Το νέο μυθιστόρημα του Δημήτρη Αλεξίου οι «Άνθρωποι από χώμα» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Διόπτρα μας μεταφέρει στο φανταστικό ορεινό Βερτίλι που όλη η ζωή του στρέφεται γύρω από ένα ορυχείο. Ενώ το Σωματείο Ανθρακωρύχων βρίσκεται σε απεργία διαρκείας μια τρομερή κατολίσθηση «καταπίνει» το δημοτικό σχολείο με όλους τους δασκάλους και τους μαθητές – πλην ενός.
Αυτή είναι η αρχή ενός συναρπαστικού και βαθύτατα πολιτικού μυθιστορήματος. Η Εταιρεία με τη συνδρομή της κυβέρνησης προσπαθεί να στήσει σκευωρία εναντίον του επικεφαλής των ανθρακωρύχων και πατέρα του μοναδικού παιδιού που επέζησε.
Η μάχη θα είναι σκληρή καθώς η μια πλευρά έχει όλα τα ατού στα χέρια της. Όμως θα βρεθεί απέναντι σε αποφασισμένους ανθρώπους.
Υπάρχουν και πολύ σκληρές στιγμές στο βιβλίο, οι οποίες όμως εξυπηρετούν απολύτως την πλοκή και το περιεχόμενο. Παράλληλα δεν λείπει το χιούμορ και κάποια στοιχεία σουρεαλισμού – που χαρακτήριζε έντονα το προηγούμενο μυθιστόρημα του συγγραφέα.
Ξεχωριστοί και οι χαρακτήρες του βιβλίου, τόσο οι θετικοί όσο και οι αρνητικοί. Ανάμεσά τους εμβληματικός είναι ο Ιορδάνης, ο μικρός μαθητής που σώζεται μόνος αυτός από την καταστροφή, αλλά βλέπει να κατηγορούν και να δικάζουν τον πατέρα του ως υπεύθυνο της δολιοφθοράς.
Παρά τα όσα ζοφερά συμβαίνουν το μυθιστόρημα είναι αισιόδοξο με την έννοια πως δίνει βάση στον αγώνα και στη δύναμη των ανθρώπων να μην υποκύψουν στη μοίρα που τους επιφυλάσσει η πολιτική και οικονομική εξουσία.
«Ο άνθρωπος έχει αντικατασταθεί από τα νούμερα ως επίκεντρο και σκοπός των πολιτικών αποφάσεων. Η κοινωνική συναίνεση έχει αντικατασταθεί από την καταστολή και η ανάγκη συμβίωσης από την ανάγκη επιβίωσης. Δεν είμαι αισιόδοξος για το αν μπορούν πλέον τα πράγματα να αλλάξουν και μάλιστα ειρηνικά. Η κοινωνία πρέπει να αλλάξει εκ νέου ριζικά τα ιδεώδη της»
Πώς προέκυψε το θέμα του βιβλίου; Βασίστηκες σε κάποια πραγματικά γεγονότα;
Δύο πραγματικά ιστορικά γεγονότα αποτέλεσαν την έμπνευση γι’ αυτό το βιβλίο: Το πρώτο ήταν η τραγωδία του Άμπερφαν της Ουαλίας, όταν τον Οκτώβριο του 1966, τα αδρανή υλικά που είχαν συσσωρευθεί έξω από το ορυχείο άνθρακα μετά από συνεχόμενες βροχές μετατράπηκαν σε ανθρακολάσπη που κύλησε την πλαγιά και έθαψε το δημοτικό σχολείο και το μισό χωριό αφήνοντας πίσω της 144 νεκρούς, τα περισσότερα παιδιά. Το δεύτερο πραγματικό περιστατικό ήταν η σφαγή του Λάντλοου που συνέβη τον Απρίλιο του 1914 στο Κολοράντο των ΗΠΑ, όταν ο ιδιωτικός στρατός του Ροκφέλερ και η Εθνοφυλακή, επιτέθηκαν ενόπλως στους απεργούς ανθρακωρύχους του ορυχείου συμφερόντων Ροκφέλερ σκοτώνοντας τον Έλληνα μετανάστη Λούη Τίκα που ήταν ο επικεφαλής των απεργών ανθρακωρύχων και εκατοντάδες άλλους και οδήγησε σε αιματηρές μάχες δέκα ημερών μέχρι η νομοθεσία να αλλάξει προβλέποντας κάποια στοιχειώδη δικαιώματα για τους ανθρακωρύχους. Ένα ενδεκάχρονο παιδί – το μοναδικό που σώθηκε από το κατεστραμμένο σχολείο και ο πατέρας του επικεφαλής του σωματείου των ανθρακωρύχων είναι οι δύο κεντρικοί ήρωες του βιβλίου μου.
Μετά τον σουρεαλισμό του Ιόλαου επιστρέφεις με ένα ρεαλιστικό μυθιστόρημα, αν και υπάρχουν πινελιές «μαγικού ρεαλισμού». Τι σε εκφράζει περισσότερο;
Το χρονικό του Ιόλαου ήταν ένα δυστοπικό αλληγορικό παραμύθι που ένιωσα την ανάγκη να γράψω τα χρόνια της κρίσης. Μου ήταν αβάσταχτο να γράψω ρεαλιστικά για τις συνθήκες που βίωνε η χώρα και εγώ εκείνη την περίοδο και νομίζω ότι ούτε οι αναγνώστες θα άντεχαν το ρεαλισμό σε μία τόσο δυσοίωνη συνθήκη. Αντίθετα οι συνθήκες που επικρατούν τα τελευταία χρόνια μου θυμίζουν έντονα τη δεκαετία του ‘60 στην Ελλάδα σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο με προβληματικούς θεσμούς , όπως τον Τύπο, την Αστυνομία και τη Δικαιοσύνη και με έντονη την παρουσία παρακράτους που σχετίζεται με ισχυρά οικονομικά κίνητρα. Η αναδρομή λοιπόν σε ένα γνωστό ιστορικά, κοινωνικά και πολιτικό πλαίσιο μου ταίριαζε πολύ περισσότερο για να καταδείξω τις αναλογίες με το παρόν. Δυστυχώς το βιβλίο βρέθηκε να είναι πολλαπλώς επίκαιρο μετά την τραγωδία των Τεμπών. Οι μικρές πάντα προσθήκες μαγικού ρεαλισμού είναι κάτι που δε λείπει από κανένα βιβλίο μου.
Υπάρχουν κάποιες πολύ σκληρές σκηνές. Πόσο δύσκολα ένιωθες όταν τις έγραφες;
Όσο περίεργο και αν ακούγεται, οι σκληρές σκηνές του βιβλίου με πόνεσαν γιατί αφορούσαν ήρωες που εγώ έπλασα και αγάπησα. Υπήρξε σκηνή που όταν την τελείωσα, δεν μπόρεσα να γράψω κάτι άλλο για μία εβδομάδα. Πέρασα τη δική μου περίοδο θρήνου μέχρι να συνειδητοποιήσω ότι η ζωή –και η ιστορία– συνεχίζεται.
Η μορφή του δικηγόρου Ασπρογέρακα είναι από τις πιο ενδιαφέρουσες του βιβλίου. Έχεις συναντήσει τέτοιες προσωπικότητες στον επαγγελματικό σου χώρο; Έχει κάτι από σένα;
Το επάγγελμα του δικηγόρου είναι ένα από τα πιο συντηρητικά επαγγέλματα κυρίως γιατί ανάγει το νόμο σε απόλυτο ιδεώδες βάσει του οποίου πρέπει να ρυθμίζονται όλα. Η απογοήτευση που υπάρχει στον κλάδο τα τελευταία χρόνια είναι ότι όλο και περισσότερο οι νόμοι που ψηφίζονται εξυπηρετούν οικονομικά, πολιτικά και αναπτυξιακά κριτήρια απομακρυνόμενοι όλο και περισσότερο από αυτό που αποκαλούμε κοινωνική δικαιοσύνη. Ο χαρακτήρας του Ασπρογέρακα είναι τελείως αντισυμβατικός γι’ αυτό το επάγγελμα γιατί μοιάζει να ακολουθεί μία προσωπική ηθική, όχι πάντα σύμφωνη με το γράμμα του νόμου και τους τύπους. Νομίζω ότι χώρισα τον επαγγελματικό μου εαυτό στα δύο, τονίζοντας διαφορετικά χαρακτηριστικά που έχω σαν άνθρωπος σε δύο εκ διαμέτρου αντίθετους ήρωες δικηγόρους του βιβλίου. Ο Δημήτρης Αλεξίου σαν δικηγόρος είναι ένα κράμα των Ας-Ας του βιβλίου. Ταυτόχρονα οι δύο ήρωες είναι ένα σχόλιο για τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στους σταρ ποινικολόγους του επαγγέλματος, που η μισή τους δουλειά παίζεται σε επίπεδο επικοινωνίας και τους ταπεινούς μάχιμες εργάτες – δικηγόρους που συνήθως κάνουν τη χοντρή –και απλήρωτη– δουλειά.
Περιγράφεις μια πραγματικότητα διαπλοκής που τη βιώνουμε κι όσοι έχουμε τη… τύχη να καταστρέφουν τον τόπο μας μεταλλευτικές εταιρείες. Βλέπεις να υπάρχει τέλος σε αυτή τη κατάσταση;
Η διαπλοκή της εξουσίας με τα ισχυρά οικονομικά συμφέροντα δεν είναι κάτι καινούργιο και δεν αφορά μόνο τις μεταλλευτικές ή τις εταιρείες εξορύξεων. Στο βωμό της πολυδιαφημισμένης «ανάπτυξης» και της θεωρίας των «αρίστων» έχει παγιωθεί η αντίληψη ότι οι αποφάσεις που λαμβάνονται σε κλειστά γραφεία και επαγγελματικά δείπνα είναι προς το συμφέρον της κοινωνίας εφόσον δημιουργούν πλούτο και θέσεις εργασίας. Το πρόβλημα είναι ότι σε αυτά τα κέντρα αποφάσεων ούτε συμμετέχουν και –κυρίως– ούτε λαμβάνονται υπόψη οι πιο ουσιαστικοί παράγοντες: οι άνθρωποι που θα εργαστούν, επηρεαστούν, ζημιωθούν ή απλά καταστραφούν από τις συνθήκες που δημιουργούνται, το περιβάλλον ως ανθρώπινο αγαθό και εν πολλοίς η έννοια της κοινωνικής δικαιοσύνης. Ο άνθρωπος έχει αντικατασταθεί από τα νούμερα ως επίκεντρο και σκοπός των πολιτικών αποφάσεων. Η κοινωνική συναίνεση έχει αντικατασταθεί από την καταστολή και η ανάγκη συμβίωσης από την ανάγκη επιβίωσης. Δεν είμαι αισιόδοξος για το αν μπορούν πλέον τα πράγματα να αλλάξουν και μάλιστα ειρηνικά. Η κοινωνία πρέπει να αλλάξει εκ νέου ριζικά τα ιδεώδη της.