Ο Τραμπ βαδίζει στα χνάρια των προηγούμενων προέδρων
Του Μάνλιο Ντινούτσι*
Στις 29 Σεπτεμβρίου 2006 ψηφίστηκε από τη Γερουσία των Ηνωμένων Πολιτειών ο νόμος «Secure Fence Act», τον οποίο πρότεινε η ρεπουμπλικανική κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους. Ο νόμος προέβλεπε την κατασκευή 1.100 χιλιομέτρων ισχυρά ενισχυμένου «φυσικού φράχτη» στα σύνορα με το Μεξικό, ώστε να εμποδιστεί η «παράνομη είσοδος» Μεξικανών εργαζομένων στις ΗΠΑ. Σε εκείνη την ψηφοφορία, ο ένας από τους δύο Δημοκρατικούς γερουσιαστές του Ιλινόις, ο Ρίτσαρντ Ντάρμπιν, ψήφισε «όχι». Αντίθετα, ο άλλος ψήφισε «ναι»: ονομαζόταν Μπαράκ Ομπάμα, και ήταν αυτός που δύο χρόνια αργότερα θα εκλεγόταν πρόεδρος των ΗΠΑ.
Ανάμεσα στους 26 Δημοκρατικούς γερουσιαστές που τότε ψήφισαν «ναι» συμπεριλαμβανόταν επίσης η Χίλαρι Κλίντον, εκπρόσωπος της Πολιτείας της Νέας Υόρκης – η οποία δύο χρόνια αργότερα, επί κυβέρνησης Ομπάμα, θα τεθεί επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, δηλαδή του υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ. Η Χίλαρι Κλίντον ήδη στα 2006 είχε την εμπειρία του πρώτου αντι-μεταναστευτικού φράχτη, αφού τον υποστήριξε όταν ακόμα ήταν η Πρώτη Κυρία των ΗΠΑ. Πράγματι ο σύζυγός της, ο Δημοκρατικός πρόεδρος Μπιλ Κλίντον, ήταν εκείνος που αποφάσισε την ανέγερσή του το 1994.
«Ελεύθερη κυκλοφορία» των πάντων, πλην των… ανθρώπων
Τότε ήταν η εποχή που τέθηκε σε ισχύ η NAFTA, δηλαδή η «Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου στη Βόρεια Αμερική» ανάμεσα στις ΗΠΑ, τον Καναδά και το Μεξικό. Ήταν μια συμφωνία που άνοιξε το δρόμο στην ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων και καπιταλιστών, αλλά εμπόδιζε την είσοδο Μεξικανών εργαζομένων στις ΗΠΑ και τον Καναδά.
Η εφαρμογή της NAFTA είχε καταιγιστικές συνέπειες στο Μεξικό: η αγορά του κατακλύστηκε από φτηνά (χάρη στις κρατικές επιδοτήσεις) βορειοαμερικανικά αγροτικά προϊόντα, προκαλώντας την κατάρρευση της ντόπιας αγροτικής παραγωγής, με καταστροφικές κοινωνικές επιπτώσεις στον αγροτικό πληθυσμό. Δημιουργήθηκε έτσι μια δεξαμενή φτηνής εργατικής δύναμης, που συγκεντρώθηκε στα εργοστάσια που αποκαλούνται «μακιλαδόρες»: πρόκειται για χιλιάδες βιομηχανικές εγκαταστάσεις κατά μήκος της συνοριακής γραμμής, ιδιοκτησίας ή ελέγχου ως επί το πλείστον εταιρειών ΗΠΑ οι οποίες, χάρη στο καθεστώς φοροαπαλλαγών, εξάγουν στο Μεξικό ημιτελή προϊόντα ή τεμάχια προς συναρμολόγηση. Κι έπειτα επανεισάγουν στις ΗΠΑ τα τελικά προϊόντα, από τα οποία αποκομίζουν πολύ μεγαλύτερο κέρδος χάρη στα πολύ φθηνά εργατικά χέρια των Μεξικανών – και σε άλλες «διευκολύνσεις» που προβλέπει η NAFTA.
Στις μακιλαδόρες απασχολούνται κύρια κορίτσια και νεαρές γυναίκες. Τα ωράρια είναι εξουθενωτικά, οι βλαβερές επιπτώσεις τεράστιες, οι μισθοί εξευτελιστικοί, και τα συνδικαλιστικά δικαιώματα ανύπαρκτα. Η διάχυτη φτώχεια, η κυκλοφορία ναρκωτικών, η πορνεία, η αυξανόμενη εγκληματικότητα κάνουν τη ζωή αβίωτη στις περιοχές αυτές. Αρκεί να θυμηθούμε την Πόλη Χουάρεζ, στα σύνορα με το Τέξας, που έγινε τραγικά διάσημη λόγω των αμέτρητων και αποτρόπαιων δολοφονιών νεαρών γυναικών, στην πλειοψηφία τους εργατριών στις μακιλαδόρες.
Κυριολεκτικά πολεμική ζώνη τα σύνορα
Αυτή είναι η πραγματικότητα πίσω από το Τείχος: Ξεκίνησε επί του Δημοκρατικού προέδρου Κλίντον, συνεχίστηκε από τον Ρεπουμπλικανό Μπους, ενισχύθηκε από τον Δημοκρατικό Ομπάμα, και σήμερα ο Ρεπουμπλικανός Τραμπ θέλει να το συμπληρώσει σε ολόκληρα τα σύνορα, μήκους 3.000 χιλιομέτρων.
Η κατάσταση που περιγράφτηκε εξηγεί το γιατί τόσοι πολλοί Μεξικανοί διακινδυνεύουν τη ζωή τους (είναι χιλιάδες οι νεκροί) για να μπουν στις ΗΠΑ, όπου μπορούν να βγάλουν περισσότερα χρήματα με μαύρη εργασία προς όφελος διαφορετικών εκμεταλλευτών. Το να διασχίσεις τα σύνορα είναι σαν να μπαίνεις σε πολεμική ζώνη, όπου πρέπει να ξεφεύγεις από ελικόπτερα και μη επανδρωμένα αεροσκάφη, από τα αγκαθωτά συρματοπλέγματα, από τα ένοπλα περίπολα – πολλά από τα οποία αποτελούνται από βετεράνους των πολέμων σε Ιράκ και Αφγανιστάν, και έχουν εκπαιδευτεί από στρατιωτικούς με τις τεχνικές των πραγματικών πολέμων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, για να κατασκευάσει ορισμένα τμήματα του φράχτη με το Μεξικό, η «δημοκρατική» κυβέρνηση του Κλίντον χρησιμοποίησε τη δεκαετία του 1990 τις μεταλλικές πλατφόρμες των αεροδιαδρόμων από τους οποίους απογειώνονταν τα αεροπλάνα για να βομβαρδίσουν το Ιράκ κατά τον πρώτο Πόλεμο του Κόλπου – επί ρεπουμπλικανικής κυβέρνησης του Τζορτζ Μπους. Οπότε, το Τείχος μπορεί να συμπληρωθεί σήμερα χρησιμοποιώντας υλικά από τους πολέμους που ακολούθησαν…
* Ο Μάνλιο Ντινούτσι είναι δημοσιογράφος, συγγραφέας και γεωγράφος, καθώς και ακτιβιστής του αντιπυρηνικού κινήματος. Αυτό το άρθρο του δημοσιεύθηκε το περασμένο Σάββατο 28 Ιανουαρίου στην καθημερινή αριστερή ιταλική εφημερίδα Μανιφέστο. Οι μεσότιτλοι και η λεζάντα είναι της Σύνταξης.
Μετάφραση: Άβα Μπουλούμπαση
Βαρετό και ηλίθιο «επιχείρημα»
Το να αντιδρά κανείς στις πολιτικές του Τραμπ [διάταγμα απαγόρευσης εισόδου στις ΗΠΑ των πολιτών 7 χωρών με μουσουλμανική πλειοψηφία] προειδοποιώντας ότι θα προκαλέσουν ακόμη περισσότερο «ριζοσπαστισμό» είναι απλώς… κακό. Σκεφτείτε τι υπονοεί αυτού του είδους η κριτική στον Τραμπ:
1 Μόνο η ζωή στη Δύση έχει αξία – και ιδίως η χριστιανική ζωή.
2. Οι Μουσουλμάνοι είναι μια ακαθόριστη μάζα που περιμένει ένα πρόσχημα για να ενεργοποιήσει την εκ γενετής βίαιη φύση της.
3. Πίσω από τον θολό και μειωτικό όρο «ισλαμισμός» εξαφανίζεται ο ιμπεριαλισμός, ο ρατσισμός, ο καπιταλισμός, ο νεοφιλελευθερισμός και κάθε τέτοιος «-ισμός».
4. Ξεχνιέται με βολικό τρόπο ότι πολλές από τις λεγόμενες «ριζοσπαστικές οργανώσεις» στις χώρες με μουσουλμανική πλειοψηφία δημιουργήθηκαν ή υποβοηθήθηκαν από τις ΗΠΑ.
5. Αποδίδεται η κατηγορία του «ριζοσπαστισμού» (που θεωρείται συνώνυμο του «εξτρεμισμού» και της «τρομοκρατίας») σε έναν άμορφο Άλλον, απελευθερώνοντας έτσι τις ΗΠΑ και τους Δυτικούς συμμάχους τους από κάθε ηθική ή πολιτική ευθύνη για τη διαρκή και βάρβαρη βία που ασκούν.
6. Η αντίρρηση προς την πολιτική Τραμπ αφορά το ποιος κατέχει τα δικαιώματα της φίρμας «Αμερική» κι όχι τη μαζική δυστυχία που θα παράξει η πολιτική του.
7. Θεωρείται δεδομένο ότι ορισμένες ομάδες ανθρώπων (χμμμ… οι ΜουσουλμανοΜαυροΑραβοΜεταναστοΑφρικανοί… χμμμ…) είναι εκ φύσεως επιρρεπείς στον ριζοσπαστισμό, άρα και στην τρομοκρατία.
8. Υποσυνείδητα αποκλείεται ο πανταχού παρών δομικός ρατσισμός και ο βίαιος εποικισμός της Βόρειας Αμερικής από τους λευκούς. Το μαύρο στοιχείο εξαφανίζεται. Και η ιθαγενική παρουσία γίνεται μια παλιά ρομαντική ιστορία.
Οι «ειδήμονες» αναμασούν αυτού του είδους την κριτική ήδη πριν την 11η Σεπτεμβρίου. Τα χρόνια που έχουν περάσει έκτοτε δεν την κατέστησαν λιγότερο βαρετή ή ηλίθια.
Στίβεν Σαλάιτα
συγγραφέας και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια, ΗΠΑ