του Κώστα Γκιώνη
Τα νοσοκομεία ξεχειλίζουν απόγνωση, εκατοντάδες αλαβάστρινα σώματα, παρατημένα μονάχα σε απλούς αποθηκευτικούς θαλάμους, υδροκοπούν να γεμίσουν μ’ ανάσες τ’ άδεια πνευμόνια τους. Ο χάρος σουλατσάρει στους διαδρόμους, αρπάζοντας και κουβαλώντας κουφάρια στην κρυψώνα του, παίζοντας κρυφτό με τους τύπους που φοράνε τις άσπρες στολές. Τα μηχανήματα και οι αναπνευστήρες αόρατα, όπως και οι γιατροί και το εξειδικευμένο νοσηλευτικό προσωπικό, θύματα περικοπών των νεοφιλελεύθερων γκάνγκστερ, που θεωρούν τη ζωή είδος πολυτελείας, προϊόν κατανάλωσης μόνο για λίγους προνομιούχους.
Οι ανευθυνοϋπεύθυνοι συμφεροντολάγνοι πανηγυρίζουν στατιστικοποιώτας τον θάνατο, ζυγιάζουν τους νεκρούς σε παλάντζες κρεοπωλείων, συγκρίνοντάς τους με αυτούς του Βελγίου αποκλειστικά, και μάλιστα προηγούμενης χρονικά στιγμής, γιατί αυτό συμφέρει το αποτρόπαιο αφήγημα τους. Καμία σύγκριση όμως με τους βδελυρούς Κουβανούς, γιατί αυτοί δεν λογίζονται άνθρωποι…
Η μονομερής μεταφορά πληροφορίας στο σκληρό δίσκο του απλού εκτεθειμένου τηλεπαρακολουθητή είναι αυτό που τους ενδιαφέρει, το χαζομπούκωμα του μέσου πελατοψηφοφόρου είναι το ζητούμενο, οι νεκροί είναι επίσης πολλαπλώς απαραίτητο εργαλείο για τη διασπορά του φόβου. Το μόνο που περιμένει ο ακινητοποιημένος μυαλοσκλάβος είναι το θαύμα του εμβολίου και το πότε θα έρθουν τα ναυτάκια τα ζουμπουρλούδικα να τους σερβίρει σαλάτα και αλκοόλ, μπας και καταφέρει η διασωληνωμένη εδώ και πολλά χρόνια οικονομία και αναπνεύσει μόνη της – πράγμα αδύνατον, αφού είναι εγκεφαλικά νεκρή εδώ και χρόνια, και την κρατάνε μηχανικά για να δημιουργούν την αίσθηση μιας πιθανής νεκρανάστασης
Συνηθίσαμε σαν κοινωνία να αποχαιρετάμε πρόωρα τους ανθρώπους μας, και μάλιστα μ’ ένα τρόπο μοναχικό, όπως οι τελευταίες μέρες του εκλιπόντος, καμιά δεκαριά διάσπαρτοι σκυφτοί συγγενείς, ένα κλειστό φέρετρο, κανένα τελευταίο πλάνο…
Μας μάθανε να βλέπουμε τους νεκρούς μας σαν αριθμούς, σαν αποτέλεσμα, σαν σκορ. Και μόνο ότι εμείς είμαστε εκτός της συγκεκριμένης λίστας μας είναι αρκετό, μας αρκεί ότι κρατάμε την απόσταση του θεατή, νιώθουμε τυχεροί αν σε μια άλλη χώρα οι νεκροί είναι περισσότεροι.
Το απολυμαντικό έχει αντικαταστήσει το αίμα στις φλέβες μας, οι αγκώνες και οι γροθιές έχουν αντικαταστήσει τις αγκαλιές, τα τρομαγμένα βλέμματα έχουν αντικαταστήσει τα φιλιά, από τις τρύπες του πανωφοριού μπαινοβγαίνει ο θάνατος*, σε λίγο καιρό η πείνα θα ζώσει τις γειτονιές μας, τα κοράκια θα συνεχίσουν να πετούν πάνω από το κουφάρι της χώρας και θα κατασπαράζουν σάρκες, αδίστακτοι, αχόρταγοι, μ’ ένα πρωτόγνωρο αυταρχισμό, που τον σερβίρουν σε ένα ιλουστρασιόν περιτύλιγμα ακραίου τρόμου, για να φαίνεται αναγκαίο, εύπεπτο, απαραίτητο στα μάτια του μέσου παραδομένου τρομοκαταναλωτή.
Δεν θα τελειώσει το μαρτύριο, έχουν συγκεκριμένο πλάνο, ο κορωνοϊός είναι η μηχανή των αρίστων για την εργαλειοποίηση και το τσάκισμα των πάντων.
Δεν θα σταματήσουν αν δεν τους σταματήσουμε…
* Ρίτσος, Ρωμιοσύνη.