Του Χρήστου Πραμαντιώτη

 

Είχαμε συνηθίσει να βλέπουμε (και να καταδικάζουμε) τις πρακτικές που εφάρμοζαν οι πρωθυπουργοί και οι οποίες αφορούσαν τον εκβιασμό των Κοινοβουλευτικών τους Ομάδων. Είναι αλήθεια ότι είχαν βρει πολλά κόλπα: Την κομματική πειθαρχία με την απειλή διαγραφής των απείθαρχων που θα τολμούσαν να ψηφίσουν κατά συνείδηση. Την ψήφιση νομοσχεδίων σε ένα άρθρο για να μην μπορεί κάποιος βουλευτής να διαλέξει σε τι λέει «ναι» και σε τι λέει «όχι». Είχαμε δει και το… πιο δημοκρατικό «πολιτικό μασάζ» στους βουλευτές της κυβερνητικής πλειοψηφίας, πριν από κάθε κρίσιμη ψηφοφορία. Είχαμε δει κι άλλες πρακτικές – όλες αποκρουστικές, μηδεμιάς εξαιρουμένης.

Εξαιτίας αυτών ακριβώς των λόγων, γίνεται δύσκολα κατανοητή η πρακτική που υιοθέτησε το πρωθυπουργικό επιτελείο κατά την ανακοίνωση του ονόματος του νέου Προέδρου της Δημοκρατίας. Το ερώτημα δεν είναι μόνο αν ο «έμεινα Παυλόπουλος» νέος Πρόεδρος είναι καλή ή κακή επιλογή. Είναι σίγουρο ότι υπήρχαν και ακόμη χειρότερες…

Εκτός από το πρόσωπο, θεμελιώδες ερώτημα παραμένει και η διαδικασία. «Προτείνω για Πρόεδρο της Δημοκρατίας τον Προκόπη Παυλόπουλο» ανακοίνωσε μπροστά στις κάμερες ο πρωθυπουργός, διαψεύδοντας και τις τελευταίες ελπίδες ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να έχει για Πρόεδρο έναν άνθρωπο που θα σηματοδοτούσε τη νέα εποχή στην οποία προσπαθεί να μπει η χώρα από τις 25 Ιανουαρίου και μετά. Ταυτόχρονα, και με τον πιο επίσημο τρόπο, ο κ. Τσίπρας ανακοίνωσε εμμέσως στους βουλευτές του ότι όποιος διαφωνεί, ας πάρει ο ίδιος το κόστος να δημιουργήσει πολιτική κρίση στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ από την πρώτη της κιόλας ψηφοφορία στη νέα Βουλή.

Στην περίπτωσή μας δεν επελέγη καν μια κλειστή (χωρίς τα φώτα της δημοσιότητας) διαδικασία συζήτησης στην Κοινοβουλευτική Ομάδα, όπου να προταθούν ονόματα υποψηφίων και να αποφασίσει η Κ.Ο. ωραία και δημοκρατικά. Επελέγη το αντίθετο: ο ωμός εκβιασμός.

Με τον τρόπο αυτό, το «Προτείνω τον Προκόπη Παυλόπουλο» αποκτά αναγκαστικά μία και μόνο μετάφραση: «Αποφασίζω και επιβάλλω τον Προκόπη Παυλόπουλο». Υπό την ίδια έννοια, δεν έχει καμία σημασία εάν τέθηκε με τον κλασικό τρόπο ζήτημα κομματικής πειθαρχίας. Μπαίνει από το παράθυρο. Ίπταται, ούτως ή άλλως, πάνω από τα κεφάλια των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ. Έστω και εμμέσως. Διότι ποιος βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να δώσει λαβή για να κάνουν πάρτι την επόμενη μέρα τα συστημικά ΜΜΕ γύρω από έναν πρωθυπουργό που τον «αδειάζει» η Κοινοβουλευτική του Ομάδα; Για τους ίδιους λόγους δεν ετίθετο καν ζήτημα ψηφοφορίας και απόφασης στη συνεδρίαση της Κ.Ο.

Το σκεπτικό ότι κανείς βουλευτής δεν θα τολμήσει να δημιουργήσει κρίση στον ΣΥΡΙΖΑ εν μέσω της σκληρής διαπραγμάτευσης με τους δανειστές, δημιουργεί τους όρους του εκβιασμού και επαναφέρει τις κακές παραδόσεις του κοινοβουλευτικού «παιχνιδιού», όπου ο εκάστοτε πρωθυπουργός μετέρχεται κάθε μέσου προκειμένου να κρατάει υποτακτική την Κοινοβουλευτική του Ομάδα. Κινείται στα όρια (αν δεν τα ξεπερνάει κιόλας) του δεσποτισμού. Η μεθόδευση «ανακοινώνω δημόσια και σας πετάω το μπαλάκι να με αδειάσετε, αν τολμάτε», ως πρώτο (κοινοβουλευτικό) δείγμα γραφής του πρωθυπουργικού επιτελείου, δημιουργεί, όπως και να το κάνεις, έναν λεκέ. Η νέα εποχή που (υποτίθεται πως) άνοιξε από τις 25 Ιανουαρίου οφείλει να αποδείξει σε όλα τα επίπεδα ότι είναι νέα κι όχι αντιγραφή της παλιάς, με το ύφος και ήθος της οποίας η Αριστερά (υποτίθεται επίσης ότι) δεν έχει καμία σχέση. Ή μήπως όχι;

Και επειδή είδαμε το… λεκέ στο σακάκι του προέδρου, όπως είπε και ο Μανώλης Γλέζος, οφείλουμε να του το πούμε.

 

 

Σκίτσο: Παναγιώτης Μητσομπόνος
mitsobosatira.blogspot.com

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!