Ήταν περασμένα μεσάνυχτα όταν διάβασα το μήνυμα του σ. Παναγιώτη απ’ τη Μυτιλήνη. Έγραφε:
Τελευταία φορά το θυμάμαι γύρω στο 1970, άντε 1975. Όταν αρχίζαμε να καπνίζουμε. Πιτσιρικάδες τότε, πηγαίναμε σε ένα ψιλικατζίδικο δίπλα στο σχολείο στο Περιστέρι.
– Δώσε μου ένα τσιγάρο. Πόσο κάνει;
– Νομίζω 1-2 δεκάρες, πού να θυμάμαι!
Από τότε δεν το ξαναείδα…
Όπως και το «Καρελάκι» με τα 10 τσιγάρα. Για όσους το θυμούνται…
Τελευταία φορά το θυμάμαι γύρω στο 1970, άντε 1975. Όταν αρχίζαμε να καπνίζουμε. Πιτσιρικάδες τότε, πηγαίναμε σε ένα ψιλικατζίδικο δίπλα στο σχολείο στο Περιστέρι.
– Δώσε μου ένα τσιγάρο. Πόσο κάνει;
– Νομίζω 1-2 δεκάρες, πού να θυμάμαι!
Από τότε δεν το ξαναείδα…
Όπως και το «Καρελάκι» με τα 10 τσιγάρα. Για όσους το θυμούνται…
Πριν από λίγο κατέβηκα εδώ στη Μυρογιάννη, στο ψιλικατζίδικο απέναντι από το σπίτι μου. Ανοιχτό πακέτο και ετικέτα: 0,20 λεπτά το ένα…, όπως τότε, δύο δεκάρες…
– Αγοράζει ο κόσμος; ρωτάω την κοπέλα στο ταμείο.
– Κυρίως πιτσιρικάδες και φοιτητές, μου λέει… Όπως τότε… Μου το είπαν να το κάνω, γιατί το ψιλικατζίδικο στην προκυμαία το έχει εφαρμόσει εδώ και καιρό και πουλάει ήδη δύο με τρία πακέτα την ημέρα.
Με αυτά και με τούτα μας έχουν πάει ήδη στο 1975. Πίσω 35 χρόνια. Και έχει και συνέχεια. Και εμείς τι κάνουμε;
Τις προάλλες πήγα στο μαγαζάκι της πλατείας να πάρω τσιγάρα και παγωτά. Ανακαλύπτω όμως πως ξέχασα το πορτοφόλι μου.
– Επιστρέφω, Τάκη, να φέρω τα χρήματα.
– Μα τι λέτε, κύριε Σωκράτη, δεν είστε ο πρώτος, μου λέει ο μαγαζάτορας με νόημα. Βγάζει ένα τετράδιο που έγραφε επάνω «βερεσέδια» και σημειώνει: κύριος Σωκράτης: 12,35 ευρώ.
– Δεν είναι να στεναχωριέστε. Κοιτάξτε πόσους έχω. Ζορίζεται ο κόσμος. Οπόταν ευκολύνεστε.
Προχθές το βράδυ με πήρε χαρούμενη η Αγγελική -η μικρή μου κόρη- να μου πει πως τελικά γράφτηκε στον ΟΑΕΔ, παρόλο που είχε το νούμερο 362, και πως ο φίλος της ο Γιώργος γράφτηκε κι αυτός.
– Από τον άλλο μήνα κάτι θα παίρνουμε. Μη στεναχωριέσαι, μπορεί να βρούμε και κάτι στο μεταξύ.
Αναρωτιέσαι, Παναγιώτη, τι κάνουμε εμείς. Αυτό που πρέπει, αυτό που κάνουμε χρόνια για να μην πηγαίνει η κοινωνία πίσω. Κι αν κάποιοι ακόμα αναρωτιούνται τι να κάνουν, στείλε τους στην Αγγελική και στον Γιώργο ή στα παιδιά που αγοράζουν 1-2 τσιγάρα ή σ’ αυτούς που ψωνίζουν βερεσέ από τον Τάκη. Αυτοί θα τους εξηγήσουν. Έτσι ή αλλιώς, αυτοί θα τους εξηγήσουν.
Σ.Μ.
– Κυρίως πιτσιρικάδες και φοιτητές, μου λέει… Όπως τότε… Μου το είπαν να το κάνω, γιατί το ψιλικατζίδικο στην προκυμαία το έχει εφαρμόσει εδώ και καιρό και πουλάει ήδη δύο με τρία πακέτα την ημέρα.
Με αυτά και με τούτα μας έχουν πάει ήδη στο 1975. Πίσω 35 χρόνια. Και έχει και συνέχεια. Και εμείς τι κάνουμε;
Τις προάλλες πήγα στο μαγαζάκι της πλατείας να πάρω τσιγάρα και παγωτά. Ανακαλύπτω όμως πως ξέχασα το πορτοφόλι μου.
– Επιστρέφω, Τάκη, να φέρω τα χρήματα.
– Μα τι λέτε, κύριε Σωκράτη, δεν είστε ο πρώτος, μου λέει ο μαγαζάτορας με νόημα. Βγάζει ένα τετράδιο που έγραφε επάνω «βερεσέδια» και σημειώνει: κύριος Σωκράτης: 12,35 ευρώ.
– Δεν είναι να στεναχωριέστε. Κοιτάξτε πόσους έχω. Ζορίζεται ο κόσμος. Οπόταν ευκολύνεστε.
Προχθές το βράδυ με πήρε χαρούμενη η Αγγελική -η μικρή μου κόρη- να μου πει πως τελικά γράφτηκε στον ΟΑΕΔ, παρόλο που είχε το νούμερο 362, και πως ο φίλος της ο Γιώργος γράφτηκε κι αυτός.
– Από τον άλλο μήνα κάτι θα παίρνουμε. Μη στεναχωριέσαι, μπορεί να βρούμε και κάτι στο μεταξύ.
Αναρωτιέσαι, Παναγιώτη, τι κάνουμε εμείς. Αυτό που πρέπει, αυτό που κάνουμε χρόνια για να μην πηγαίνει η κοινωνία πίσω. Κι αν κάποιοι ακόμα αναρωτιούνται τι να κάνουν, στείλε τους στην Αγγελική και στον Γιώργο ή στα παιδιά που αγοράζουν 1-2 τσιγάρα ή σ’ αυτούς που ψωνίζουν βερεσέ από τον Τάκη. Αυτοί θα τους εξηγήσουν. Έτσι ή αλλιώς, αυτοί θα τους εξηγήσουν.
Σ.Μ.
Σχόλια