Πώς οφείλουμε να σταθούμε ως δάσκαλοι, ως γονείς, ως φοιτητές…

Της Γιάννας Γιαννουλοπούλου*

 

Ποια είναι η σημερινή κατάσταση στα ιδρύματα της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης (αλλά και σε εκείνα της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας) της χώρας; Αν πιστέψουμε τις πολύ πρόσφατες δηλώσεις της αναπληρώτριας υπουργού Παιδείας, Σ. Αναγνωστοπούλου, σε ειδησεογραφικό πρακτορείο, «είμαστε σε συνθήκες περίπου πολέμου», καθώς η έλλειψη κονδυλίων έχει πάρει εκρηκτικές διαστάσεις. Η υπουργός δεν διευκρίνισε ποιοι πολεμούν με ποιους, αλλά από την όλη ρητορική της κυβέρνησης μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η κυβέρνηση πολεμά μαζί με την κοινωνία εναντίον των δανειστών που επιβάλλουν τον οικονομικό στραγγαλισμό. Παρόμοια είναι η ρητορική άλλων κυβερνητικών στελεχών για τον «αγώνα» που δίνουν για να καλύψουν τα κενά των δασκάλων και των καθηγητών στην πρωτοβάθμια και την δευτεροβάθμια ή για να «σώσουν» τις συντάξεις ή γενικότερα «για να κρατήσουν τα προσχήματα». Η λογική αντίφαση της κατάστασης, κατά την οποία οι βουλευτές που ψήφισαν το τελευταίο μνημόνιο και οι υπουργοί που το εφαρμόζουν δεν μπορούν ταυτόχρονα να το «πολεμούν», ανήκει μάλλον στο χώρο της τυπικής λογικής και όχι στην διαλεκτική στην οποία έχουν εντρυφήσει οι -και αριστεροί- υπουργοί της κυβέρνησης. Όμως, τα πράγματα είναι ιδιαιτέρως σοβαρά για να ασχολούμαστε με τους «πολέμους» που διεξάγουν οι υπουργοί.

Μια πολύ σύντομη περιγραφή της κατάστασης της τριτοβάθμιας περιλαμβάνει: χρηματοδότηση μειωμένη κατά 20% σε σχέση με πέρυσι και συνολικά κατά 75% σε σχέση με το 2010 (στην ουσία κατάργηση της χρηματοδότησης των ΑΕΙ), διδακτικό, τεχνικό και διοικητικό προσωπικό αποδεκατισμένο και χωρίς αναπλήρωση, σύναψη συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου με εξευτελιστικούς όρους εργασίας και τον ευφάνταστο προσδιορισμό «πανεπιστημιακοί υπότροφοι» για τους νέους επιστήμονες, διαρκής μείωση των κονδυλίων για την φοιτητική μέριμνα. Εάν σε όλα αυτά προστεθεί και η φυγή στο εξωτερικό νέων αλλά και μεγαλύτερων στην ηλικία επιστημόνων, είναι φανερό ότι το ελληνικό πανεπιστήμιο είναι σε τροχιά διάλυσης. Στο αμέσως επόμενο διάστημα, προβλέπεται με βάση το 3ο Μνημόνιο η υλοποίηση μέτρων που περιέχονται στην «εργαλειοθήκη» του ΟΟΣΑ (μείωση αριθμού φοιτητών, χρηματοδότηση των πανεπιστημίων από φοιτητές και άλλους ιδιωτικούς πόρους). Προβλέπεται, επίσης, νέα χωροταξική αναδιάρθρωση της ανώτατης εκπαίδευσης με συγχωνεύσεις και καταργήσεις Τμημάτων, οι οποίες θα παρουσιαστούν για άλλη μια φορά ως αναγκαίο μέτρο «για να μην έρθουν τα χειρότερα».

 

Επιτροπεία και… διάλογος

Σε αυτό το πλαίσιο δεν είναι διόλου παράδοξο που το νομοσχέδιο της προηγούμενης ηγεσίας του υπουργείου Παιδείας (γνωστό ως νόμος Μπαλτά) είχε άδοξο τέλος, δεν έφτασε ποτέ στην ολομέλεια της Βουλής. Η βασική στόχευση εκείνου του νομοσχεδίου για την αποκατάσταση στοιχειωδών συνθηκών δημοκρατικής λειτουργίας στα πανεπιστήμια (με αιχμή την κατάργηση των Συμβουλίων Ιδρύματος και τη συμμετοχή όλων των συνιστωσών της πανεπιστημιακής κοινότητας στη διοίκηση) αποδείχτηκε «πουκάμισο αδειανό». Έτσι, σήμερα τα πανεπιστήμια λειτουργούν με τους νόμους Διαμαντοπούλου-Αρβανιτόπουλου και με μια πρόσφατη πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου που αφαιρεί από τα Συμβούλια Ιδρύματος το δικαίωμα της προεπιλογής των πρυτάνεων. Να κι ένα πραγματικό «ισοδύναμο», για το οποίο μάλιστα διαμαρτυρήθηκαν οι «θεσμοί» κατά την επίσκεψή τους στο υπουργείο Παιδείας την τελευταία εβδομάδα! Ας ελπίσουμε ότι δεν υπάρχουν πια αφελείς ή «αφελείς» -και μάλιστα πανεπιστημιακοί δάσκαλοι- που πιστεύουν ότι η κυβέρνηση και οι υπουργοί της ασκούν ακόμη αυτόνομη πολιτική σε οποιοδήποτε πεδίο. Η επιτροπεία αφορά κάθε πτυχή της ασκούμενης πολιτικής.

Πώς αντιμετωπίζει αυτές τις περιπτώσεις μια κεντροαριστερή κυβέρνηση, όπως έχει διδάξει η εμπειρία από 30 περίπου χρόνια πασοκικής διακυβέρνησης; Ξεκινά τον διάλογο! Το υπουργείο είναι πρόθυμο να ξεκινήσει έναν ευρύ διάλογο για όλα τα ζητήματα της τριτοβάθμιας με μόνη προϋπόθεση αυτός να γίνεται εντός των μνημονιακών πλαισίων και των επιταγών του ΟΟΣΑ.

Η κατάσταση στις άλλες βαθμίδες της εκπαίδευσης δεν είναι στην άμεση εμπειρία μου, νομίζω, όμως, ότι κι εκεί τα πράγματα επικαθορίζονται από την παρατεινόμενη ένδεια πόρων και τις μνημονιακές δεσμεύσεις.

Σε όλες, ωστόσο, τις βαθμίδες, μεγάλο τμήμα των εκπαιδευτικών και των εργαζόμενων διατηρεί τις εκπαιδευτικές δομές στη ζωή, πολλές φορές με αξιοθαύμαστα μορφωτικά αποτελέσματα κι άλλες με διαπιστωμένες αποτυχίες, η βασικότερη από τις οποίες είναι η εγκατάλειψη του σχολείου ή των πανεπιστημιακών σπουδών. Έτσι κι αλλιώς το σχολείο και το πανεπιστήμιο δεν λειτουργούν σε εργαστηριακές συνθήκες.

 

Αξίες και περιεχόμενα

Πώς οφείλουμε να σταθούμε ως δάσκαλοι, ως γονείς, ως φοιτητές και εντέλει ως κοινωνία απέναντι σε αυτήν την κατάσταση; Μας φτάνει να παρακολουθούμε τις πιρουέτες των υπουργών; Μας φτάνει να ανεχόμαστε προκλητικές κορόνες σαν και αυτές του υπουργού Παιδείας για τις «πενταροδεκάρες» της αύξησης του ΦΠΑ στην ιδιωτική εκπαίδευση, όταν δεν κατατέθηκε από την κυβέρνηση της αριστεράς ο παραμικρός προβληματισμός για τη σχέση ιδιωτικού και δημόσιου στην εκπαίδευση αλλά, αντίθετα, η επιλογή των ιδιωτικών σχολείων αντιμετωπίστηκε ως ακόμη ένα «δικαίωμα», ενώ παράλληλα προωθήθηκε η ιδιωτικοποίηση διαρκώς και περισσότερων τομέων της εκπαίδευσης; Μας φτάνει ο παραδοσιακός συνδικαλισμός διεκδικητικού τύπου, ο οποίος ούτε καρπούς μπορεί να αποφέρει στην παρούσα συγκυρία αλλά ούτε και δυσκολεύει τους υπουργούς αφού κι αυτοί «μαζί μας είναι και ό,τι μπορούν θα κάνουν»;

Τίποτα από αυτά δεν αρκεί – εάν ποτέ αρκούσε! Τώρα, περισσότερο από ποτέ δεν αρκούν τα προσχήματα. Το εκπαιδευτικό κίνημα, οι νέοι και οι νέες, όλοι μας πρέπει να αναλογιστούμε πώς θα σώσουμε το σχολείο και το πανεπιστήμιο. Και η σωτηρία εδώ έγκειται στο να ορίσουμε εξαρχής τις αξίες και τα περιεχόμενα της εκπαίδευσης σε όλες τις εκφάνσεις της. Να δώσουμε νέο νόημα στα αιτούμενα της εκπαίδευσης, να επαναφέρουμε το αίτημα της μόρφωσης και την αξία των ερευνητικών ερωτημάτων. Να αναδείξουμε εκείνους τους τομείς της γνώσης και της έρευνας που μπορούν να ανορθώσουν την ελληνική οικονομία και κοινωνία μακριά από το φαύλο κύκλο της εξάρτησης και της παρασιτικής διάρθρωσης που αυτή συνεπάγεται.

Να αξιοποιήσουμε δύο από τα θεμελιώδη θετικά στοιχεία της ελληνικής εκπαίδευσης, τα οποία ακόμη επιζούν από την παραδοσιακή δόμησή της, μιας και ο «εκσυγχρονισμός» της ποτέ δεν εφαρμόστηκε πλήρως: την εγκυκλοπαιδική και ευρεία παιδεία για όλους και τη δημοκρατία. Με αυτά θα αντισταθούμε στην εισβολή των «δεξιοτήτων» και της «διά βίου κατάρτισης», με αυτά θα νοηματοδοτήσουμε τους αγώνες μας! Το μεγαλύτερο τμήμα των διδασκόντων -εκτός από εκείνους που αντιλαμβάνονται το ρόλο τους ως προθάλαμο για μια θέση κρατικής διοίκησης- και σίγουρα οι νέοι και οι νέες θα είναι μαζί μας!

 

* Η Γιάννα Γιαννουλοπούλου είναι μέλος ΔΕΠ Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!