της Γιάννας Γιαννουλοπούλου
Όταν πριν δύο μήνες εισήλθαμε στη σειρά των εκλογικών αναμετρήσεων που ολοκληρώθηκαν την προηγούμενη Κυριακή, αρκετή συζήτηση έγινε για την απαίτηση ποσόστωσης 40% γυναικών στα ψηφοδέλτια των αυτοδιοικητικών, των ευρωπαϊκών και των εθνικών εκλογών.
Γυναίκες και άνδρες, συντηρητικοί και προοδευτικοί όλου του πολιτικο-ιδεολογικού φάσματος εξέφρασαν –άλλοι με κόσμιο τρόπο, άλλοι πιο παθιασμένα– την αντίθεσή τους στο μέτρο. Τα βασικά επιχειρήματα εναντίον του είναι:
α) Υποτιμά τις γυναίκες, θεωρώντας τες «ειδική περίπτωση υπό προστασία» (αριστερής προέλευσης και συχνά εκφρασμένο από γυναίκες).
β) Δεν έχει σημασία το φύλο του πολιτικού, αλλά η αξία του (δεξιάς κυρίως προέλευσης).
γ) Η γυναικεία απελευθέρωση δεν επιτυγχάνεται με διοικητικά μέτρα (υπερ-επαναστατικής προέλευσης, υπονοεί ότι πρέπει να κάνουμε υπομονή μέχρι τη γενικευμένη αυτοδιεύθυνση ή τον κομμουνισμό ή τον παράδεισο γενικότερα).
δ) Το ελληνικό παρελθόν έχει τη Μπουμπουλίνα του, τη Μαντώ Μαυρογένους του και δεν έχει ανάγκη από τους προβληματισμούς και τα κινήματα της Εσπερίας (πατριωτικής προέλευσης, υπονοεί ότι όλα τα κοινωνικά ερωτήματα και ζητήματα έχουν απαντηθεί από το «ελληνικό παράδειγμα»).
ε) «Δηλαδή η Θάτσερ και η Μέρκελ που είναι γυναίκες, κάνουν διαφορετική πολιτική;» (παραλλαγή του πρώτου επιχειρήματος, αλλά πιο ακατέργαστη, μαρτυρεί μακρινή σχέση με όποιου είδους κοινωνικό προβληματισμό).
Οι γυναίκες δεν είναι εξ ορισμού άγιες, ούτε εξ ορισμού διάβολοι, είναι ένα συλλογικό υποκείμενο που υφίσταται την καταπίεση της πατριαρχικής κοινωνίας. Εάν αρνούμαστε να δούμε αυτό το προφανές και καταφεύγουμε στις «ατομικές περιπτώσεις» ή τις «προσωπικές επιλογές», απλώς αναπαράγουμε την κυρίαρχη ιδεολογία του φιλελευθερισμού σε πολλαπλές εκδοχές
Μετά την ολοκλήρωση όλων των εκλογικών διαδικασιών, ας αφήσουμε τους αριθμούς να μιλήσουν: στις αυτοδιοικητικές εκλογές εξελέγησαν 19 δημαρχίνες επί συνόλου 331 δημάρχων, στο ελληνικό κοινοβούλιο εξελέγησαν 62 βουλευτίνες επί συνόλου 300 βουλευτών, ενώ η νέα κυβέρνηση έχει 5 μόλις γυναίκες σε θέση υπουργού ή υφυπουργού.
Επομένως, εάν δεν πιστεύουμε ότι πρόκειται περί διαβολικής συμπτώσεως, κάτι μοιάζει να συμβαίνει εδώ. Και αυτό που συμβαίνει είναι η βαθιά σεξιστική διαμόρφωση των σύγχρονων κοινωνιών. Το ιδεολογικό και πολιτικό εύρος των επιχειρημάτων εναντίον της ποσόστωσης, που προαναφέρθηκαν, δείχνει ότι είναι κυρίαρχη και φυσικοποιημένη –όπως συμβαίνει πάντα με τις κυρίαρχες ιδεολογίες– η αντίληψη ότι, αφού οι γυναίκες έχουν το δικαίωμα να μετάσχουν στην πολιτική, είναι προσωπική τους επιλογή η μη-συμμετοχή. Είναι τόσο «προσωπική επιλογή», όσο και το να δέχονται χαμηλότερη αμοιβή για ίση δουλειά, όσο και το να τρελαίνονται όταν αντικρίζουν την πρώτη ρυτίδα, όσο και το να φυλακίζονται στη δίνη της οικιακής εργασίας και των προσωπικών σχέσεων.
Μέρος αυτών των «προσωπικών επιλογών» είναι να σιωπούν στη δημόσια σφαίρα ή έστω να παίζουν συμπληρωματικούς ρόλους. Και βέβαια, η ποσόστωση αποδεικνύεται ότι δεν λύνει το πρόβλημα της συμμετοχής των γυναικών στην πολιτική. Εξίσου, όμως αποδεικνύεται ότι η κατάργησή της ή ο πόλεμος εναντίον της είναι μια μεγάλη οπισθοδρόμηση. Μια μεγάλη οπισθοδρόμηση με μεγάλο εύρος ακροατηρίου. Άλλη μια διαβολική σύμπτωση!
Οι γυναίκες δεν είναι εξ ορισμού άγιες, ούτε εξ ορισμού διάβολοι, είναι ένα συλλογικό υποκείμενο που υφίσταται την καταπίεση της πατριαρχικής κοινωνίας. Εάν αρνούμαστε να δούμε αυτό το προφανές και καταφεύγουμε στις «ατομικές περιπτώσεις» ή τις «προσωπικές επιλογές», απλώς αναπαράγουμε την κυρίαρχη ιδεολογία του φιλελευθερισμού σε πολλαπλές εκδοχές. Πλην των άλλων, θάνατος της σκέψης!
* Η Γιάννα Γιαννουλοπούλου είναι πανεπιστημιακός (ΕΚΠΑ)