Για δεύτερη φορά μέσα ελάχιστο χρονικό διάστημα οι ΗΠΑ βρέθηκαν μπροστά σε γεγονότα που θα μπορούσαν να κλονίσουν βαθύτατα μια ήδη διχασμένη χώρα. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να φανταστεί κανείς τι θα συνέβαινε στη Βόρεια Αμερική αν οι δύο απόπειρες δολοφονίας του Ρεπουμπλικάνου προεδρικού υποψήφιου έβρισκαν στόχο. Όχι μόνο τώρα, στη φάση κορύφωσης της προεκλογικής εκστρατείας, αλλά συνολικά. Και είναι το ίδιο εξαιρετικά δύσκολο να προβλέψει κανείς τι θα πυροδοτούσε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, που άλλωστε απετράπη μάλλον τυχαία, σε ολόκληρη τη Δύση, τη στιγμή που η δημοκρατία, τα Συντάγματα, η λαϊκή βούληση έχουν πεταχτεί στα σκουπίδια. Το παράδειγμα της Γαλλίας παραμένει κορυφαίο, αν και όχι μοναδικό.

Ήταν μέσα Ιουλίου όταν μια σφαίρα πέρασε ξυστά από το κεφάλι του Τραμπ κατά τη διάρκεια μιας προεκλογικής ομιλίας του. Ο επίδοξος δολοφόνος έπεσε νεκρός από τα πυρά της φρουράς του προεδρικού υποψηφίου αφού πρώτα είχε καταφέρει να πυροβολήσει αρκετές φορές κατά του Τραμπ, να σκοτώσει έναν άνθρωπο και να τραυματίσει δύο ακόμα. Η εικόνα του ματωμένου Τραμπ να φωνάζει ότι θα συνεχίσει την εκστρατεία του έκαναν το γύρο του κόσμου. Πριν λίγες μέρες ένας άλλος υποψήφιος δολοφόνος αντάλλαξε πυρά με τη φρουρά του Τραμπ στην περίμετρο ενός γηπέδου γκολφ που βρισκόταν ο Τραμπ. Γράφεται ότι ο Τραμπ βρέθηκε εκεί μυστικά την τελευταία στιγμή, εγείροντας εύλογες απορίες για τις πηγές πληροφόρησης του δράστη. Αργότερα δόθηκαν πληροφορίες ότι ο δράστης εμπλεκόταν ενεργά στο πόλεμο της Ουκρανίας, ήταν φανατικός εχθρός των Ρώσων και εργαζόταν για την εξεύρεση μισθοφόρων που θα πολεμούσαν στο πλευρό των ταγμάτων Αζόφ.

Μια βαθιά διχασμένη χώρα

Η «αστυνομική διάσταση» των υποθέσεων δολοφονίας, δηλαδή το ποιόν και οι διασυνδέσεις των υποψήφιων δολοφόνων, οι ομολογημένες ολιγωρίες των μυστικών υπηρεσιών, οι παραιτήσεις διευθυντικών στελεχών τους και οι ασαφείς κατηγορίες για άμεση εμπλοκή τους, όσο και αν έχουν ενδιαφέρον να διερευνηθούν, αποτελούν τη δευτερεύουσα πλευρά της ιστορίας. Το κύριο ερώτημα είναι τι επιτρέπει την εμφάνιση αυτής της μορφής πολιτικής βίας στην προεκλογική Αμερική. Και ακόμα, ποια πολιτικά αποτελέσματα παράγονται. Οι δηλώσεις Τραμπ, που καταλογίζει ευθύνη στους Δημοκρατικούς για «τοξική ρητορική και κλίμα» στην προεκλογική αντιπαράθεση, πιστοποιούν περισσότερο την πρόθεση εκμετάλλευσης των γεγονότων παρά μια ερμηνεία τους. Άλλωστε και ο ίδιος πρωταγωνιστεί στην ακραία και επιθετική αντιπαράθεση. Το ίδιο ανούσιες είναι και οι παραινέσεις αναλυτών των μεγάλων ΜΜΕ για κατέβασμα των τόνων.

Η οξύτητα στην πολιτική ζωή των ΗΠΑ έχει τη ρίζα της στις τεράστιες οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες, που βαθαίνουν στην κοιτίδα του Δυτικού καπιταλισμού. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, την περίοδο πριν την εκλογή Τραμπ το 1% του αμερικάνικου πληθυσμού προσποριζόταν το 93% της αύξησης του ΑΕΠ. Στον κοινωνικό αποκλεισμό και τη φτώχεια δεν οδηγείτο μόνο το πλήθος των μειονοτήτων στις ΗΠΑ, ή των οικονομικών μεταναστών. Τεράστια τμήματα εργαζομένων, μικρομεσαίων και μικρών επιχειρήσεων βίωναν συρρίκνωση, έως και οικονομική συντριβή. Μεγάλες κρίσιμες βιομηχανίες μετακόμιζαν στις χώρες της Ανατολής και της Κίνας, αναζητώντας χαμηλά μεροκάματα και κόστος λειτουργίας. Ήταν η εποχή επιτάχυνσης της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης η οποία, παρά τα ψαλιδίσματα που έχει υποστεί, συνεχίζει να δημιουργεί παρενέργειες που καλύπτονται από τον εκτός ορίου δανεισμού, το τύπωμα χρήματος, τον πληθωρισμό και τη χρηματιστική άυλη οικονομία.

Η αιτία της σύγκρουσης

Πάνω σε αυτή την αντίφαση εμφανίστηκε ο Τραμπ. Στα λόγια κυρίως υποσχέθηκε την ενδυνάμωση των ΗΠΑ, τη στήριξη της εσωτερικής οικονομίας και την επιδότηση της μεγάλης βιομηχανικής παραγωγής. Και οι δηλώσεις αυτές, μαζί με έναν ακραίο ρατσιστικό λόγο και την ανάδειξη της Κίνας σε στρατηγικό αντίπαλο των ΗΠΑ, δημιούργησαν ένα πλατύ λαϊκό ρεύμα συμπαράταξης, κυρίως στις πιο υποβαθμισμένες πολιτείες των ΗΠΑ. Αυτή ήταν και η αιτία της σύγκρουσης, όχι μόνο με τους Δημοκρατικούς αλλά και με το «βαθύ κράτος» των ΗΠΑ και τα τεράστια οικονομικά συμφέροντα των λόμπις των πολυεθνικών, που κερδοσκοπούσαν από την εγκαταστημένη τάξη πραγμάτων.

Αν και οι αιτίες του διχασμού παραμένουν αναλλοίωτες, είναι αναμφισβήτητο ότι δεν μπορούν να επιλυθούν από έναν Αμερικάνο πρόεδρο που αναδεικνύει μεν την αντίφαση, αλλά είναι αδύνατο να υπηρετήσει τη λύση της. Πολύ περισσότερο σήμερα, που ήδη έχουν δημιουργηθεί και δημιουργούνται συνεχώς δεσμευτικά δεδομένα τα οποία, χωρίς αμφιβολία, θα επηρεάσουν καθοριστικά την επόμενη μέρα στις ΗΠΑ – ανεξάρτητα από το ποιος θα επικρατήσει στις εκλογές. Η δεύτερη θητεία Τραμπ, αν υπάρξει, δεν θα μοιάζει και πολύ με την πρώτη.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!