Διαβάζοντας τα εξαιρετικά διηγήματα της Δέσποινας Σιμάκη «Τούμπα στα πλακάκια» που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Τόπος, είχα συνέχεια στο μυαλό μου το «Χαμόγελο του παιδιού». Τα όσα έχω γνωρίσει ο ίδιος μέσα από δημοσιογραφική δουλειά, γνωρίζοντας τη δράση του από τα πρώτα βήματα, όσο και τις άδικες επιθέσεις που δέχτηκε κυρίως από την Κυβέρνηση και τα διάφορα φερέφωνα, που έχουν προφανώς τα δικά τους σχέδια που μόνο το καλό των παιδιών δεν λαμβάνουν υπόψη. 

Όμως είτε γνωρίζει κανείς το «Χαμόγελο» είτε όχι, οι ιστορίες έχουν τη δική τους αυθύπαρκτη δύναμη. Συγκίνηση και χαμόγελα, η ίδια η ζωή, κυλούν μέσα στις σελίδες του βιβλίου. Είναι φανερή όχι μόνο η γνώση, λόγω της επαγγελματικής εμπειρίας της συγγραφέως η οποία έχει εργαστεί επί σειρά ετών στον συγκεκριμένο φορέα, αλλά και ο τρόπος που μας μεταφέρει αυτό το βίωμα.  

Δεν είναι μια απλή «δουλειά». Είναι οι ψυχές παιδιών που έχουν κακοπάθει. Παιδιών ταλαιπωρημένων, φοβισμένων που δίνουν τη δική τους μάχη. 

Βρίσκουν ένα λιμάνι και προσπαθούν να ανοίξουν τα φτερά τους. Και η συγγραφέας καταφέρνει να μας δείξει τον κόσμο και μέσα από τα δικά τους μάτια με μια μοναδική ενσυναίσθηση, στην οποία έρχεται να προστεθεί και το αφηγηματικό ταλέντο. 

Όταν κλείνουμε το βιβλίο έχουμε νιώσει και κατανοήσει πολύ καλύτερα τη σημασία που έχει να βρεις τον σωστό τρόπο να στηρίξεις τα παιδιά και κάθε ευάλωτο άνθρωπο. 

Σε ποιο βαθμό είναι βιωματικές οι ιστορίες που περιγράφετε στα διηγήματά σας; 

Έχω βιώσει σχεδόν όλες τις ιστορίες που διηγούμαι στη συλλογή, με εξαίρεση το διήγημα με τον τίτλο «Αποποίηση κληρονομιάς», το οποίο εμπνεύστηκα από την εξιστόρηση ενός ενήλικου κοριτσιού μας, όταν μου εκμυστηρεύτηκε κάποτε την ιδιαίτερη και μοναδική επαφή που είχε με μέλη της φυσικής του οικογένειας καθώς και την επίδραση που είχε στον ψυχικό του κόσμο. Εννοείται ότι τα γεγονότα έχουν παραποιηθεί, όπως και σε όλες τις ιστορίες, σε σχέση με τον χρόνο, με τον τόπο και με τα πρόσωπα, έτσι ώστε να μην φανερώνονται στο αναγνωστικό κοινό οι αληθινοί ήρωες. Συχνά παίζω με τα ονόματα π.χ. κρατώ το αρχικό γράμμα από το όνομα του πραγματικού ήρωα και ονοματίζω διαφορετικά τον ήρωα του βιβλίου ή βάζω παιδιά που φιλοξενούνταν στο σπίτι σε ρόλο παιδαγωγού και το αντίστροφο. Τον κύριο Σπύρο όμως στο διήγημα «Οι τοίχοι του σπιτιού μας», ο οποίος είχε επιδείξει ένα εξαιρετικό δείγμα ανθρωπιάς, δεν άντεξα και τον έβαλα με το αληθινό του όνομα. Το ίδιο κάνω και με τον Αμπντούλ στο διήγημα «Ποτέ στο Μπαγκλαντές», επίσης σπάνια περίπτωση ανθρώπου και πατέρα, ο οποίος ξαφνικά χάθηκε από τη ζωή των παιδιών του, που υπεραγαπούσε, χωρίς να αφήσει κανένα ίχνος. Το πιο πιθανό είναι να υπήρξε και ο γλυκός αυτός άνθρωπος ένα από τα ανώνυμα θύματα του τυφλού –και θεριεμένου εκείνη την περίοδο– εθνικισμού και καθώς φαντάστηκα ότι θα τέλειωσε η ζωή του κάπου «στα αζήτητα», ήθελα να του κάνω ένα είδος μνημόσυνου, κάπως έτσι το σκέφτηκα. 

Τι ήταν αυτό που σας ώθησε να τις γράψετε; 

Η έντονη αίσθηση που είχα από τότε που εργαζόμουν στο σπίτι ότι σε έναν τόσο μικρό χώρο καθημερινά βίωνα καταστάσεις με ιδιαίτερα βαρύ συναισθηματικό φορτίο. Εγκατάλειψη, ναρκωτικά, ψυχικές ασθένειες, προσφυγιά, φυσικά φαινόμενα, ξεριζωμός, βίαιοι αποχωρισμοί, ματαιωμένες προσδοκίες και από την άλλη η αγάπη, η δυνατή αγάπη, η σφιχτή σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα σε ανθρώπους ανόμοιους από κάθε άποψη, ένας ολάκερος κόσμος σε μικρογραφία, άγνωστος σχεδόν. Η τέχνη φωτίζει αλλιώς. Το ανέβαλα για χρόνια, ωστόσο, το γράψιμο.  

Άνοιξα τον υπολογιστή και ξεκίνησα. 

«Οι ιστορίες που διηγήθηκα μιλούν για συναισθηματικές υπερβάσεις και απώτερος σκοπός μου είναι η συγκίνηση και ο προβληματισμός για θέματα βαθιά κοινωνικά και πανανθρώπινα» 

Αφορμή στάθηκε η φράση ενός κοριτσιού μου αγαπημένου, ενήλικου πια, που μου είπε πρόπερσι που ξεκίνησα την συγγραφή: «Ε, γράψε το επιτέλους εκείνο το βιβλίο, θέλω να νιώθω περήφανη, όταν με ρωτάνε για τα παιδικά μου χρόνια και τους λέω ότι μεγάλωσα χωρίς γονείς.» 

Ποια από τις ιστορίες είναι αυτή που θεωρείτε ως την πιο χαρακτηριστική του βιβλίου και γιατί; 

Στην αρχή σκέφτηκα ότι είναι το διήγημα «Τούμπα στα πλακάκια» που έδωσε και τον τίτλο στην συλλογή, καθώς μου φάνηκε ότι φώτιζε ένα πραγματικά άγνωστο συναίσθημα. Πολλοί φανταζόμαστε πόσο δύσκολος θα είναι ο αποχωρισμός του παιδιού από τον φυσικό του γονέα, ποτέ δεν θα σκεφτούμε πόσο δύσκολος είναι ο αποχωρισμός του παιδιού από τους ανθρώπους που το μεγάλωσαν ή από το σπίτι που το φιλοξένησε τα πρώτα πολύτιμα χρόνια της ζωής του. 

Αργότερα έλεγα ότι το πιο χαρακτηριστικό είναι η «Μέρα που βρέχει» καθώς φωτίζει κάτι άλλο που ελάχιστα το συζητάμε, το ότι δηλαδή ο γονιός που εγκαταλείπει το παιδί του ή το κακοποιεί υπήρξε κι αυτός κάποτε ένα παιδί που εγκαταλείφθηκε κάποτε μεταφορικά ή κυριολεκτικά. 

Τελευταία νομίζω ότι το πιο χαρακτηριστικό είναι το «Προσπάθησε να θυμηθείς». Το είδα και ως θεατής στο θέατρο Άλφα σε μια εξαιρετική παράσταση που σκηνοθέτησε ο Κώστας Γάκης και η Νατάσα-Φαίη Κοσμίδου, πόσο πολύ αγγίζει τον κόσμο το βαθύ συναίσθημα που κρύβεται στις λέξεις του, ένα αυτιστικό παιδί που θεωρεί πως η παιδαγωγός που το φροντίζει είναι η ίδια που το γέννησε κάποτε και το ξέχασε. Έχει έναν λυγμό που ακούγεται δυνατά στις ψυχές. 

Πιστεύετε πως οι «απ’ έξω» κατανοούν τι ακριβώς συμβαίνει στα σπίτια και τους ξενώνες φιλοξενίας παιδιών; 

Ελάχιστα ξέρουν, ελάχιστα μπορούν να δουν. Κυριαρχεί η διάθεσή τους να δώσουν ή να εισπράξουν οι ίδιοι ως συναίσθημα από την ελεήμονα διάθεσή τους. Δεν το υποτιμώ αυτό, το αντίθετο, απλά απαιτείται χρόνος πολύς για να κατανοήσεις. Ακόμη κι εγώ που τα έζησα για χρόνια, χρειάστηκα άλλα τόσα για να τα κατανοήσω στο βάθος τους. 

Έχετε εργαστεί για χρόνια στο «Χαμόγελο του Παιδιού». Ποια είναι η γνώμη σας για τις επιθέσεις που έχει δεχτεί το τελευταίο διάστημα; 

Πράγματι, έχω εργαστεί για χρόνια και έχω προσφέρει εθελοντικά στο Χαμόγελο του Παιδιού κι ακόμη προσπαθώ να δώσω κυρίως στα παιδιά που μεγαλώσαμε εκεί και βιώνουν την ενήλικη ζωή τους με τις χαρές της και με τις δυσκολίες της. Και είμαι ευγνώμων για την ευλογία που είχα και έχω. Δεν θεωρώ ότι το Χαμόγελο έχει να φοβηθεί κάτι και πάντως δεν έχει ανάγκη την υπεράσπιση κανενός. Είναι ένας φορέας πολύτιμος που προσφέρει καθημερινά στην κοινωνία και μιλούν οι πράξεις του γι’ αυτό. 

Εγώ μίλησα μέσα από την τέχνη μου, οι ιστορίες που διηγήθηκα μιλούν για συναισθηματικές υπερβάσεις και απώτερος σκοπός μου είναι η συγκίνηση και ο προβληματισμός για θέματα βαθιά κοινωνικά και πανανθρώπινα. 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!