μια οικογένεια ο απλός πολίτης; Φυσικά οι «γόνοι» όπως ο πρωθυπουργός και η παρέα του έχουν τις κληρονομιές τους και φροντίζουν…
Η «λύση» στο δημογραφικό για το πολιτικό σύστημα, ειδικά για την παρούσα κυβέρνηση, είναι γνωστή. Να δοθεί κάποιο επιδοματάκι, να αυξηθεί/βελτιωθεί κάποιο ήδη υπάρχον, και με αυτά πιστεύουν ότι θα κάνουν τη δουλειά τους: να παίξουν για μία ακόμα φορά το επικοινωνιακό τους παιγνίδι. Διότι όσον αφορά την ουσία της αντιμετώπισης του δημογραφικού, καθώς και του συνολικού υπαρξιακού προβλήματος της χώρας, «δεν δίνουν δεκάρα». Αυτό που τους ενδιαφέρει είναι να ενισχύονται τα κέρδη της ελίτ που υπηρετούν, κρατώντας χαμηλά «το εργασιακό κόστος». Να προχωρούν σε αναδιανομή εισοδήματος σε βάρος του λαού, μέσω του δημοσίου χρήματος. Να εφαρμόζουν τις εντολές εκείνων που ηγούνται της «σωστής πλευράς της ιστορίας», με την οποία ταυτίζονται και τους οποίους υπηρετούν πιστά. Το θέμα «δημογραφικό» και «οικογένεια» το χρησιμοποιούν απλά για να λένε ότι κάνουν κάτι… κάνοντας όπως πάντοτε «μια τρύπα στο νερό».
Οι αιτίες
Οι μειωμένες γεννήσεις, οι αυξημένοι θάνατοι και η μετανάστευση είναι αποτέλεσμα των συνθηκών που βιώνει ο ελληνικός λαός λόγω των επιλογών και των πολιτικών που εφάρμοσε και συνεχίζει να εφαρμόζει το σάπιο πολιτικό σύστημα της χώρας, για να υπηρετήσει την ντόπια ελίτ και τα ξένα συμφέροντα.
Το έγκλημα των μνημονίων φτωχοποίησε έναν ολόκληρο λαό. Είμαστε στο 2024 και δεν είναι σίγουρο αν έστω το 2025 θα φτάσει το ΑΕΠ της χώρας στο ονομαστικό επίπεδο που ήταν το 2008 (242 δισ. ευρώ έναντι 220,3 δισ. το 2023). Για το πραγματικό ας μην κάνουμε κουβέντα, διότι είναι ακόμα πολύ μακριά. Δηλαδή 16 χρόνια μετά είμαστε κάτω από το επίπεδο του 2008, όταν σε παγκόσμιο επίπεδο διαχρονικά οτιδήποτε και να έγινε σε οποιαδήποτε χώρα, είτε αυτό ήταν κρίση είτε ακόμα και πόλεμος, γενικά σε πολύ λιγότερο από μία οκταετία είχε ξεπεραστεί.
Με αυτό και μόνο το δεδομένο, για να μην μπούμε στη συζήτηση για το μοντέλο ανάπτυξης, τι παράγουμε και ποιες είναι οι θέσεις εργασίας που ζητούνται, είναι προφανές ότι η λαϊκή οικογένεια δεν μπορεί να επιβιώσει. Και συνεπώς δεν μπορεί να αναπαραχθεί με τη γέννηση παιδιών. Όταν το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ελλάδα σε σταθερές μονάδες αγοραστικής δύναμης έχει υποχωρήσει στο 67% του μέσου όρου της Ευρωζώνης (από το 95% που ήταν το 2009), είναι προφανές ότι οι συνθήκες επιβίωσης είναι προβληματικές και δεν συμβάλλουν στην προσπάθεια για δημιουργία οικογένειας. Τα οικονομικά στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η ελληνική οικογένεια δεν μπορεί να επιβιώσει με τις ακολουθούμενες εδώ και 15 χρόνια πολιτικές είναι προφανή. Κι όμως, σε αυτό το μοντέλο επιμένει σύσσωμο το πολιτικό σύστημα, με οριακές διαφοροποιήσεις για την περίοδο που έκαστος είναι στην αντιπολίτευση, διότι ως κυβέρνηση συνεχίζει το έργο του προηγούμενου για το οποίο ασκούσε «κριτική».