Συνέντευξη στον Κώστα Στοφόρο
Νομίζω πως το νέο βιβλίο του Δημήτρη Σωτάκη, Ο κανίβαλος που έφαγε έναν Ρουμάνο, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος, θα ενθουσίαζε τους υπερρεαλιστές! Ένα βιβλίο-επιτομή του μαύρου χιούμορ, όπως το όριζε κάποτε ο Αντρέ Μπρετόν στην περίφημη Ανθολογία του. Ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα με έναν αρχικά μοναχικό ήρωα, τον Ζέριν, εισοδηματία που ζει μέσα σε μια απόλυτη ρουτίνα κάποιας παραθαλάσσιας πόλης, στο εντυπωσιακό αρχοντικό του.
Μανία του, η τρελή αγάπη για τη Ρουμανία που δεν έχει επισκεφθεί ποτέ. Όνειρό του να γνωρίσει Ρουμάνους. Μάταια περιμένει για χρόνια, με τις ελπίδες του να διαψεύδονται, ώσπου μια μέρα οι πληροφορίες που παίρνει από τον δήμο θα αποδειχθούν σωστές: Μια οικογένεια από τη Ρουμανία έχει εγκατασταθεί στην πόλη.
Αρχίζει να τους παρακολουθεί και γοητεύεται. Φυσικά αυτό δεν του αρκεί και μια μέρα θα τολμήσει να κάνει το μεγάλο βήμα. Να τους επισκεφθεί στο σπίτι τους.
Γίνεται ευεργέτης τους, αφού βρίσκει δουλειά στον άνεργο σύζυγο, τα παιδιά γοητεύονται από τη συμπεριφορά και τα δώρα του, ενώ ο ίδιος σταδιακά ερωτεύεται τη γυναίκα, την Ιονέλα.
Τα αισθήματα, η γεμάτη πάθος έλξη, αποδεικνύονται αμοιβαία και αρχίζει μια έντονη σχέση κάτω από τα μάτια του ανυποψίαστου συζύγου.
Ο Ζέριν σταδιακά παίρνει τη θέση του και τον οδηγεί στο περιθώριο. Όμως, ακόμη κι έτσι, θεωρείται η ύπαρξή του εμπόδιο στην οικογενειακή ευτυχία. Ο Ρουμάνος καλείται να θυσιαστεί για το γενικό… καλό! Όπως φανερώνει και ο τίτλος η θυσία αυτή θα είναι να δεχθεί να μαγειρευτεί και να καταναλωθεί με αντάλλαγμα την εξασφάλιση των παιδιών του.
Με πραγματική μαεστρία, ο συγγραφέας μας κάνει να παρακολουθούμε αυτή την τελικά παράλογη ιστορία σα να ήταν κάτι το απολύτως φυσιολογικό. Μια ιστορία έρωτα και πάθους κι ας έχει αποτρόπαια εξέλιξη…
Το βιβλίο, μάλλον, έχει να κάνει με το υπαρξιακό άλγος που δοκιμάζουν οι άνθρωποι έχοντας κάποιους ρόλους που οφείλουν να ικανοποιήσουν, είτε προς τους άλλους, είτε προς τον εαυτό τους
Πώς γεννήθηκε η ιδέα για τον Κανίβαλο που έφαγε έναν Ρουμάνο; Είχες από την αρχή στο μυαλό σου το τέλος της ιστορίας;
Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που είχα στο μυαλό μου επί χρόνια, θα έλεγα ότι το βιβλίο είχε γραφτεί «εσωτερικά» εδώ και πολύ καιρό, αλλά δεν είχα ποτέ την απαραίτητη ψυχολογία για να το γράψω, μιας που άγγιζε συγκεκριμένες παραμέτρους του ψυχισμού μου. Θα έλεγα απλούστερα ότι δεν ήμουν έτοιμος για αυτό το κείμενο. Πέρσι, όμως, συνέβη κάτι παράδοξο, ενώ είχα σχεδόν τελειώσει ένα άλλο βιβλίο, μια ξαφνική επιθυμία, μια λαχτάρα για τον Κανίβαλο, με ώθησε να αρχίσω να δουλεύω μανιωδώς και να το ολοκληρώσω.
Αν και αποτρόπαια η πράξη της ανθρωποφαγίας, την κάνεις να μοιάζει σαν φυσικό επακόλουθο, χωρίς να σοκάρεις. Ήταν αυτός ο στόχος σου;
Ναι, έτσι είναι. Θα έλεγα ότι στην πραγματικότητα το βιβλίο δεν έχει καμία σχέση με την ανθρωποφαγία, το ίδιο το γεγονός του κανιβαλισμού είναι περισσότερο ένα λογοτεχνικό εύρημα, δεν εμπεριέχει τίποτα μακάβριο. Το μυθιστόρημα έχει σχέση με τον ψυχολογικό κανιβαλισμό από άνθρωπο σε άνθρωπο, είναι ένας συμβολικός, ωστόσο χειροπιαστός, κανιβαλισμός που υφιστάμεθα συχνά σε όλα τα μήκη και πλάτη της ανθρώπινης κοινότητας. Με απασχολεί πάντα η ψυχολογική φθορά που προκαλούν οι ανθρώπινες σχέσεις, ακόμα κι αν δεν πρόκειται κάθε φορά για μια συνειδητή διαδικασία. Το κεφάλαιο με την ανθρωποφαγία στο βιβλίο μοιάζει θα έλεγα περισσότερο με μια σκηνή από κόμικς, δεν υπάρχει πουθενά κάτι άβολο ή σκληρό.
Το μυθιστόρημά σου είναι κατά κάποιον τρόπο αντιστροφή της ιστορίας του Κόμη Δράκουλα; Πόση σχέση έχει αυτό με το πάθος του ήρωά σου για τη Ρουμανία;
Δεν έχω σκεφτεί ποτέ κάτι τέτοιο. Ο ήρωας πράγματι έχει πάθος με τη Ρουμανία, όμως υποψιάζομαι ότι αν δεν ήταν αυτό, θα είχε σίγουρα επινοήσει κάποιο άλλο. Έχει ανάγκη για ένα πάθος, μια εμμονή, ακόμα και σε ψυχωτική κατάσταση, αφού η ζωή του κυλάει μέσα στην αφόρητη πλήξη. Η Ρουμανία, συνεπώς, ήταν ένα άλλοθι, μια αφορμή για να αισθανθεί, να συγκινηθεί. Τώρα που το σκέφτομαι, ίσως και ο δικός μου ήρωας είναι ένας Δράκουλας, προκαλεί μια ψυχολογική αφαίμαξη στους υπόλοιπους, έστω κι αν δεν ήταν στα σχέδιά του.
Το όνομά του ήρωά σου πώς προέκυψε ;
Μιας που η πραγματικότητα δε με ελκύει ιδιαίτερα, όλα σχεδόν τα ονόματα στα βιβλία μου είναι ονόματα που δεν υπάρχουν, τα δημιουργώ με βάση την ακουστική μου αισθητική. Μου άρεσε απλώς η συνεύρεση του Ζήτα και του Ρο, όπως επίσης ότι δε μου θύμιζε τίποτα το εν λόγω όνομα. Τα ονόματα είναι μια σημαντική λεπτομέρεια που συχνά συμβάλουν στην όλη ατμόσφαιρα του βιβλίου. Δεν θα μπορούσαν να λέγονται αλλιώς οι ήρωες μου, έτσι αισθάνομαι αυτή τη στιγμή.
Θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει το μυθιστόρημα ως παραβολή για τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε τους μετανάστες;
Η αλήθεια είναι ότι δεν είχα τέτοια πρόθεση. Το βιβλίο, μάλλον, έχει να κάνει με το υπαρξιακό άλγος που δοκιμάζουν οι άνθρωποι έχοντας κάποιους ρόλους που οφείλουν να ικανοποιήσουν, είτε προς τους άλλους, είτε προς τον εαυτό τους. Καταλαβαίνω ότι υπάρχει αυτό το στοιχείο, όπως ξεδιπλώνεται η ιστορία, και ναι, η οικογένεια είναι μια οικογένεια μεταναστών, όμως δεν είναι αυτή η κινητήριος δύναμη για το πώς λειτουργεί ο ήρωας απέναντί τους.